Sunday, April 30, 2006
Λοιπόν...
..τώρα που δεν είσαι εδώ, κάθομαι και κλαίω. Θυμάμαι τη μάνα μου, αυτή που μίσησα κι αγάπησα μαζί. Χωράει μίσος στην αγάπη; -μου λες- κι εκείνη την ώρα σου λέω μισόλογα. Ενώ από μέσα μου ουρλιάζω:

-Αν χωράει λέει; (και το βλέμμα της είναι έντονο, σκοτεινό κι αστραφτερό μαζί, μα πώς γίνεται να 'ναι σαν ουρανός, μια Κασσιόπεια στ' αριστερά, κι ένας σκύλος να κοιμάτα δίπλα στον αστροναύτη, μια Κασσιόπεια απο πάνω της, να της χαράζει μιαν άυλη γοητεία, να της χαράζει ένα βλέμμα σκοτεινό κι αστραφτερό, σαν ουρανό της νύχτας, κάθε που ένας αναστεναγμός ξεφούσκωνε σα λάβα μέσα στα σπλάχνα της), αν χωράει! (Σηκώνεται ο κορμός της, έτσι όπως είναι καθιστή, μια νοερή κορδέλα να την τραβά απαλά μα και βίαια μαζί, βάζει τα χέρια στα γόνατα, με τα πόδια ανοιχτά, γέρνει λίγο μπρός το κορμί, δυναμική στάση, δυναμική ματιά, λίγο επιθετική μαζί, λίγο γελαστή, μια στιγμή είναι, τίποτα άλλο δεν είναι, μια στιγμή που είναι έτοιμη να δώσει επιχειρήματα). Άκου να σου πω, όταν τόσο πολύ μοιάζεις με τη μάνα σου και, συνάμα, ο μεγαλύτερος φόβος σου είναι μήπως της μοιάσεις, τότε, ναι, χωράει το μίσος στην αγάπη. Πώς γίνεται, βρε παιδί μου κι αγκαλιάζονται τόσο πολύ αυτά τα δύο, τόσο μακριά και τόσο κοντά, αυτά τα δύο, δεν ξέρεις ποιο είναι το αγόρι, δεν ξέρεις ποιο είναι το κορίτσι, τρελαίνονται από την αγάπη, κολλάνε με κάτι που ποτέ δεν θα εφευρεθεί, μια κόλλα που ό,τι κι αν ενώσει, δημιουργεί ένα βύθισμα, κολλάς και βυθίζεσαι μαζί, είναι απίστευτο, σου λέω, ακουσέ με, εμένα που κάτι ξέρω κι εγώ. Τέλος πάντων, είναι και φορές, που θες να φύγεις. Είναι εκείνες οι φορές, που η πολυποίκιλη και πρισματική τρέλα της μάνας σου, σου δείχνει κάτι γωνίες αβυσσαλέες. Ρε, παιδί μου, πώς να σου το πω, είναι τόσο αιχμηρές αυτές οι γωνίες που καρφώνεσαι πάνω τους, όμορφες γωνίες, υπάρχουν εκεί, δεν κινούνται, γιατί, ας το παραδεχτούμε επιτέλους, δεν πάει ποτέ το βουνό στο Μωάμεθ, δεν πάει ποτέ. Όχι. Είναι εκεί, κολλημένες στο βράχο τους, τον καραγουστάρουν το βράχο τους, δεν θέλουν να φύγουν από κοντά του, είναι ο πυρήνας τους, κολλάνε νωχελικά και στιβαρά μαζί με ‘κείνον, και, έπειτα, να ‘σου εκείνο το υψωμένο τους κορμί, να πετάγεται, να ορθώνεται, να ανεβαίνει μέχρι τα βάθη τ’ ουρανού, να πετάει κανονικότατα, να βολτάρει, μα ο πυρήνας, αδιάβλητος σκοτώνει το παράπονό του για ‘κείνο το τρελό φευγιό τους, τις αγαπάει ακόμα, μα εκείνο το φευγιό τους, όσο και να τον μαχαιρώνει τον προικίζει με την ομορφιά της τρέλας τους, όχι γι’ αυτά που βλέπουν ή ακούν, μα για κείνη την ηδονή που δοκιμάζουν όταν εκτοξεύονται, όταν ορμούν να κάνουν το βήμα, ακόμη κι αν η ακροφοβία τους χτυπάει σαν ταμπούρλο. Έτσι είναι. Δεν μπορεί να μην τις αγαπά. Διότι βλέπει, πως εκείνες οι γωνίες, οι κορφές, οι κορυφογραμμές, μ’ εκείνη την ελευθερία που έχουν, μπορούν και συνομιλούν με το αλλού, το είτε όμορφο, είτε άσχημο, είναι μακριά σου βρε αδερφέ, το αγαπάς μόνο και μόνο που είναι μακριά σου, πρέπει πάντα να κάνεις ένα ταξίδι για να πας εκεί. Αυτή είναι, λοιπόν, η ομορφιά, μα έλα που όποτε τη φωτίζεις με το βλέμμα σου, πέφτει σκιά τρομακτική λίγο παραδίπλα; (Ανάβει τσιγάρο, βολεύται στη θέση της, ξαφνικά αποφασίζει να σηκωθεί και να περπατήσει δυο βήματα, στέκεται πλάτη στον ακροατή της). Πάρ’ το χαμπάρι: όταν έχεις να κάνεις με επιφάνεια, η σκιά πάντα δημιουργείται από σένα, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, είσαι εσύ κι ο κόσμος, κι αν κάτι κινείται μαζί σου, δεν είναι άλλος από την ίδια τη σκιά σου. Όταν όμως, έχεις να κάνεις με κάτι ανάγλυφο, υπάρχουν μυριάδες ξένες σκιές γύρω σου, περπατάς ανάμεσα στις γωνίες, λοιπόν, κι είσαι εκεί με άπειρες πτυχές και φωτοσκιάσεις, ω...(χαμογελάει). Πόσο φοβάσαι που δεν ξέρεις τι κρύβεται πίσω απ’ τη γωνία, μα πιο πολύ, τρέμεις για ό,τι ίσως θα υπάρχει μέσα της. Να ‘σου, λοιπόν, με ένα δίλημμα, ‘κείνη την ώρα που νιώθεις την ανάγκη να μαντέψεις τι σε περιμένει –γιατί, ναι, αν δεν προετοιμάσεις τον εαυτό σου και για τις δυο εκδοχές, νιώθεις κάτι σαν θάνατο- οπότε λες: να πιστέψω σε κάτι όμορφο ή σε κάτι άσχημο; Κι όταν δεις το όμορφο, ανακουφίζεσαι σχεδόν, μα το άσχημο, αχ αυτό το άσχημο.. σε κόβει στη μέση. Έτσι κι η πολυποίκιλη και πρισματική τρέλα της μάνας σου, σου μοιάζει αλλά και τη φοβάσαι, την αγαπάς και τη μισείς, μα το μόνο πράγμα που σε κρατάει με αυτό το αντιφατικό αγκάλιασμα, πως, ναι! υφίσταται, υπάρχει, κάπως είναι λογικό που υπάρχει, δεν μπορεί να είμαι τρελλή, είναι το γεγονός ότι ζεις ακόμα. Γιατί είναι πολύ γενναίο να ανασαίνεις έπειτα από τέτοια σύγκρουση, λες «αφού μπόρεσα και είμαι ακόμη εδώ, ό,τι κι αν συμβαίνει ζωή είναι, πάμε παρακάτω». Με τούτα και με κείνα, το παίρνