Monday, October 31, 2005
Αμμουδάρα
Δεν έχω αντιπροσωπευτική φωτογραφία. Μόνο μερικούς χειμερινούς κολυμβητές στη μεγάλη παραλία του Ηρακλείου. Και τόνοι άμμου. Και τόνοι νερού. Και μετρημένα κύματα στα ακροδάχτυλα της ψυχής. Όχι πολλά, μα ούτε και λίγα. Όσα κι αν ήταν, τα απαριθμούσες με την ορμή του συναισθήματος, τα θυμάσαι τώρα με την βοή της πραγματικότητας, τα μυρίζεις αχνά μέσω μιας μύτης φραγμένης από δάκρυα, τα γεύεσαι με το αιώνιο αλάτι των λογισμών σου, τα βλέπεις με μάτια μισόκλειστα: Είναι που δεν αντέχεις τον ήλιο, ένα μεσημέρι που όλα μοιάζουν μπλεγμένα. Τόσος είναι ο ήλιος, που μπορείς να διακρίνεις με μαθηματική ακρίβεια τα γυρίσματα των δεσμών. Ίσως να είναι γόρδιοι, μα δεν αντέχουν το σπαθί. Ευάλωτα δεμένα μέσα τους της καρδιάς τα κορδόνια, απαιτούν υπομονή, επιμονή και στοργή στην επίλυση. Πλεξούδες από «αχ», «γιατί» και «δεν ξέρω».

Σαν εκείνες που σχολαστικά πλέκουν οι γιαγιάδες σε χρωματιστά πουλόβερ επάνω, σαν εκείνες που χτενίζουν τρυφερά η μαμά στην κόρη, η αδελφή στην αδελφή και η φίλη στην φίλη.

Έτσι, εκεί στην απέραντη παραλία της Κρητικής πρωτεύουσας, απορείς πώς εκείνος ο τσιμεντένιος αχός της μεγαλούπολης που στέκει πιο πέρα, μπορεί ακόμη κι ορθώνεται κάτω από το βάρος της σύγκρισης. Ίσως και να ντρέπεται. Που δεν άφησε τα βήματα του «Καπετάν Μιχάλη» ανέγγιχτα, που δεν μπορεί να κοιτάξει τα κύματα του κόσμου με υπερηφάνεια. Πρέπει να ντρέπεται που παρά τα ακριβοπληρωμένα τετραγωνικά του δεν μπόρεσε να στεγάσει ούτε μια στιγμή Ανθρώπου.

Εκεί, στην Αμμουδάρα, αυτής της παραλίας το όνομα να στέκει μεγαλόχαρο στον υπερθετικό του, να θυμίζει εκείνους τους προπάτορες που αγωνιζόμενοι στις μάχες των καιρών δεν άφησαν τα επίθετά τους να καταλήξουν σε –άκης.

Δυο κοπέλες, πιο κει, εξοικειώνουν την θέρμη των νιάτων τους με το κρύο νερό του πελάγους, τουρτουρίζοντας. Και γελώντας. Άλλες δυο, ακόμη πιο κει, εξοικειώνουν τη θέρμη των νιάτων τους με την ωρίμανση που χρειάστηκε να πλάσουν άκαιρα. Δηλαδή, πιο νωρίς. Λιγάκι πιο νωρίς από όσο έπρεπε. Τόσο νωρίς που πίστεψαν ότι πια, έτσι ήταν από πάντα.

Κι ένα παπουτσάκι παρατημένο κάπου μέσα στο αμμώδες χάος, μόλις μίλησε για επιπόλαια τρεχαλητά του καλοκαιριού. Δυο ζευγάρια χνάρια, όλα κι όλα, να πορεύονται κάπου μέσα στο αμμώδες χάος και να ψιθυρίζουν για ερωτευμένους χορούς, για μεθυσμένα φιλιά που μυρίζουν Μαλιμπού και ανανά. Τόσο μαζί οι γεύσεις, τόσο μαζί και τα αρώματα, όσο μαζί και τα ερωτευμένα χνάρια. Πλάι, στη δυαδικότητά τους, μαζί στην ατομικότητά τους, μπλεγμένα κι αυτά, σαν μια πλεξούδα που λύθηκε και αφέθηκε να ξετυλίγεται από τη φυγόκεντρο της σαρωτικής ανημπόριας.

Κι όλα τα πολύχρωμα λαστιχάκια, όλα εκείνα τα κορδελάκια που ευτυχισμένα ξεδιαλέγουν τα κορίτσια απ’ τα παζάρια, να μην μπορούν να σφραγίσουν την άκρη της πλεξούδας. Κι ούτ’ ένα βλέμμα, ούτ’ ένας λόγος, ούτε αιτία μία, να μην μπορεί να κλειδώσει την άκρη της πλεξούδας. Κι ούτ’ ένας κύκλος, ούτε μια σφαίρα, ούτε αγκαλιά μία, να μην μπορεί να προφυλάξει την πλεξούδα.

Παρά μονάχα ένα ράγισμα στον θόλο του ουρανού, έτσι όπως μοναδικά αποτύπωσε ο elpinor , να στέλνει ερωτήματα. Να στέλνει και σταυρουδάκια λευκά, πλαστικά, έτσι, να συμβολίζουν πως μέσα σε ένα αμμώδες χάος υπάρχουν τα πάντα: θύελλες, ευτυχία και ελπίδα.
Θύελλες, ευτυχία και ελπίδα.
 
posted by mistounou at 11:32 AM | Permalink | 3 comments
Wednesday, October 26, 2005
Ελένη


Πάντοτε στο Βούρκο πηγαίναμε για την ημερήσια εκδρομή μας. Κάθε τόσο, ανακοινωνόταν από τον διευθυντή του 1ου Δημοτικού ότι την επομένη θα πηγαίναμε εκδρομή, το ανακοινώναμε κι εμείς με τη σειρά μας στο σπίτι κι ετοιμαζόμασταν.

Μέσα σε μια τσαντούλα, μπάλα ποδοσφαίρου, αυτοκινητάκια, βόλοι και διάφορες λιχουδιές για τα αγόρια, λάστιχο, χαρτάκια χρωματιστά, μολυβάκια αρωματικά, τσίχλες, αυτοκόλλητα, κολατσιό για τα κορίτσια. Έπαιρνε ο καθένας τα αγαπημένα του πράγματα, το χαρτζιλίκι του, γίνονταν οι διακανονισμοί από την προηγουμένη: «Εσύ θα φέρεις το λεύκωμα με τα αυτοκόλλητα για τα «Στρουμφάκια», εσύ θα φέρεις τη μπάλα», έκαστος στο είδος του.

Όταν ήμουν πολύ μικρή, πρωτάκι ακόμα, δειλό ακόμα, το Πάρκο στο Βούρκο μου φαινόταν απέραντο. Έψαχνα πάντα την παρέα μου και γινόμουν σκιά της, μη χαθώ, μην πάθω τίποτα. Διότι, ήταν λίγο αδυσώπητα τα πράγματα. Ανάμεσα σε δυο τάξεις, ήταν τέτοια η διαφορά, τόσο μεγάλο το χάσμα που, πολύ συχνά, ήταν αδιανόητο να γνωρίζεις παιδιά της δευτέρας ενώ εσύ ήσουν στην πρώτη. Έπρεπε να είσαι ένα με αυτούς της δικής σου τάξης.

Κι αυτό, διότι τα μεγαλύτερα κοιτούσαν με τέτοια ορμή μπροστά, στο μέλλον, στη στιγμή που θα γίνονταν κι εκείνοι μεγάλοι ώστε ξεχνούσαν ακόμη και το θρανίο που κάθονταν την περασμένη χρονιά. Κι έτσι γινόταν πάντα. Τα πρωτάκια λαχταρούσαν να τα προσέξουν τα δευτεράκια, και τα δευτεράκια να τα κάνουν παρέα τα τριτάκια και πάει λέγοντας. Η έκτη πια, ήταν «οι μεγάλοι», δέος!

Οι δάσκαλοι, έπιαναν μερικά τραπέζια εκεί, στο κιόσκι, είχαν αγοράσει τα σαλάμια τους, τα τυριά τους, έπιναν καφέ και κολάτσιζαν κουβεντιάζοντας. Άλλοι, δυο δυο, τρεις τρεις, κυκλοφορούσαν σε όλο το πάρκο συζητώντας κι επιτηρούσαν τα παιδιά.

Ναι, απέραντο το πάρκο στο Βούρκο. Αλλού τα ποδοσφαιρικά, αλλού κορίτσια απέναντι το ένα από το άλλο να τεντώνουν με τα πόδια τους τα λάστιχα και όλα τα υπόλοιπα να κάνουν άλματα πάνω από το λάστιχο, προσέχοντας μην το ακουμπήσουν και «καούν». Είχαμε και πρωτιές εκεί, και φαβορί, είχαμε κι ευρεσιτέχνες που έρχονταν να μας που τις καινούριες φιγούρες που σκέφτηκαν.

Σε μεριές μεριές, να ακούς παρέες να τα «σκάνε» τραγουδώντας, για να δουν ποιος θα τα φυλάει στο «κρυφτό», ποιος θα είναι «μάνα» στην «αμπάριζα», ποιος θα κάνει το «κυνηγητό», ποιος θα κάνει την «τυφλόμυγα», ποιος θα κάνει τον «κλέφτη» και ποιος τον «αστυνόμο».

«Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, μέρα ή νύχτα;». Και να ανοίγει τα μάτια του ο ερωτών, και όλοι πίσω του να έχουν ακινητοποιηθεί σε διάφορες πόζες, ωσάν να αποτελούν μέρος ολοζώντανης φωτογραφίας. Κορίτσια παντού να συνδυάζουν πολύπλοκα παλαμάκια μεταξύ τους, τραγουδώντας εξίσου πολύπλοκα αυτοσχέδια τραγούδια. Και τα αγόρια να «κονταροχτυπιούνται», να μαθαίνουν τον κόσμο μέσα από ατέλειωτα παιχνίδια υπεροχής, μπας και νιώσουν για λίγο ένα «εγώ είμαι ο καλύτερος». Κουβέντες παντού απλωμένες, σα γαϊτάνια, σα κορδελάκια πολύχρωμα. Παιδιά.

Για ένα διάστημα, κυκλοφορούσε στο Βούρκο μία κοπέλα που έλεγαν ότι ήταν τρελή. Την έλεγαν Ελένη, και οι φήμες οργίαζαν, και των παιδιών η φαντασία είχε πλάσει αμέτρητες ιστορίες για φονικά, λέει, που είχε κάνει, για λάμιες που της πήραν τη μιλιά, για παιδιά που η «τρελή Ελένη» τα άρπαξε και χάθηκαν για πάντα.

Αδιόρατη τώρα η μορφή της στα μάτια μου, το μόνο που έχει μείνει είναι ένα πελώριο ανάστημα που ορθωνόταν τόσο διαφορετικό σε σύγκριση με τα λιλιπούτεια πλάσματα. Και το βλέμμα της: Μάτια αμυγδαλωτά και σαστισμένα. Την φοβόμουν τόσο πολύ τότε. Φανταζόμουν ότι θα με αρπάξει και μένα και θα χαθώ, όπως όλα εκείνα τα παιδιά που «χρόνια τώρα κανείς δεν ξανάδε». «Ξέρεις, ε; Λένε ότι σε τρώει κιόλας!», ήρθε η κουβέντα από την Ασπασία που μασουλούσε ένα κουλούρι δίπλα μου. Τρόμος!

Κάποια στιγμή, ακούστηκαν εκκωφαντικές φωνές. Παιδιά που κυριολεκτικά ούρλιαζαν παραπέρα σε μία αλάνα. Κοίταξα πιο προσεκτικά και είδα ένα τσούρμο να τρέχει γύρω γύρω και μπροστά μπροστά την «τρελή Ελένη» να τρέχει πιο πολύ, σχεδόν αλαφιασμένη. Δεν άφησα καμμία λογική να κάνει συνειρμούς, τα «φονικά» και τα «χαμένα παιδιά» πήραν μορφή στο κουτάκι του φόβου και ξεχείλισαν πληθωρικά.

«Θα με πάρει κι εμένα!», σκέφτηκα έντρομη και χώθηκα ανάμεσα σε δυο δασκάλους που στέκονταν πιο κει κουβεντιάζοντας.

-Βρε, τι θες εσύ εδώ;
Τους δείχνω σιωπηλά το μπουλούκι που γυρόφερνε στην αλάνα ωρυόμενο, που για μια στιγμή μου φάνηκε ότι έπαιρνε δικαιωμένο την εκδίκησή του.
-Παίζουν, δεν κάνουν τίποτα τα παιδιά….
-Η Ελένη…
Ψέλλισα φοβισμένη. «Η Ελένη…», τους είπα ξανά.
-Ποια; Η κοπέλα; Δεν πειράζει κανέναν αυτή, μη φοβάσαι.

Συμπλήρωσαν ένα γελάκι κι αυτό το γελάκι σηματοδότησε την ασημαντοσύνη του φόβου μου. Ξαφνικά, εκεί που τα σώματά τους όριζαν μεταξύ τους μία ασφαλή γωνιά για μένα, μία γωνιά που έμοιασε με γαληνεμένη άπλα, η γωνιά εκείνη έγινε περιττή. Βγήκα από ‘κει κι εντελώς διαφορετική πια, ως να ‘χα ξυπνήσει από όνειρο κακό, μπήκα στη συνείδηση: «Για κοίτα, η Ελένη, φοβάται πιο πολύ από όλους εμάς, τελικά…».

Κι έτρεχε το κορίτσι, αλλόκοτα και τρομαγμένα τα αμυγδαλωτά της μάτια, κουβαλούσαν δικές τους ιστορίες για παιδιά που όποτε τη βλέπουν την κυνηγάνε, για απειλητικά ουρλιαχτά γύρω της και ανεξήγητα τρεχαλητά. Και να κραυγάζουν συνάμα, αυτά τα αμυγδαλωτά τα μάτια, να αναρωτιούνται και να εξαπολύουν μέσα από τη δίνη της ταχύτητας αμέτρητα «γιατί;». Τότε κατάλαβα, πως εκείνη ήταν το θύμα. Πως εκείνη χρειαζόταν την ασφαλή κουβέντα των δασκάλων πιο πολύ από εμένα.

Μα οι δάσκαλοι ήταν προστάτες μόνο για μας. Ανάμεσά τους, δεν χωρούσε καλά καλά ένα δειλό κοριτσάκι, πώς θα χωρούσε η Ελένη και όλη η φαντασία των μπουλουκιών του κόσμου που αυθαίρετα αφήνει κατά μέρος τα «αγαλματάκια» και τις ολοζώντανες φωτογραφίες για να στήσει ένα δικαστήριο στη μέση ενός πάρκου;

Εκεί, μέσα σε ένα πάρκο, μέσα σε ένα κόσμο που χωρούσε άλλον ένα κι άλλον ένα, κάθε κόσμος και παιδί, κάθε κόσμος κι ένα δίκιο, εκεί σε μια σταλιά τόπο –γιατί μια σταλιά είναι όλοι οι τόποι τελικά- ξύπνησα από ‘να όνειρο για να βρεθώ στην πραγματικότητα. Αυτήν την πραγματικότητα που χρειάζεται μια Ελένη για να ξεσπάσει παράλογη και δήθεν δικαιωμένη.
 
posted by mistounou at 8:13 AM | Permalink | 10 comments
Monday, October 24, 2005
Τα γεννητούρια



-Το κατάλαβες τώρα;
-Ναι…
-20 Οκτωβρίου, έχεις τη γιορτή σου.
-Ναι.
-Και 25 Οκτωβρίου τα γενέθλιά σου.
-Ναι.
-Άλλο γιορτή κι άλλο γενέθλια.

Αυτό το πράγμα πάντα με μπέρδευε, μέχρι εκείνη τη μοιραία μέρα. Είχαμε ξυπνήσει άρον άρον, σαν τρελοί ντυθήκαμε, σαν τους Βέγγους φάγαμε –εκείνο το αυγό, πάντως, ποτέ μου δεν το άντεχα πρωί πρωί, μέχρι που έγινα ρεζίλι όταν έκανα εμετό στο σχολείο, οπότε, αυγό, τέλος- αρπάξαμε σάκες, παλτά και θρονιαστήκαμε μέσα στο Allegro Austin, την αυτοκινητοκαρικατούρα της πόλης.

Χαρακτηριστικό αυτοκινητάκι, κατακόκκινο, το οποίο κόντευε τα 20 χρόνια ζωής και μόνο allegro δεν ήταν. Allegro, επίσης, δεν ήταν και η οδήγηση της μαμάς. Για να βάλει τρίτη, η μάνα, πρέπει να πιάσει Εθνική, δεξιά λωρίδα και το πολύ 60 χλμ. την ώρα. Βέβαια, τότε, Α’ Δημοτικού εγώ, Γ’ ο αδερφός μου, πολύ που καταλαβαίναμε ότι τα χέρια με τα απλωμένα δάχτυλα που έβγαιναν από τα παράθυρα των άλλων αυτοκινήτων από πίσω μας, ήταν μούντζες που στέλνανε φάσκελα σωρηδόν. Άλλες εποχές τότε, πιο αθώα τα παιδιά.

-Μαμά, ο κύριος μας χαιρετάει!
-Πού είναι; Ποιος;
-Περνάει τώρα δίπλα μας!
-(Έκπληκτη) Α!...Τι να κάνω κύριέ μου;
Οδηγός Α: -Νύχτα πήρες το δίπλωμααααααααα;!!
-Γουβ! Γουφ! (Αυτός είναι ο Έκτορας. Να κάνουμε και τις συστάσεις: Γερμανικός ποιμενικός, μαύρος, με μπεζ κοιλιά και φρύδια, που όταν απορούσε ανασηκώνονταν, όταν νύσταζε ακινητοποιούνταν, όταν πείναγε τρεμόπαιζαν, κι όταν γαύγιζε χόρευαν).
-Πο πο πο πο πο πο….Πώς κάνουν έτσι…Τρέχουν, παιδί μου, τρέχουν! Σαν τρελοί τρέχουν!Οδηγός Β:- Αιντέεεεεεε…
-Γουφ! Γουουοούφ! Γουφ!
-Οδηγός Γ: -Κάνε στην άκρηηηηηη!
-Στην άκρη είμαι! Πο πο ποοο…Αγενέστατοι…
-Γγγγ….ουβ! Γουφ!!

Το σύνηθες φαινόμενο, θύμιζε νεκρική πομπή. Η αυτοκινητοκαρικατούρα μπροστά μπροστά και ξοπίσω ολόκληρη η πόλη ακινητοποιημένη, αναγκασμένη να βλέπει τον ταλαίπωρο πισινό του Allegro, τον χαριτωμένο πισινό του Έκτορα και ενίοτε, την χαμογελαστή φάτσα μου που τους χαμογελούσε μ’ ένα στόμα που του έλειπαν πεντ’ έξι δόντια μπροστινά. Ραδιόφωνο δεν είχε η καρικατούρα, οπότε, τρεις ήταν οι εναλλακτικές:

1. Η μαμά λέει ιστορίες και παραμύθια.
2. Η μαμά τραγουδάει δημοτικά.
3. Η μαμά μας κάνει ερωτήσεις για να θυμηθούμε το σημερινό μάθημα του σχολείου.

Σήμερα, λοιπόν, έπρεπε να μάθουμε ότι άλλο πράγμα η γιορτή κι άλλο τα γενέθλια. Εγώ ειδικά όφειλα να το μάθω, διότι όπως διαπίστωσα σύντομα, ο αδερφός μου το γνώριζε ήδη. Κι όπως εξελίχθηκε το πράγμα είναι βέβαιο ότι το έμαθε και ο αείμνηστος Έκτορας. Το πρόβλημά μου ήταν ότι γενικώς μπέρδευα κάποια πράγματα σε εκείνη την ηλικία. Ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω ποια η διαφορά ανάμεσα στα κρεμμύδια και τα σκόρδα ή στο «επίτηδες» και το «κατά λάθος».(Τώρα, σε τι μπελάδες με έβαλε η ανικανότητά μου να διαχωρίσω το «κατά λάθος» με το «επίτηδες», είναι μεγάλη ιστορία, διότι δεν είναι λίγο να κάνεις ζημιά και εσύ με το πιο αθώο βλέμμα και την πιο απολογητική διάθεση να λες… «Επίτηδες το έκανα», ενώ εννοείς ότι το έκανες κατά λάθος…).

Έτσι και η γιορτή με τα γενέθλια. Όσον αφορά, όμως αυτά, είχα ισχυρό ελαφρυντικό: Τα δικά μου γενέθλια ήταν μόνο πέντε μέρες μετά τη γιορτή μου, την γιορτή μου δεν την θυμόταν κανείς γενικώς και για να μην τα πολυλογώ, μια σούμα τα ‘καναν και τα δυο, η οικογένεια και όλο το συγγενολόι, οπότε ένα δώρο έπαιρνα απ’ τον καθένα, μια φορά μου εύχονταν –χωρίς ποτέ να μου διευκρινίσουν γιατί μου εύχονταν- κάπου στο μεσοδιάστημα του πράγματος.

Δεν είχε έρθει και κανένας να μου πει «Χρόνια πολλά για τη γιορτή σου, πάρε κι αυτήν την κούκλα» ή «Χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου, πάρε και μι’ άλλη κούκλα», τι να κάνω κι εγώ, γιορτή τα έλεγα και τα δύο. Όπως και να το κάνουμε, λόγος για να γιορτάσω ήταν όλο αυτό.

-Γουφ! Γγγγγ…αβ!!
-Έκτορα! Κάθισε κάτω! Δεν έχω ορατότητα πίσω! (Καλύτερα, μάνα, μας χαιρετάνε πολλοί, κι απ’ ότι κατάλαβα, δεν είναι και τόσο καλό να σε χαιρετάνε στο δρόμο…).
-Γαβ!!! (Προφανώς μπέρδεψε την «ορατότητα» με το «γλείψε το σβέρκο μου ΤΩΡΑ!», οπότε παραβλέποντας το «Κάθισε κάτω», που μάλλον αντιλήφθηκε τέλεια και κρίνοντας ότι το να γλύψει το σβέρκο της μάνας ήταν πιο επιτακτικό, επιδόθηκε στην διεκπεραίωση της εν λόγω εντολής.).
Οδηγός Δ:- Περνάς καλά κυρία; (Να κι άλλη χαιρετούρα, από τον τυχερό που μπόρεσε να προσπεράσει).
-‘Έκτορα! Σταμάτα!
-Γουβ! Ουου…Μπχρλμμμ…(Πρέπει να είναι νόστιμη η μάνα). Χλάπ!!
-Παιδιά μου μην τους κοιτάτε καθόλου, μην τους μιλάτε καθόλου, είναι αγενέστατοι. Λοιπόν; Τι είπαμε; Πότε είναι η γιορτή;
-…(κενό).
-Είναι…
-…(απόλυτο κενό).
-Στις…
-(Θα πω ένα στην τύχη, δε βαριέσαι) 25 Οκτωβρίου.
-Όχι. Τα γενέθλια είναι τότε.
-Στις 20 Οκτωβρίου τότε. (Καλά, είμαι πανέξυπνη!).
-Μάλιστα. Και τα γενέθλια;
-(Ε, μα εννοείται…) Στις 20 Οκτωβρίου.
-Όχι!
-…(Ωχ..).
-Τι είπαμε μόλις τώρα;
-Τι είπαμε; (Η επανάληψη πολλές φορές σε γλιτώνει, όταν δεν ξέρεις τι να απαντήσεις, πιστέψτε με.).
-Δεν είπαμε, ότι η γιορτή είναι στις 20 Οκτωβρίου;
-Ναι. (Για να το λες εσύ…)
-Άρα; Πότε είναι τα γενέθλια;
-…(Κοίτα, αν μου το πεις εσύ, άλλη μια φορά μόνο, να δεις που θα το θυμάμαι για πάντα, από εδώ και πέρα, ε;).
-25…(Περιμένει, μπας και συμπληρώσω έστω το μήνα, αλλά μέχρι κι εγώ καταλαβαίνω ότι είναι μάταιο, όλο το ζουμί είναι στα νούμερα, βεβαίως βεβαίως…)…Οκτωβρίου. Ναι;
-Ναι. (Ευτυχώς, τη γλιτώσαμε).
-Ωραία. (Καλά, αυτό είναι σχετικό). Πες μου, λοιπόν, μόνη σου τώρα. (Να σου πω μόνη μου το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του / και τη σκούφια τη χρυσή του», που είναι και επίκαιρο;). Πότε είναι τα γενέθλια;
-(Παιχνιδάκι η απάντηση). 25 Οκτωβρίου.
-Και η γιορτή;
-(Αστειάκι, αστειάκι…) 20 Οκτωβρίου.
-Γουφ! (Μάλλον με επιβράβευσε, τώρα…)
-Έκτορα! Ησυχία εσύ!
-Γκρρρρ…γουφ!

Στο μεταξύ, έχουμε βγει από τον κεντρικό δρόμο και έχουμε μπει πια στο στενό δρομάκι που μας άφηνε πάντα η μάνα για να κατέβουμε από την καρικατούρα, να πάμε πια με τα ποδαράκια μας στο σχολείο. Απέναντι ήταν, δεν ήταν και μακριά…Κάνουμε να βγούμε…

-Για πες μου, τώρα, τι είναι στις 20 Οκτωβρίου Άρτεμη;
-(Ωχ, πρέπει να το πούμε ανάποδα τώρα;)…
-Παιδί μου τι έχεις στις 20 Οκτωβρίου; (Εδώ η μάνα έχει χάσει την υπομονή της, και η φωνή έχει πάρει την ανηφόρα σε όλες της τις εκφάνσεις: τονικότητα και ένταση. Που σημαίνει: Τονικότητα + Ένταση= Η Άρτεμη παθαίνει blackout).
-Τι έχω στις 20 Οκτωβρίου; (ψέλλισα).
-Να πω εγώ; (ο αδερφός, με σαρδόνιο χαμόγελο).
-Όχι, η Άρτεμη θα μου πει. (Ναι, για ρώτα τον με ποια σουσουράδα έκανε ο Δίας την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, να δούμε ξέρει;)
-Ε…ε, στις 20 Οκτωβρίου…(η σωτήρια επανάληψη που λέγαμε…)
-Ναι; (η όχι και τόσο σωτήρια επανάληψη που λέγαμε).
-Στις 20 Οκτωβρίου…(θα πάρω μπρος, μη φοβάσαι, μάνα).
-Ναι!! (Δυο λεπτάκια, μάνα, δυο λεπτάκια…).
-Στις…(άλλη μια, ίσως να πετύχει…).
-Πες μου παιδί μου τι έχεις στις 20 Οκτωβρίου!!
-(Καλά, ντε…)…τη γιορτή μου;; (ίσα που ακούστηκα…).
-Μάλιστα. (Καλά, αυτό συνέβαινε πάντα. Όταν μπλόκαρα, δε μπα να ήξερα την απάντηση, δεν την ξεστόμιζα με τίποτα).
-Και στις 25; Τι έχεις;
-…(Αμάν! Πώς τη λένε τη λέξη, όταν γεννιέται κάποιος; Π α ν ι κ ό ς!).
-Ναι; (Άρτεμη, ανασυντάξου…).
-Ε, να…στις 25 Οκτωβρίου δε γεννήθηκα; (Απλά τα πράγματα, μη θέλεις θαύματα).
-Ναι. (Χαίρομαι πολύ που συμφωνούμε). Πώς το λένε αυτό; (Μια χαρά συμφωνούσαμε, μάνα, μην το κουράζεις το θέμα.). Τι λέμε ότι έχεις; (Αυτό θέλω να μάθω κι εγώ!).
-Ουφ…(Απελπισία)…Δε θυμάμαι…(Μερικές φορές, δουλεύει καλά και το να εγκαταλείπεις τα όπλα).
-Α, θα τρελαθώ! (Εγώ να δεις…). Παιδί μου, τώρα, πριν λίγο δεν το είπαμε;
-Να πω; Να πω; (Σκάσε αδερφέ, γιατί όσα δώρα σου φέρουν τη μέρα που γεννιέσαι- πώς-τη-λένε θα τα τσουρομαδήσω κι ας μην έχουν μαλλί).
-Πες μου, Άρτεμη, τι έχεις στις 25 Οκτωβρίου…
-Γουφ, γουφ, γουφ, γουφ!!! (Ρε μπας και το ξέρει κι ο σκύλος;)
-Έκτορα! Ήσυχα! Λέγε, Άρτεμη.
-Τι έχω; (Παραδίνομαι.) Μπου χου χουχουουου!...Ουου…μπχ…ουουυ..(Ναι, κλαίω).
-Τελείωσε, α, θα τρελαθώ!...Τι έχεις, Άρτεμη, στις 25 Οκτωβρίου;…
-Μπου χου χου….ουουου….ιααααα…..
-Γουφ!
-Έλα, αφού ξέρω εγώ! (Μαντέψτε, ποιος ελάλησε…)
-Παιδί μου, συγκεντρώσου! Άντε γιατί πρέπει να φύγετε τώρα, να πάτε σχολείο Λέγε σε παρακαλώ…
-Μμμμ….ιιιιιιουυυυυυ…μπχμμμουυουου…(κλάμμα, εννοείται…).
-…(Η μάνα κοιτάει το ταβάνι της καρικατούρας -που ούτε κι αυτό που θυμάμαι πώς το λένε τώρα, αλλά μην μιλάτε καθόλου- ο αδερφός μετά βίας κρατάει τα γέλια και ο σκύλος με κοιτάει με τη μουσούδα του σε απόσταση αναπνοής από τη δική μου. Μα τι έφαγε κι αυτός πρωί πρωί;) Άρτεμη!
-(Ωχ, πρέπει να δώσω απάντηση…)…(Σκέψου, σκέψου, σκέψου!!).
-Άρτεμη, τι-
-Τα γεννητούρια μουουουουοου, μπου χου χουουουου! Ουου….ιιιιι….(Μύξες τρέχουν).

Εδώ η τετράδα –ναι ο σκύλος είναι ο τέταρτος- ξέσπασε σε γέλια τελικώς. Διότι, το αποτέλεσμα πάντα μετράει. Έδωσα την απάντηση. Με άλλο τρόπο μεν, αλλά την έδωσα.

-Έλα εδώ να σε φιλήσω βρε. Τα γενέθλιά σου έχεις μαναράκι μου. Άντε, πάρε και τα γλυκά να κεράσεις τα παιδιά. Εντάξει;
-Γουφ!

Ναι, μάλλον εντάξει. Σήμερα είναι 25 Οκτωβρίου και κάνω ό,τι θέλω. Δηλαδή, είναι τα γεννητούρια μου!
 
posted by mistounou at 2:28 PM | Permalink | 17 comments
Saturday, October 22, 2005
Πότε θα περάσει ο σαλεπτζής;

Η Μις του Νου, ήταν πάντοτε μια γάτα. Γάτα που χαρακτήρισε -μια ολόκληρη εποχή- ένα μικρούλι μονόστηλο της εφημερίδας. Κι εκεί είναι ακόμη. Και πάντα, όπου κι αν πάει, θα κουβαλάει τη γατίσια ματιά της...Μα όταν κανείς ανέβει τα κεραμίδια, εμένα έρχεται και μου τα λέει. Μου λέει για ό,τι έγινε, ειπώθηκε και διαπιστώθηκε. Κι έτσι, κάπου κάπου, μου κάνει δώρο μια μικρή, μικρή, μικρή ιστορία. Ακούστε...

Κρύωνε το στηθάκι του παιδιού. Για μια στιγμή, η Μις του Νου, νόμισε ότι το χουρχούρισμα που ακουγόταν από μέσα του, ήταν δικό της, αλλά όχι. Τα πνευμόνια του παιδιού, αναταράζονταν από τη θέρμη και το κρύο συνάμα. Και να μην παραπονιέται, παρά μόνο να ρωτάει κάπου κάπου:

-Πότε θα περάσει ο σαλεπτζής;

Άργησε σήμερα κι εκείνος. Μέρα που βρήκε…Ανησυχούσε και η Μις τώρα, κοίταζε δεξιά, κοίταζε αριστερά, τέντωνε τα αυτιά της, στεκόταν ολόρθη, μπας και ακούσει το καροτσάκι να σούρνεται στο πλακόστρωτο.

Φωνάζει ο σαλεπτζής «Σαλέεεεπ, πουλάω, Σαλέεεεεπ!!». Μα σήμερα, πούντος; Λες να μην έρθει; Μπα, αποκλείεται, τέτοιο κρύο σήμερα…

Του ‘δωσε η μάνα του παιδιού πενταρίτσα για σαλέπι. "Πάρε", του είπε, "πριν πας στο σχολείο να ζεσταθείς". "Να μην πάω σχολείο μάνα", της απάντησε. "Πήγαινε γιαβρί μου, εκεί έχει σόμπα, έχει λίγο ζέστη για σένα". "Εντάξει μάνα".

-Πότε θα περάσει ο σαλεπτζής;

Σε λίγο θα χτυπούσε το κουδούνι του σχολείου κι ο σαλεπτζής άφαντος. Μα λίγο πριν το παιδί γυρίσει να μπει στο προαύλιο να ‘τον που ακούστηκε:

-Σαλέεεεεπ! Σαλέεεεπ, πουλάω!

Ήπιε και γλυκάθηκε και ζεστάθηκε. Και καμμία σόμπα δεν τον ζέστανε όσο εκείνη η πενταρίτσα από τον κόπο της μάνας του…
 
posted by mistounou at 1:49 PM | Permalink | 7 comments
Thursday, October 20, 2005
Διάλογοι


(Μα τι «μάτι» ήταν εκείνο….)

-Κατάλαβέ με γιαγιά, ζαλίζομαι πολύ μέσα στην εκκλησία…
-(Έτοιμη να βάλει τα κλάμματα) Τι είσαι δηλαδή, βρε Άρτεμη; Δαιμονισμένη;
-Αν είναι δυνατόν, βρε γιαγιά! Τι λες;
-Αμ τι να πω…Το λιβάνι δεν το μπορείς, στην εκκλησία δεν μπορείς, δεν έχω ιδεί κανέναν άλλον να κάνει έτσι.
-Βρε γιαγιά, βρε γιαγιά! Αφού το ξέρεις, δεν μπορώ τον πολύ τον κόσμο, ούτε τη βαβούρα, μ’ αρέσει να πηγαίνω όταν δεν είναι κανένας.

Και πήγαινα. Και μου ‘μειναν μέσα μου χαραγμένες εκείνες οι στιγμές που μαζί με τη γιαγιούλα μου και τον αδερφό μου παίρναμε ένα κουβαδάκι γεμάτο με βούρτσες, σφουγγάρια, απορρυπαντικό σε σκόνη, φυτιλάκια, καρβουνάκια, λιβάνι και λάδι. Κι ένα μπουκέτο πασχαλιές απ’ την αυλή. Και χίλιες κουβέντες και γέλια να τις πετάμε ο ένας στον άλλο μεταξύ μας και να μην πέφτει κάτω ούτε μια.

Σποράκια τα λόγια, βρίσκανε χώμα στις καρδιές, νοτισμένες εκείνες από αγάπη, θρέφανε τα λόγια, γίνονταν διαμιάς ολόκληρα δέντρα. Λεμονιά του έρωτα, πορτοκαλιά της αντίδρασης, καστανιά του μυστηρίου, καρυδιά της στοργής, τριανταφυλλιά του δέους, αχλαδιά της ανάγκης, πλατάνια της μεγαλοσύνης. Ολόκληρα δέντρα γίνονταν οι κουβέντες, να κάθομαι τώρα από κάτω τους και να γεύομαι αχόρταγα τη μνήμη. Μνήμη ριζωμένη στο ριζικό μου.

-Την αγαπούσες, γιαγιά, τη μαμά σου;
-Εμ; (Δάκρυ. Και τα ταλαιπωρημένα από τους μορφασμούς της επιβίωσης χείλη της να τεντώνονται, να δαγκώνονται, να κοκκινίζουν, να θυμίζει η γιαγιά μου παιδούλα άγουρη στο παραθύρι).
-Εμένα, πάντως, με γνώρισε! (Με καμάρι ο αδερφός μου). Έτσι μου ‘πε η μαμά. Πως η γιαγιά η Ελένη με φύλαξε πολλές φορές.

Το ‘χουν αυτό, σχεδόν όλες οι γυναίκες στο Άργος. Όσες γνώρισα. Θεωρούν τιμή τους να ταχταρίσουν ένα παιδί, να χτυπήσει η μικρομάνα την πόρτα και να τους ζητήσει να κρατήσουν το μωρό για λίγο, κάπου να πάνε και κείνες. Σε δουλειά, σε ανθρώπου ανάγκη ή και στο κομμωτήριο. Δεν τις ένοιαζε, αρκεί να τους δινόταν εκείνη η τιμή κι ας πήγαινε η μάνα όπου ήθελε. Κι ας πήγαινε στο κομμωτήριο. Τίποτα, αυτές μαζί με το μωρό, απολάμβαναν το δώρο της εμπιστοσύνης. Που η μάνα έφευγε και η καρδιά της, ο νους της μπορούσαν να φύγουν μαζί της. Και το μωρό, σε ήσυχα χέρια, με την έγνοια της ξένης γυναίκας να πλανάται σαν αέρι από πάνω του προστατευτικά. Σαν ανάσα.

-Αμ, πώς; Και πώς χαιρόταν η γιαγιά…Της άρεσαν τα μωρά. Ήσουν κι εσύ όμως, ένα ωραίο, κατάξανθο, στρουμπουλό μωρό, άλλο πράγμα! (Η γιαγιά χαμογελάει τώρα, έγινε το δάκρυ ανακούφιση).
-(Εγώ, με την καρδιά μου κόμπο από τη θλίψη, δε μιλάω).
-Κι εσένα σε κράτησε η γιαγιά, (είπε σε εμένα η γιαγιά μου)
-Ναι; (Πες μου κι άλλα!)
-Βέβαια, και σ’ αγαπούσε πολύ! Και μάλιστα, εσύ ήσουν πολύ ήσυχη και δεν την κούρασες καθόλου.
-Αλήθεια; (Αχ!)
-Βέβαια.

Έχω μια ιδιαίτερη γωνιά στη μνήμη μου για όλες τις γυναίκες που με κράτησαν στην αγκαλιά τους. Μα για τη γιαγιά μου την Ελένη, έχω μια ξεχωριστή κι ας μην την θυμάμαι. Πέθανε όταν ήμουν βρέφος. Κάτι είχε στα πνευμόνια της, πόνεσε πολύ.

Το μνήμα της, στο νεκροταφείο της Παναγίας. Επάνω σε κεντρικό δρόμο η εκκλησία και το νεκροταφείο τεράστιο, να την περικυκλώνει. Μεγάλοι διάδρομοι να χωρίζουν τους τάφους, να τους «τακτοποιούν» σε τετράγωνα ως να ήταν γειτονιές που όρισε η Πολεοδομία. Κάθε μνήμα με το δικό του όνομα. Κάθε όνομα και φωτογραφία. Κάθε φωτογραφία και πρόσωπο. Κάθε πρόσωπο και μια ζωή. Μια ζωή, που έτυχε να μάθουμε πότε άρχισε και πότε τελείωσε.

Μ’ άρεσε να χαζεύω τα αγαλματάκια που ορθώνονταν σε μερικούς τάφους. Πότε ένα αγγελούδι να στέκεται πάνω από ένα μωρό, πότε ένας στρατιώτης, πότε ένα ζευγάρι πιασμένο χέρι χέρι. Και σταυροί. Μια θάλασσα σταυροί. Απλοί κι απέριττοι, στολισμένοι άλλοι με λουλούδια, χαραγμένοι άλλοι με περίτεχνα στολίδια.

Για τη γιαγιά πηγαίναμε όλο ευθεία, μετά αριστερά και μετά περνούσαμε προσεκτικά ανάμεσα σε δυο σειρές μνημάτων για να σταθούμε μπροστά της. Το όνομά της, η ημερομηνία γέννησης, η ημερομηνία θανάτου και το σύνολο: Ετών 78.

Με γράμματα ασημένια που ο χρόνος τα ξεθώριασε, γύρω γύρω μάρμαρο και λίγο χαλικάκι. Και το σπιτάκι της. Έκανες μια το πορτάκι του, σπασμένο κι αυτό σε μια μεριά, το άνοιγες κι είχε μέσα την φωτογραφία της γιαγιάς, λίγα καρβουνάκια, λίγα φυτιλάκια, ένα μπουκάλι λάδι μισοτελειωμένο κι ένα καντήλι σβησμένο. Ένας θησαυρός στο μυαλό μου, που κοιτώντας ένα ένα τα κομμάτια του, μεταφερόμουν και σ’ άλλο ταξίδι.

Η γιαγιά μου, έχει γεμίσει τον κουβά της με νερό, έχει στάξει σε μεριές μεριές απορρυπαντικό και τρίβει. Πλένει το μνήμα.
-Ε, αυτές τις μέρες που θα κάνει Ανάσταση ο Χριστός, να είναι καθαρό το μνήμα της γιαγιάς (έλεγε λες κι η μάνα της ήταν ζωντανή).
-Γιαγιά, τι είναι εδώ, από κάτω; (ο αδερφός).
-Βρε, φύγε από κει! Μνήμα είναι και δεν θα το ‘χουν κλείσει με μάρμαρο από πάνω ακόμη!
-Γιαγιά, πώς είναι οι πεθαμένοι; (εξακολουθεί να περιεργάζεται το «γυμνό» μνήμα το αδερφός).
-Ωχού, κι έχω δουλειές!
-Είδα ένα δρακουλιάρικο μια μέρα κι ένας πεθαμένος, λέει, είχε σηκωθεί από τον τάφο του κι ήταν όλος κόκκαλα! (Με τα μάτια γουρλωτά εκείνος, με τα μάτια διάπλατα εγώ, η γιαγιά σβέλτη όπως πάντα, να παλεύει με τις σαπουνάδες). Ναι, και οι δαγκάνες του πήγαιναν έτσι (με δυο περισσευούμενες βούρτσες που υποτίθεται θα χρησιμοποιούσαμε εμείς για να βοηθήσουμε –αλλά πού…- έκανε τη μασέλα του πεθαμένου και δώστου να τις ανοιγοκλείνει κλαπ! κλαπ! στα μούτρα μου).
-Αααα! Γιαγιά! (χωμένη εγώ στη φούστα της, να την τραβολογάω). Πες του να σταματήσει!
-Ουου! Ουουουουου! Θα σε φάω! Είμαι ο Δράκουλας! ΓκρρουααααΑΑΑΑ!
-Σταμάτα ντέι! Ρε τι λέτε, ρε!
-Αααααααα! (κλάμμα εγώ…)
-Θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα (η μόνιμη απειλή της γιαγιάς που όλως περιέργως ποτέ δεν αντίκρισε την πραγμάτωση). Δε σου είπα να μην το ιδείς το δρακουλιάρικο; Άιντε! Χρονιάρα μέρα…

Τα «δρακουλιάρικα» και τα «πιστολίδια» -ήτοι όλες οι ταινίες με θέμα το Φαρ Ουέστ- που έδειχνε η μονοπωλούσα τότε κρατική τηλεόραση, ήταν στα μαύρα κατάστιχα της απαγόρευσης. Κι όσο απαγορεύονταν, τόσο εμείς τις λαχταρούσαμε.

Πού και πού, γυναίκες που ο χρόνος δεν είχε προλάβει την οδύνη τους να κλέψει, πιο πέρα να μοιρολογάνε. Κλαίγαν για τους χαμένους. Άλλες για το άγνωστο που φαντάζονταν να περικυκλώνει την περιπλανώμενη ψυχή, άλλες για την δική τους απώλεια. Κι όλες στα μαύρα κι όλες να είναι η προσωποποίηση μιας φράσης: «Μου λείπεις».

Τελειώναμε με το πλύσιμο και βάζαμε τα λουλούδια στο βάζο. Ανάβαμε το καντήλι, λιβανίζαμε λίγο και παραδόξως εκεί, στην άπλα της γαλήνης, η φλόγα εκείνη η μικρή με ζέσταινε και η μυρωδιά του λιβανιού που τσιτσίριζε στο καρβουνάκι ένιωθα να μου σβήνει όλους τους Δρακουλες που με τρόμαζαν, όλα τα λάθη που έκανα κι όλα τα λάθη που ετοιμαζόμουν να κάνω. Όλες οι έγνοιες μαζί με το λιβάνι να ταξιδεύουν στο πέρα και να χάνονται. Εκεί, στην άπλα της γαλήνης, ανοιγόταν μια κοιλάδα ήρεμη που μέσα σε εκείνην τίποτα δεν με φόβιζε.

Γιατί η γιαγιά μου, μπορεί να λαχτάρησε να με κάνει θεοσεβούμενη, να παίζω στα δάχτυλα τα τυπικά όλων των γιορτών, αλλά ποτέ δεν είπε ότι ο Θεός θα με τιμωρήσει. Ούτε ότι θα με κάψει, ούτε τη λέξη «αμαρτία» άκουσα από τα χείλη της. Κι απλώς, δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει γιατί αντιδρούσα. Ναι, όταν μεγάλη πια, κατέβηκα ένα Πάσχα να το περάσω μαζί της, κι έτυχε να μπλέξω ως αργά το βράδυ Μεγάλου Σαββάτου στο μαγαζί ενός θείου μου βοηθώντας τον και πήγαν μόνοι τους με τον παππού στην Ανάσταση, στο βλέμμα της σαν την είδα μετά δεν ήταν τίποτα άλλο, από ένα «Μου λείπεις».

Ένα «Μου λείπεις» ολοζώντανο, πιο πικρό, πιο πονεμένο από εκείνο που θα λέγαμε σαν μας χώριζε ζωή και θάνατος. Πιο μεγάλο, γιατί μέσα του, δίπλα του, μαζί του, έχει κι εκείνη την ευκαιρία. Έχει εκείνο το «εδώ και τώρα» που δεν πληρώθηκε. Ναι, αργότερα κατάλαβα, ίσως και τώρα μαζί με τα γραφόμενα να κατάλαβα, η γιαγιά, το μόνο που ήθελε ήταν να είμαι μαζί της, να με δείχνει και να με καμαρώνει.

Μα δεν είχε βρει τον τρόπο ποτέ να μου πει ξεκάθαρα αυτό της το «θέλω». Με φόρτωνε χιλιάδες «πρέπει» κι εγώ κλώτσαγα σε όλα. Κι εκείνη κλώτσαγε το ίδιο. Να τρωγόμαστε συνεχώς και ν’ αγαπιόμαστε παράφορα. Κι εκείνο το παράφορο, αμείλικτο, να μην δίνει τόπο σε καμμιά υποχώρηση, να μη μας αφήνει ποτέ να ξαποστάσουμε αγκαλιασμένες.

Μεγάλωσα, και πήγαινα μόνη μου στην γιαγιά την Ελένη. Μπορούσα να περάσω μόνη μου τον δρόμο τον κεντρικό, διάβαινα ήδη τις μεγάλες λεωφόρους της ζωής μου. Της άναβα το καντήλι. Της άναβα λιβάνι. Της άναβα κεριά. Έτσι, όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή ήθελα να βρω την αφορμή να της μιλήσω. Πήγαινα πιο πέρα, άναβα κρυφά τσιγάρο κι άρχιζα.

Της μιλούσα για τη ζωή μου. Για αυτά που με φοβίζουν, για όσα ξέρω ότι μπορώ να κάνω, για όσα ξέρω ότι δεν κάνω ενώ μπορώ. Για ανθρώπους που οι πράξεις τους σημάδεψαν τη δική μου ρότα. Έτσι, άδικα και παράλογα εντελώς, έκαναν μια κι έκοψαν σε μεριές μεριές εκείνη την κορδέλα, τον ομφάλιο λώρο που είναι δεμένος στην αφετηρία κι ας έχει δικαίωμα να καταλήξει σώος στο τέρμα. Τον μπάλωσα σε εκείνες τις μεριές γιαγιά, για να μπορώ να περπατώ επάνω του σαν άλλος ακροβάτης να έρθω πίσω στις στιγμές της αφετηρίας. Εκείνες που τις μοιράστηκα και μαζί σου. Που το χάδι σου, γιαγιά, με σιγονανούρισε. Εκεί, πλάι στα ασθενικά πνευμόνια σου το κορμί μου, να μην υποπτεύεται τι του μέλλει. Να μην υποπτεύεται. Και να θυμώνω, γιαγιά, για όλο το άδικο. Να εξοργίζομαι. Κι όσες φορές ήρθα να σε δω, το κατώφλι της εκκλησιάς να μην το διαβαίνω. Να περνάω απ’ έξω της και να κοιτάω μονάχα εσένα. Ναι, γιαγιά, γιατί τότε όλα εκείνα τα τρομερά, μου φαίνονταν ότι βγήκαν από τη σφαίρα της πιο οργιαστικής φαντασίας. Νόμιζα ότι ο κόσμος όλος είναι η αγκαλιά της μάνας μου, της γιαγιάς μου, η δική σου, κι όλων των γυναικών που με ταχτάρισαν. Τίποτε άλλο δεν ήξερα γιαγιά.

Ούτε για τους αλλεπάλληλους πυρετούς που έσβησαν τα αυτιά μου, ούτε επειδή την σιωπή μου πολλοί θεώρησαν δεδομένη. Πόνος, γιαγιά, για πράγματα που δεν μπορώ να ξεστομίσω ούτε σε εμένα την ίδια. Μα νιώθεις. Αντί για νερό, στο μνήμα σου σήμερα δάκρυα αλμυρά. Κι εγώ η εγωίστρια, σε απασχολώ. Σε φωνάζω με την πιο δυνατή μου ηχώ, να έρθεις για λίγο κοντά μου. Ν’ αφήσεις το μέρος που κάθεσαι για να μ’ ακούσεις. Και να μην ξέρω αν ακούς. Και να μεταφράζω αυτό το «να μην ξέρω» σε «ξέρω». Να λέω: Ξέρω ότι δεν με ακούς. Γιατί είμαι θυμωμένη γιαγιά.

Θυμωμένη για τον κόσμο που μου παρέδωσες. Κι εσύ κι οι πριν κι οι κατοπινοί. Θυμωμένη, γιαγιά, γιατί ακόμη νιώθω παιδί, ακόμη βρίσκομαι στη χώρα των απαιτήσεων. Γιατί σύντομα θα βρεθώ στη χώρα των απαιτήσεων των άλλων και θα πρέπει να είμαι εγώ αυτή που θα δώσω. Γιατί είναι η ώρα που λαμβάνεις όταν είσαι παιδί και ποτέ δεν την έζησα όπως μου έπρεπε εκείνη την ώρα.

Έτσι, βγαλμένα όλα τα άσχημα από τον τόπο του Ακατανόητου, μ’ έκαναν να πηγαίνω στο μνήμα της προγιαγιάς μου. Και να φεύγω, ανάλαφρη πια, να χαζεύω τα πιτσιρίκια στις παιδικές χαρές. Να ανεβαίνω λαχανιασμένη τα σκαλιά για τον Αη Γιωργάκη που ορθώνεται ταπεινός επάνω από την πόλη. Να συνθέτω εκεί συμφωνίες άηχες και να προσκυνώ στην εκκλησία του καβαλάρη Αγίου, δίχως ποτέ να μπω μέσα. Δίχως ποτέ να βάλω κέρμα στο παγκάρι. Δίχως ποτέ να φιλήσω την εικόνα του. Δίχως ποτέ να θυσιάσω κάτι. Έτσι, να κάθομαι στο πεζούλι του αυλόγυρου και να ‘μαι εγώ. Εγώ κι ο κόσμος και γύρω γύρω όλη η αλήθεια.
 
posted by mistounou at 11:03 AM | Permalink | 2 comments
Τι να κεράσω;


Του Αγ. Αρτεμίου σήμερα...Γιορτάζουν μαζί μας κι οι Γεράσιμοι -όσοι έχετε Γεράσιμο, να του ευχηθείτε, μιας και θα τον έχει ξεχάσει ως κι η μαμά του- καθώς επίσης και η Ελληνική Αστυνομία. Τώρα, από πού κι ως πού, τους ταίριαξε ο Αγ. Αρτέμιος για προστάτης της Αστυνομίας δεν ξέρω...Ίσως είναι που κουβαλάει ασπίδες, σπαθιά, κοντάρια, με λίγα λόγια, σαν αστακός είναι ζωσμένος, μεγάλη η χάρη του.

Τέλος πάντων, γιορτάζω σήμερα, κι έτσι κουκουλωμένη στα ζεστά, ντυμένη σαν κρεμμυδούλα και έχοντας κάνει τη Softex κατά πολύ πλούσια, φυσάω και ξεφυσάω από το κακό μου, που εδώ και πόσες μέρες έχω κρεβατωθεί. Το ντεκόρ είναι ολίγον τι άθλιο, αλλά ένα γλυκάκι το φτιάξαμε...

Μία μπέμπα -το γλυκάκι- έτοιμη να βουτήξει σε υπέροχη γλυκιά κρέμα, καλή ώρα όπως τότε που αποφάσισαν να με βαφτίσουν Άρτεμη, μόνο που τότε βούτηξα σε νερό....Και ενα απολαυστικότατο σοκολατάκι στην άκρη για γαρνιτούρα και κυριώς, για να εξισορροπήσει την γεύση...


Κυρίες και κύριοι, σερβιριστείτε!



Υ.Γ.: Είπαμε, self sevice, εγώ δεν προλαβαίνω...Βρίσκομαι ανάμεσα σε ενα βουνό χαρτομάντηλα Softex, απανωτά φταρνίσματα και ανελέητο βήχα. Που μου θέλετε και πολυτέλειες, ε;
 
posted by mistounou at 3:17 AM | Permalink | 14 comments
Saturday, October 15, 2005
Δεκαπενταύγουστος

(Κι αφού έμαθα, σαν καλό παιδί, να κάνω το σταυρό μου...)

-Τελείωνε, λέμε!
-Δεν μ’ αρέσει αυτή η φούστα!…
-Μια χαρά είναι η φούστα.
-Και τι είναι αυτά τα γυαλιστερά που έχει επάνω;!
-Χα, χα! (ο αδερφός μου), τα λένε λαμέ! Απ’ αυτά φοράει κι ο Λεπά!

Τον κοίταξα με όσο μίσος μπορούσε να μαζέψει η δεκάχρονη πορεία μου στη γη…

-Είσαι έτοιμος εσύ; Άσε τ’ αστεία, γιατ’ έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω και τη Λειτουργία δεν θα την προλάβουμε, ε;
-Γυναίκα, (ο παππούς), πού είν’ το πουκάμισο;
-Πού θε ‘λα ‘ναι, χριστιανέ; Στην κρεμάστρα.
-Αφού δεν είναι.
-Δε μ’ αρέσει η φούστα –κλάμμα εγώ- δεν τη βάζω!

Η γιαγιά έχει μόλις ξετυλίξει τα «ρολά» από τα μαλλιά, αυτά που βάζει παραμονές των γιορτών για να πάρουν λίγο όγκο και παλεύει με την φωτιά στον ξυλόφουρνο. Πιο κει, χαμός. Η «γκιούρμπαστη» -αρνί παραγεμισμένο με σκόρδο και μπαχαρικά, τυλιγμένο στη λαδόκολλα- περιμένει έτοιμη να μπει στο φούρνο, οι πατάτες καθαρισμένες μέσα σε ένα κουβά με νερό, έτοιμες κι αυτές για να τηγανιστούν όταν γυρίσουμε. Σε λεκάνες όλα τα σαλατικά, το κρασί άφαντο.

-Κρασί «έπιασες», Νίκο;
-Μου είπες, ρε γυναίκα, ότι δεν έχει κρασί;
-Εγώ θα σου ειπώ να βάλεις κρασί; Έκει ντε…
-Πού να ξέρω εγώ άμα «έπιασες» εσύ κρασί;
-Βρε πήγαινε «πιάσε» κρασί και γέμισε κανα μπουκάλι λέω! Ρε τι λέτε ρε…

Ένα δωμάτιο όλο κι όλο το σπιτάκι στο χωριό. Και το χωριό, δέκα σπίτια το πολύ, απέναντι από το Αρτεμίσιο της Αργολίδας, άνθιζε τα παλιότερα χρόνια, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Έπαιρναν οι κτηνοτρόφοι τα ζωντανά τους από τα «χειμαδιά» και παραθέριζαν εκεί.

Πέτρινοι τοίχοι, σχεδόν μισό μέτρο πάχος, κάποτε σε ένα σημείο του που είχε ξεκολλήσει μια πέτρα, βρήκαμε μέσα στο βαθούλωμα μια φωλιά δεντρογαλιάς γεμάτη αυγά. Υπόστεγο στη βεράντα κι από κάτω όλο το χωριό με την εκκλησιά του και την υπαίθρια πλατεία του για τα πανηγύρια. Σφεντάμια παντού, αμπελάκια, νερά να τρέχουν, η κατσίκα μας δίπλα να μηρυκάζει, τα κρεβάτια ξέστρωτα κι απάνω τους απλωμένα τα ρούχα μας τα «καλά». Δεκαπενταύγουστος.

Ή αλλιώς το ετήσιο μαρτύριό μου για πολλά χρόνια. Ξεκινάγαμε, λοιπόν, από το ντύσιμο. Και «όχι αυτό το βρακί θα βάλεις, είναι άσπρο», «όχι το ροζ θα βάλω και για να μάθεις μου το πήρε η μάνα μου» και «όχι αυτό δεν είναι βρακί, αυτό είναι σορτσάκι» και «ε, τότε να το φορέσω να ‘ρθω έτσι» και να η μπούφλα και «βάλε κείντο άσπρο πουκάμισο που σου πήρα από τη λαϊκή μαζί με την κόκκινη φούστα» και «όχι είναι λαμέ, είμαι σαν το γυφτάκι» και «βάλε το πουκάμισο μέσα από τη φούστα» και «θέλω να φαίνεται η κοιλιά μου, είναι μοντέρνο» και «σκότω για κορίτσι που θα πας στην εκκλησία με τις κοιλιές έξω» και «γιατί όχι;» και «τι θα πει ο κόσμος» και «άσε με να σε χτενίσω, εγώ ξέρω» και «άου πονάω! Τηχωρίστραόχιστημέσητηθέλωαριστερά!». Και κλάμμα. Πολύυυ κλάμμα.

Στο μεταξύ η γιαγιά, Θανάσης Βέγγος Νο2, έχει ντυθεί κι η ίδια, έχει βρει το πουκάμισο του παππού, έχει βάλει τη «γκιούρμπαστη» στο φούρνο, έχει βολέψει τα «περιφερειακά» -ψωμιά, πατάτες, τζατζίκια, κρασιά, σαλάτες, πιάτα, πηρούνια, ποτήρια, τραπεζομάντηλα- κι ώσπου να πεις κίμινο είχε «δέσει» την κατσίκα να μη μας φύγει, είχε κλειδώσει την τουαλέτα που είναι δέκα μέτρα έξω από το σπίτι, είχε μαζέψει τα κρεβάτια, είχε φορέσει τα σκουλαρίκια της, λίγο κραγιονάκι διακριτικό, τσάντα και πρόσφορο παραμάσχαλα και δρόμο. Δεκαπενταύγουστος.

Ο προπάππος μου –πατέρας της γιαγιάς- κάθε χρόνο υπεύθυνος για δύο πράγματα: 1) Να κόβει τους άρτους και να τους μοιράζει στον κόσμο μετά τη Λειτουργία και 2) να βγάζει το δίσκο κάπου στα μισά της Λειτουργίας με το δίσκο στο ένα χέρι και στο άλλο μια κολώνια «Μυρτώ» (τη θυμάστε;).

-Και του χρόνου πουλάκ!

Με βούταγε ο προπάππος μου και με τη σουβλερή του τη μύτη, ζντουπ, ζντουπ, ζντουπ στο ένα μάγουλο, ζντουπ, ζντουπ, ζντουπ στο άλλο μάγουλο, μια διάσειση την είχα πάθει. Να μας φιλήσει πήγαινε ο άνθρωπος, αλλά τον προλάβαινε η μύτη…Καλός άνθρωπος, αλλά είχε ένα χούι: Είχε τρέλα με τα σόκιν…Δεν άφηνε άνθρωπο για άνθρωπο και περίσταση για περίσταση που να μην στιγμάτιζε με τις σόκιν πλην αληθινές ιστορίες του.

-Και που λες, ένας χωροφύλακας που ήταν από την Τρίπολη, μου είπε ότι την Τρίπολη τη λένε και Τρίψωλη (μπιπ!).
-Πατέρα…κάτσε φρόνιμα…(τον κεραυνοβολούσε η γιαγιά μου).

Αφήναμε, λοιπόν, τον προπάππο να αλωνίζει στην αυλή της εκκλησίας και τσουπ! μέσα εμείς. Να ‘ταν 40 τ.μ. όλα κι όλα η εκκλησία; Να μην ήταν 200 νοματαίοι μέσα; Κι άλλοι τόσοι απ’ έξω; Σόγια μεγάλα, βλέπεις, όλο το χωριό μια οικογένεια. Κάτι ο συνωστισμός, κάτι η αυγουστιάτικη ζέστη, κάτι οι κάπνες απ’ τα κεριά, κάτι τα λιβάνια, κάτι τα κουδουνάκια ντλίγκι ντλιν της αγιαστούρας, κάτι οι ψάλτες που πορωμένοι να επιδείξουν τις ωδικές τους ικανότητες γκάριζαν ολίγον, με έπιανε μία αφόρητη ζάλη.

Κι όχι τίποτ’ άλλο, βαρήκοο παιδάκι εγώ, όσο να’ ναι έχω και τα δικά μου πουλάκια να κελαηδάνε στ’ αυτιά μου. Κι όχι τίποτ’ άλλο, βαρήκοο παιδάκι εγώ, δεν έβγαζα γρι απ’ αυτά που λέγαν. Κι όχι τίποτ’ άλλο, η ζάλη είναι ένα από τα προσόντα μου. Δερβίσης ο εγκέφαλος, να πηγαίνει γύρω-γύρω μπας και βρει τη νιρβάνα…

Και να ‘χω και τη γιαγιά: Από πίσω μου ακριβώς, να με σκουντάει για να σταυροκοπηθώ, να μου πιάνει το κεφάλι με τα χέρια-μέγκενη μην τυχόν γυρίσω και κοιτάξω πουθενά αλλού εκτός από μπροστά («Στην εκκλησία κοιτάμε μόνο τον παπά και την Ωραία Πύλη», έλεγε το κήρυγμα μονίμως). Αλλά το χειρότερο ήταν οι μετάνοιες. Μόλις έβγαινε το Ευαγγέλιο –ίσως ήταν και κάτι άλλο, κάποια εικόνα, δεν ξέρω, με τα τυπικά αυτά ποτέ δεν βρήκα άκρη- να σου, λοιπόν, κάτι γιαγιούλες στη σειρά, πήγαιναν μπροστά μπροστά και δώστου να γονατίζουν, να κάνουν κάτι σταυρούς που μου φαίνονταν πιο μεγάλοι από τους άλλους που έκαναν οι υπόλοιποι. Ξεκίναγαν από ψηλά, κατέβαιναν ίσαμε το πάτωμα κι άντε πάλι.

-Πήγαινε κι εσύ!
-Δε θέλω.
-Βλέπεις αυτό το κοριτσάκι που πήγε, τι καλό που είναι;
-(Γκρρρρ…!)
-Πήγαινε!-
Όχι!

Στο μεταξύ έχει σκάσει μύτη ο προπάππος με το δίσκο και τη «Μυρτώ». Βάζανε τα λεφτά στο δίσκο κι ο παππούς τους ράντιζε λίγη «Μυρτώ» στην κεφαλή.

-Δώσε κάτι κι εσύ πουλάκ!

Έδινα δεν έδινα με ράντιζε, αλλά αυτή τη φορά με πέτυχε διάνα. Κάνει μια με την κολώνια και νταν! Κατευθείαν μέσα στο μάτι μου.

-Ααααα! Ρε παππού!
-Σσσσς!…(οι γιαγιές που για άλλη μια φορά είχαν παστώσει στην καμφορά τα ρούχα, μιας και τα φόραγαν μόνο μια φορά το χρόνο και κάπως έπρεπε να τα προφυλάξουν από τι δεν ξέρω).
-Το μάτι μου!
-Σώπα ντέι (η γιαγιά μου).
-Πονάω!

Ο παππούς το χαβά του, ούτε πήρε χαμπαρι, κουφός εντελώς εν τω μεταξύ, έχει πάρει σβάρνα το ποίμνιο με τη «Μυρτώ» παραμάσχαλα και μαζεύει τα όβολα.

«Καμμιά βολά», που λέει κι ο παππούς μου, τελείωνε η Λειτουργία. Εγώ, στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

-Γιαγιά, ζαλίζομαι, να πάω έξω;
-Κάτσε τελειώνει.
Κι άρχιζε το κήρυγμα…

Κι αντί να μας πει καμμιά ιστορία για την Παναγίτσα και το Χριστούλη, που πολύ μου άρεσαν, άρχιζε πάντα να λέει για την ηθική.«Κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια…». Ε, ναι, οι γυναίκες δεν πρέπει να βάζουν κολώνιες, (εκτός κι αν είναι «Μυρτώ» προφανώς…Ρε μπας κι είχαν κάνει καμμιά σύμβαση;), δεν πρέπει να βάφονται (εδώ, όλες οι γιαγιές με τα διακριτικά κραγιονάκια δαγκώνονταν μπας και φάνε το κραγιόν κι εξαφανιστεί από τα αμαρτωλά χείλη τους), δεν πρέπει να φοράνε παντελόνια (ευτυχώς, υπάρχουν ΑΝΤΡΕΣ να τα φορούν αυτά), δεν πρέπει να προκαλούν (εμένα, πάντως, εκείνο το αγοράκι με το τσουλούφι αλα Ντένις ο Τρομερός, πολύ μου άρεσε…

-Γιαγιά, ποιος είναι αυτός;
-Σσσς!…α, τον Κωστάκη λες. Ξάδερφός σου είναι. Της θείας σου της Κούλας.
-Ποιας θείας Κούλας;
-Της κόρης της αδερφής της ξαδέρφης του παππού σου, από το σόι της μάνας του.
-Σσσσσς!!!.. (οι γιαγιάδες με την καμφορά).
-Ξάδερφος, ε; (Κι ΑΥΤΟΣ ξάδερφος;… ).

Και δώστου για την ηθική ο παππάς και δώστου να συγκατανεύουν οι γιαγιάδες ομαδικώς και να κουνάνε τα κεφάλια, ως να ‘χαν τον Μωυσή με τις 10 εντολές αυτοπροσώπως μπροστά τους. Οι άντρες, δεν έβλεπα να πωρώνονται ιδιαίτερα με τα λεγόμενα, αλλά τέλος πάντων, είχα και μία ζάλη που κόντευε να γίνει εμετός…

-Άντε και του χρόνου!
-Χρόνια πολλά!
-Χρόνια καλά!

Η καλύτερή μου ήταν ο άρτος. Μου έφτιαχνε το στομαχάκι ο γλυκάνησος. Συχνά πυκνά είχαν και λουκούμια.

-Μην τρως πολύ, ντε!
-Μμμμ…ωραίο, γιαγιά!

Και μέχρι να χαιρετηθούν, να και το επόμενο μαρτύριο:

-Ποιανού σ’ εσύ πουλάκ;
-(Ανάσα) Του Νίκου και της Αρτεμισίας εγγόνα.
-Αααα! Η μάνα σου τι κάνει; Γιατί δεν ήρθε; Ο πατέρας σου καλά; Οι δουλειές του πώς πανε; Ψήλωσες! Πάχυνες…
-(Γκρρρ…)…Νννναι.

Άλλος:
-Ποιανού σ’ εσύ πουλάκ;
-(Οουφ!) Του Νίκου και της Αρτεμισίας εγγόνα.
-Ααααα! Πόσα χρόνια έχω να σε δω; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
-Ε, πού να σε ξέρει το παιδί, μωρό ήταν όταν σε είδε τελευταία φορά (η γιαγιά μου).

Ο μπάρμπας με τη μουστάκα τη θυσσανωτή, περιμένει το ανακοινωθέν της γιαγιάς και τις συστάσεις με τα χέρια χωμένα στο ζωνάρι που μετά βίας συγκρατούσε την κοιλιά του.

-Βρε, δε με θυμάσαι;
-Τσου…
-Ο μπάρμπα Κούνας είμαι βρε!
-Αα…
-Ο μπάρμπας –η γιαγιά τώρα παίρνει το λόγο- είναι πατέρας της Τούλας!
-…(Πρέπει να θυμηθώ κάτι τώρα;)
-Εγώ είμαι βρε!( ακάθεκτος ο μπάρμπας).
-Νναι…Χαίρω πολύ…
-Έλα εδώ βρε να σε φιλήσω, άκου «Χαίρω πολύ»!

Η νηστεία έχει ένα κακό….Το σκόρδο και δόξα τω Θεώ, απ’ αυτό έχουν και τρώνε και απολαμβάνουν μπόλικο κάτι μπάρμπηδες σαν κι ετούτον που ορθωνόταν μπροστά μου θεόρατος.

-(Θέλω να κάνω εμετό!!)…Εχμμ…
-Δε με θυμάται…(απελπισμένος φανερά ο μπάρμπας τώρα).
-Βρε, είμαι της Τούλας ο πατέρας!
-Της Τούλας (νταξ, γιαγιά, το μάθαμε!), που είναι τριτοξαδέρφη της μάνας σου κι ο μπάρμπα Κούνας είναι γιος του αδερφού του πατέρα του παππού σου!
-Κατάλαβες τώρα;(βέβαιος μπάρμπας για την επίλυση του θέματος…)
-Α, μάλιστα…(κούνια που σε κούναγε μπάρμπα Κούνα…).

Και δώστου συστάσεις, και δώστου ερωτήσεις. Και πού κουράγιο για απαντήσεις σε 400 νοματαίους.

Και το κλου:
-Πάμε στον παπά να σου διαβάσει ευχή. Ματιασμένη είσαι.
-Μα..
-Έλα!

Βούταγε και τον αδερφό μου μαζί και να ‘μαστε η τριάδα μπροστά στον παπά, που δεν έβλεπε την ώρα να φύγει για να κάνει βουρ στα ψητά.

-Σας παρακαλώ, διαβάστε μια ευχή στα παιδιά. Θέλουν και να εξομολογηθούνε. (Θέλουμε;)
-Φυσικά. Γονατίστε κι οι δυο εδώ. (Κι οι δυο;)

Η γιαγιά μπάστακας από πίσω μας. Οπότε ο παπάς ρώταγε -κλασικά και εις τον αιώνα των αιώνων- και τους δυο μας:

-Είστε καλά παιδιά; (Κοίταγε τον αδερφό μου).
-Ναι…(Κοίταγε εμένα).
-Ναι. (καλά τα πήγαμε εδώ, μια χαρά καλό παιδί είμαι, σούπερ η εξομολόγηση! Παρακάτω πάτερ…).
-Αγαπάτε τη μαμά και το μπαμπά;
-Ναι –και οι δύο μ’ ένα στόμα μια φωνή- (εύκολο κι αυτό…).
-Λέτε ψέμματα;
-(Μούγκα. Κοιτάζει εμένα. Μα γιατί κοιτάζει εμένα; Μοιάζω να λέω ψέμματα;)..Οοο…όχι!
-Εσύ; (στον αδερφό τώρα).
-Όχι! (μμμ…πολύ σίγουρος είσαι, τρομάρα σου).

Μπλα, μπλα, μπλα, το πετραχήλι στα κεφάλια μας, χειροφίλημα κι ελεύθεροι!
Γιούπιιιι Μας περιμένουν η γκιούρμπαστη, τα ζαχαράτα και τα κλαρίνα!


(Συνεχίζεται).
 
posted by mistounou at 4:54 AM | Permalink | 17 comments
Friday, October 14, 2005
Μάθημα πρώτον:


-Άγιος ο Θεός...

Καμμιά δεκαπενταριά πεντάχρονα στη σειρά παραταγμένα. Η δασκάλα, αδύνατη, ψηλή -υπερβολικά ψηλή στα μάτια τους- με φούστα μακριά εμπριμέ και μπλούζα μαύρη ζιβάγκο να στέκεται απέναντί τους. Δυο τρία πιτσιρίκια βαριούνται και γέρνουν τα κορμιά τους στον τοίχο, ένα ξανθό κοριτσάκι παίζει με τα κρόσια που κρέμονται από τα μποτάκια της, τα υπόλοιπα προσπαθούν να μιμηθούν την "Κυρία".

-Ελάτε παιδιά, πάμε όλοι μαζί! Ελενίτσα, άστα αυτά τώρα! Βάλε το χεράκι το "καλό" στο μετωπάκι. Έτσι, μπράβο. Και πάμε: Άγιος ο Θεός....Νικολάκη! Το "καλό" χέρι είπαμε...Βλέπεις; Αυτό που βάζω κι εγώ...(Αν το ντοκουμέντο ήταν αποκλειστικά ηχητικό, τα συμπεράσματα του αυτήκοου μάρτυρα θα παρέπεμπαν σε κάτι μάλλον "πικάντικο").

-Μα ποιο είναι το "καλό" χελάκι, κυλία;

-Το δεξί, Νικολάκη, το δεξί. Με ποιο χεράκι γράφουμε;

Ο πιτσιρίκος κοιτάζει με απορία τα χέρια του, λες και τα βλέπει πρώτη φορά. Μετά από πολλή σκέψη, ανασηκώνει διστακτικά το αριστερό και της το δείχνει.

-Αυτό, κυλία;

-Όχι, Νικολάκη μου! Πετράκηηηη! Ησυχία...Ναι...Νικολάκη, με το άλλο χέρι γράφουμε.

-Αυτό, κυλία;

Έχει σηκώσει και το άλλο χέρι τώρα, με αποτέλεσμα ο πιτσιρίκος να αναβιώνει την τρομερή σκηνή που είδε εχθές στο γουέστερν κρυφά. (Και τώρα, λέει, έρχεται ο πιστολέρο και φωνάζει: "Ψηλά τα χέρια!". Πολύ θα ήθελε να είναι ο πιστολέρο, αλλά η ζωή τα φέρνει αλλιώς...).

-Μπράβοοο...Κατέβασε το άλλο χεράκι τώρα...

-Γιατί, κυλία;

-Δεν μας χρειάζεται τώρα, Νικολάκη μου....Θα μάθουμε πώς να κάνουμε το σταυρό μας τώρα. Λοιπόν, ένωσε τα δακτυλάκια σου όπως εγώ και ακούμπησέ το στο μετωπάκι. Ελάτε όλοι μαζί παιδιά. Μα άσε τώρα Πετράκη τώρα την κουρτίνα!

-Κυία! Πενάει το σκουπιδιάϊκο! (Ο Πετράκης).

-Σκου-πι-διαρι-κο! Σκου-πι-διάρι-κο! (Όλοι μαζί).

Τα πιτσιρίκια σε έξαλλη κατάσταση, έχουν βγάλει τα κεφάλια τους έξω από το παράθυρο και θαυμάζουν το ίνδαλμά τους. Για την ακρίβεια, ένα φυσιολογικό παιδάκι γοητεύεται περισσότερο από τα "ίου ίου" της Πυροσβεστικής ή από τις σειρήνες της Αστυνομίας (άσχετα αν τα περισσότερα από αυτά θα αλλάξουν γνώμη στο μέλλον για τις τελευταίες), αλλά ο Πετράκης κατά έναν περίεργο τρόπο έχει συνδυάσει τους οδοκαθαριστές με τον Spiderman, οπότε και φρόντισε να εμφυσήσει αυτήν του την πεποίθηση σε όλη την υπόλοιπη τάξη. Πανζουρλισμός, τα κοριτσάκια να ουρλιάζουν εκστατικά (τύφλα να 'χουν οι Ρουβίτσες) και τ' αγοράκια να βαθαίνουν τη φωνή τους -όσο να πεις, κάτι μπάσα τα πιάνουν- και να λένε ρυθμικά "Σκου-πι-διαρι-κο!", συνεχώς.

Η δασκάλα κάνει τον σταυρό της να την βοηθήσει ο Πανάγαθος να τα βγάλει πέρα και σήμερα με τη "Σκουπιδομανία" που εξαπλώθηκε βροντερή.

-Ελάτε, παιδιά, ηρεμία!

-Κύιεε...είσαι σκουπιδιάης;

Ο Πετράκης έχει γουρλώσει τα μάτια και κοιτάει τον "σκουπιδιάη" που στέκεται ακριβώς έξω από το παράθυρο, ως να 'χε μπροστά του τον Spiderman, Superman, θρυλικούς δεινόσαυρους, τόνους παγωτού σοκολάτας και γρανίτες, ένα εκατομμύριο σακουλάκια δρακουλίνια και τον ίδιο τον Δράκουλα σε ένα πακέτο. Δέος! Δεν ξέρει ακόμη τι είναι το αυτόγραφο, του αρκεί μόνο μία απάντηση από τον ήρωά του. Φυσικά, ο άνθρωπος -ο "σκουπιδιάης"- συνηθισμένος να τον αντικρίζει με οίκτο η πλειοψηφία των συμπολιτών του, δεν μπορεί να φανταστεί ότι μέσα στο μυαλό του μπόμπιρα, είναι κάτι πολύ περισσότερο από σούπερ ήρωας. Κάνει έναν μορφασμό απογοητευμένος, σα να σκέφτεται: "Δεν έχουν πού να ξεσπάσουν τα κακομαθημένα..." κι απομακρύνεται συνεχίζοντας τη δουλειά του.

-Ιιιι...Πετράκη! Τί είναι αυτά που ρωτάς τον άνθρωπο;

-Μα γιατί κυία;! Θέλω να του μιλήσω. Κύιε σκουπιδιάηηη! Να σας πω...

Η δασκάλα κλείνει το παράθυρο βιαστικά, μπας και συμμαζέψει το χάος. Τα πιτσιρίκια σε πλήρη αποδιοργάνωση...

-Η-ΣΥ-ΧΙ-Α!!

Σα να ηρεμούν λίγο, τα βάζει πάλι στη σειρά.

-Λοιπόν...Πάμε, όπως είπαμε. Με το "καλό" το χεράκι και: Άγιος ο Θεός...Νικολάκη, τι είπαμε; Το "καλό" χεράκι...

-Τσέχασα ποιο είναι, κυλία...

-Είπαμε, Νικολάκη, το χεράκι που γράφουμε.

Σηκώνει το αριστερό και πάλι.

-Όχι αυτό, Νικολάκη μου, όχι αυτό!

Σηκώνει και το δεξί.

-Αυτό. Πάμε...

Ο μικρός, μένει και με τα δύο χέρια ψηλά και την κοιτάζει με το πιο αθώο βλέμμα του κόσμου.

-Άγιος ο Θεός...Νικολάκη, έλα κι εσύ. Ξεκίνα με το "καλό" το χεράκι όπως είπαμε.

-Αυτό, κυλία;

Της δείχνει το δεξί.

-Μπρρρρράβο, Νικολάκη!

Ο Νικολάκης εξακολουθεί να βρίσκεται μπροστά από τον πιστολέρο της χθεσινής ταινίας...

-Άσε το άλλο χέρι, Νικολάκη...

-Πού να το πάω, κυλία;

Με τα πολλά, έμαθε όλη η τάξη να κάνει το σταυρό της και μάλιστα με εξαιρετική επιτυχία. Κι αν δεν, θα συναντούσαν πολλούς πρόθυμους δασκάλους στην πορεία. Αλλά, σαν να μου φαίνεται πως σε αυτήν την ίδια πορεία, ο Spiderman και ο "Σκουπιδιάης" δεν ήταν πλέον ένα και το αυτό.

(Συνεχίζεται.)
 
posted by mistounou at 10:58 AM | Permalink | 3 comments
Tuesday, October 11, 2005
Κι αφού...


Κι αφού οι καλοκαιρινές αποδράσεις δεν έγιναν επαρκή αναγνώσματα, διψάω πολύ ακόμη.

Δεν πρόλαβε η αρμύρα να εξατμιστεί.

Δεν μπόρεσε το τζιτζίκι τελικά να παντρευτεί.

Ξεχάστηκε στη σαγηνευτική έλξη της ρετσίνας κι άφησε τη νύφη Ημέρα να νυχτωθεί απαλά.

Τόσο απαλά. Τόσο απαλά που.

Τόσο απαλά που λησμονήθηκε.

Λησμονήθηκε η νύφη Ημέρα μαζί με τους Ήρωες τους λουσμένους λιόγερμα.

Γιατί μου πήραν το κόκκινο;

Εγώ θέλω να χρωματίσω με αυτό την αναμονή.

Γιατί μου πήραν η Ημέρα και οι Ήρωες το κόκκινο;

Βιάζομαι να βάψω το περβάζι.

Αυτό που βγαίνω να δω αν θα με δεις.

Μια κλίση αναπάντεχη πήρε το ποτάμι.

Βλέπει φράγμα εμπρός του κι αλλαλάζουν οι λέξεις. Αυτές, που αφροδύονται από τις συγκρούσεις. Αυτές, που γίνονται σαν ορμή και θέληση αγκαλιαστούν.

Βράχος το δεύτερο.

Ύδωρ το πρώτο.


Απ' αυτό θέλω, γιατί διψάω πολύ ακόμη.
 
posted by mistounou at 8:48 AM | Permalink | 8 comments
Saturday, October 08, 2005
Για περίμενε..

......θέλεις να πεις ότι δεν σε ξέρω; Αποκλείεται...

Σε είδα μόλις τώρα.
 
posted by mistounou at 4:30 AM | Permalink | 0 comments
Thursday, October 06, 2005
Όταν κοιμάμαι...

...ξέρω ότι έρχεσαι και με κοιτάζεις.

Και μου λες, "σσσ...κοιμήσου, κοιμήσου κι άλλο".

Και μου λες, "μη φοβάσαι...".

Και μου λες, "εγώ είμαι εδώ".

Και ζηλεύεις που για ακόμη μια φορά "ταξιδεύω" μόνη μου.

Κι αναρωτιέσαι, τι άραγε να μου συμβαίνει "εκεί".

Κι όταν ξεστομίζεις το "εκεί", τρομάζεις λίγο.

Και μετά εύχεσαι να είναι "εκεί" όλα τα ξυπόλητα παιδιά της Σύμης, της Καναπίτσας* και του Αρτεμισίου** μαζί μου.

Και θαρρείς πως "εκεί" ο ήλιος δεν είναι τόσο επικίνδυνος, μπορώ να κάτσω όσο θέλω.

Κι αρχίζεις να πιστεύεις ότι κανένα καβούρι, κανένας αχινός και κανένα πετραδάκι δεν μπορεί "εκεί" να πληγώσει τα γυμνά μου πέλματα.

Και, ναι, το πιστεύεις πια, τώρα είναι κιόλας μια τελευταία ημέρα καλοκαιρινή.

Και, λαχταράς να προλάβω να δω τα δελφίνια στο ταξίδι της επιστροφής τους.

Και θέλεις πολύ να πλουτίσω με την εικόνα τους.

Και δεν ανησυχείς άμα πεινάω ή όχι. Ούτε αν θέλω νερό. Είμαι "εκεί".

Και δεν σε πειράζει που το φόρεμά μου είναι πιτσιλισμένο με αρμύρα. Και τι έγινε; Είμαι "εκεί".

"Εκεί", στα όνειρά μου.

Αφιερωμένο σε όλες τις μαμάδες. Σ' αυτές που ενώ φοβούνται πολύ, αφήνουν περήφανες τα παιδιά τους να διεκδικήσουν την δική τους θέση στο ταξίδι της ζωής. Και σ' εκείνες που δεν φοβήθηκαν ποτέ. Δεν είναι γιορτή της μητέρας, αλλά ποιος νοιάζεται τώρα...


*Καναπίτσα: Προσφυγική συνοικία της Χαλκίδας.
**Αρτεμίσιο: Βουνό της Αργολίδας.
 
posted by mistounou at 11:03 AM | Permalink | 6 comments
Tuesday, October 04, 2005
Είναι αργά...
Ακούω μια μουσική τώρα. Δεν ξέρω ποιος την έγραψε. Ούτε ποιος μουσικός την ερμηνεύει τώρα...Δεν ξέρω σε ποιον ανήκει αυτή η μεθυστική φωνή, ξέρω μόνο ότι διαρκεί 4:48 λεπτά.

4:48 λεπτά...Αρκετά για να νιώσω την καρδιά μου, κάπως έτσι. Τώρα...




 
posted by mistounou at 1:33 PM | Permalink | 8 comments
Φέρτε μου λίγο χαρτί
Να απλώσω πάνω του τα ιδρωμένα γράμματα,
με λίγο ήλιο και περισσή αναμονή
αυτά, τα ιδρωμένα γράμματα,
με περισσή αναμονή να ξαποστάσουν.

Δεν εξατμίζεται η ανάμνηση του αγώνα,
ό,τι και να κάνω.
Μα έστω, τα χρώματα των φθόγγων μου
να στεγνώσουν.

Στάξανε, λέει, σ’ εκείνο το χαρτί,
τα αιμοσταγή τα γράμματα,
με περισσή αυταρέσκεια,
λιγάκι περισσότερο να το ποτίσουν.

Φέρτε μου λίγο χαρτί.
Σα να σώθηκε το άλλο
και κοκκίνισε.
Σα να μαρτύρησε παραπάνω
απ’ όσο έπρεπε.

Φέρτε μου λίγο χαρτί.
Είναι που θέλω να καταγράψω τις κουβέντες των σοφών.
Στάχυα άυλα σε σφιχτό δεμάτι.

Λίγο χαρτί, να το κάνω σαϊτα εκσφενδονιζόμενη
στα μπλεγμένα μαλλιά της πλανόδιας αλήθειας.
Είναι που θέλω να την κάνω να γελάσει.
Είναι που δεν μπορώ να την κάνω να μιλήσει.
Λίγο χαρτί.

Να το δέσω στα κάγκελα
της πλαϊνής της πόρτας.
Με του βοριά τα μιλήματα, ανακωχή
να κάνω. Λίγο χαρτί.

Λίγο χαρτί.
Χωνάκι στα βουβά αυτιά μου, αυτό,
λίγο χαρτί,
ν’ ακούσω των μυρμηγκιών τα σκιρτήματα,
του Μόχθου τα βήματα,
των ρωγμών τα ανοίγματα
και τις φλογέρες.

Λίγο χαρτί για του παιδιού τα κλάμματα,
λίγο. Λίγο χαρτί.

Αχ, πώς να σας πω τι θέλω να κάνω τώρα;
Λίγο χαρτί ν’ αφήσω πάνω του Τελεία.
Λίγο, έστω λίγο, τα μνημεία των ερώτων μου
να στήσω μεθοδικά. Και τελικώς,
ακανόνιστα σχεδόν να τα ξεχάσω.

Πώς να σας πω τι γράφω τώρα;
Λίγο χαρτί σου λέω και κλαίω,
έστω λίγο, να συμπυκνώσω μέσα του το «α».

Το «α» του αναιρώ και του αρχίζω.
Το «α» του πονάς και του αγαπάς.
Όλα τα «α» από τα λεμονάνθια,
στο μέσα τους κρυμμένα τα λάμδα των λαθών,
τα μι των «μη» και το θήτα της κάθε μου θητείας.

Λίγο χαρτί για τους ερωτευμένους φθόγγους μου,
αυτούς που λησμόνησαν κιόλας πώς γράφονται
και θυμούνται αβάσταχτα πώς αντηχούν στις στοές των αιώνων.

Λίγο χαρτί σου λέω και κλαίω, λίγο.
Έστω λίγο;
Είναι που θέλω να ιστορήσω πώς έμαθα να δένω τους φιόγκους.
Αυτούς που ανάρτησα σε ξένες πλεξούδες,
στο μουσείο του Πόνου.

Λίγο χαρτί, πρέπει να φύγω.
Να σφουγγίσω τις άχνες της εξώπορτας,
μη γλιστρήσω πάλι σαν γυρίσω,
μην γλιστρήσω.

Είναι που σφάλισα τα παραθυρόφυλλα,
είναι που λάτρεψα τα ακροκέραμα
και τις δαντέλες της γιαγιάς μου. Ναι.
Είναι που έμεινε χειμαρρώδες το παράπονο του δρόμου.

Λίγο χαρτί και ποιος μ’ ακούει;
Φέρτε μου λίγο. Λίγο χαρτί.
Για να πλανέψω τα αλαφροπάτητα γατιά που θα περάσουν.
Και τα πουλιά να φιλέψω.
Με λίγο χαρτί μεταλλαγμένο σε ψίχουλα ζεστά.
Λίγο ψωμί, λίγο χαρτί, για τις φτερούγες
της ψυχής μου.

Ευχαριστώ.
 
posted by mistounou at 6:23 AM | Permalink | 2 comments
Sunday, October 02, 2005
Dancing Onwords
Τώρα, για άλλη μια φορά, ακούγονται οι ήχοι των καραβανιών έτσι όπως μου τα χάρισε μοναδικά ο Ηλίας Βενέζης. Μπροστά τα αργά βήματα του καμηλιέρη και ξωπίσω μία ολόκληρη οικογένεια ήχων να ενορχηστρώνεται από τον ρυθμό της ανάγκης. Σε ένα μόνο θα σταθώ. Σε κείνο το μικρούλι, παιχνιδιάρικο "Εβλεντιρελίμ, Εβλεντιρερούμ...",. Πιτσιρικάς ήχος, να παραπαίει πίσω από της μάνας τα βήματα. Αχ, πόσο θέλει, να κάνει δεξιά για να τρέξει ελεύθερο στης ερήμου την άπλα. Πόσο θέλει να κάνει αριστερά για διαπιστώσει από τι να είναι εκείνες οι μαύρες σκιές που διαγράφονται στο έδαφος...Και πόσο θέλει να μείνει κοντά στην μυρωδιά της μάνας του, να πάει ευθεία, μαζί με τη μάνα, όπου πάει κι εκείνη. Όπου πάει εκείνη, να πηγαίνει κι αυτό, μωρό ακόμη, που χρειάστηκε να βάλει από τώρα προτεραιότητες.

Ακούγονται και οι σβουριχτές πορείες του "Γλάρου Ιωνάθαν". Οι νότες που φανερώνουν την μετάλλαξη της ματαιοδοξίας, σε ευγενή φιλοδοξία. Κι έπειτα, σε κατόρθωμα, κι έπειτα, σε προσφορά. Κι έπειτα, σε ανύψωση του Υπάρχω, σε Είμαι. Ο ήχος της σπασμένης φτερούγας με τρομάζει πολύ περισσότερο από την απουσία των συχνοτήτων που μου γνώρισε το φράγμα του φωτός. Ένα πουλί ελεύθερο, βρέθηκε ξαφνικά στη Χώρα του Παντός και το μόνο που το νοιάζει είναι να μου πει την δική του ιστορία. Σβουριχτές πορείες των όντων, να γράφουν λέξη λέξη τα παραμύθια του κόσμου.

Ακούγονται και τα σκυλιά που αλυχτάνε. Σε κάθε ποίημα, σε κάθε παιδικό μυαλό όταν φοβαται το σκοτάδι, σε κάθε μεσημέρι που όλα τα ζωντανά βρίσκουν τον τρόπο τους να συνομιλήσουν, σε κάθε ζευγάρωμα των περιστεριών, σε κάθε βίαιο αποχωρισμό του Γκιώνη από το ισόβιο ταίρι του. Ναι, ακούγεται τώρα, το αδιάκοπο κλάμμα του Γκιώνη. Επάνω στο κλαδί της λεύκας μου, όσο πιο κοντά μπορεί στο παράθυρό μου, κραυγάζει την απώλεια της γυναίκας του. Αυτής, που μέρες τώρα, βρήκε φωλιά στη σοφίτα του σπιτιού μου, να διώξει για λίγο τα στοιχειά, να γεννήσει και δύο παιδιά. Και να κλαίω. Μαζί με εκείνον τον εγκαταλειμμένο Γκιώνη και να μην μπορώ να βρω τρόπο να του πω πως, σε λίγο, θα γίνει τόσο χαρούμενος που μόνο την σιωπή θα αντέξει. Δεν μπόρεσα ποτέ να του το πω, αλλά μπόρεσα να τον ακούσω.

Ακούγονται κι οι μακρινές σερνάμενες φωνές των γυνακών που αντιλαλούν στα υψίπεδα. Καλημέρες και Ονόματα και κάτι ερωτήσεις για Ψωμί και Γιορτές κι Εκκλησιές να ακολουθούν φθίνουσες σπειροειδείς ρότες ως να φτάσουν σε μένα. Και να βγαίνω στον εξώστη, για να δω την γιαγιούλα μου να εκτοξεύει από τα σπλάχνα τις απαντήσεις και να απορώ πόσο μακριά μπορούν να πάνε. Πιο πέρα απ' την ψυχή μου; Κι αμέσως μετά, ένας ψίθυρος. Μιλάει στον άντρα της. Τον σύντροφο. Πόσο πιο κοντά μπορούν να έρθουν, ήχος και καρδιά; Εκείνοι έμαθαν, κι εγώ που δεν έμαθα ακόμη, ξέρω πώς τουλάχιστον μοιάζει.

Ακούγεται, συχνά πυκνά, και το αιώνιο επαναλαμβανόμενο μοιρολόι των κυμάτων. Στη θάλασσα πηγαίνω όταν είμαι θλιμμένη. Μου θυμίζει ο ρυθμός των ήρεμων κυμάτων της, το λίκνισμα της μητρικής αγκαλιάς που μου έλεγε να σωπάσω, μου έσβηνε το κλάμμα με λίγο ύπνο, λίγο ροδόνερο στο κούτελο και τρία παραμύθια. Στη θάλασσα πάω και πλένομαι με την προσωρινή της ηρεμία, αυτή που φυλάει με νύχια και με δόντια τις τρικυμίες και τις αδικοχαμένες τρίαινες ξεχασμένων θεών. Αυτήν που μυστικά κρατάει για τον εαυτό της, τόσες και τόσες άγκυρες, ξεστρατισμένες ισόβια από το σωστό λιμάνι.

Ακούγεται κι ο ήχος της βροχής. Μαζί της όλα όσα δεν μπόρεσα να ακούσω. Είτε επειδή δεν το μπόρεσα, είτε επειδή δεν το θέλησα, είτε επειδή το αμέλησα, είτε επειδή έπρεπε. Σαν το νερό, ανακυκλώνεται και το ποτάμι των ήχων μου. Ποτίζεται από κάτι απροσδιόριστο, θεριεύει από την συσσώρευση των "θέλω" μου, φουσκώνει από όλα τα "μπορώ", ξεχυλίζει από όλα τα "δεν μπορώ" κι εξατμίζεται από όλα τα "αγαπώ". Για να γίνει σύννεφο, να σκεπάσει τα κουρασμένα μου καραβάνια. Για να γίνει βροχή, να εισχωρήσει ως εκεί που κανείς δεν θα μπορέσει, τις ξεχασμένες άγκυρες να φιλήσει. Για να γίνει λίμνη ειδυλλιακή, μπας και μοιάσει στην αγκαλιά της μάνας, με λίγα τριαντάφυλλα στην άκρη, μπας και μοιάσει στο ροδόνερο. Για να γίνει ρυάκι, μπας και μπορέσει να ταξιδέψει πιο γρήγορα από την αγναντεμένη "Καλημέρα" της γιαγιάς μου. Για να γίνει ποτάμι. Ποτάμι ξανά. Κι εγώ, εκεί στις όχθες του, να θεραπεύομαι από το πέρασμά του.
 
posted by mistounou at 4:06 AM | Permalink | 8 comments
eXTReMe Tracker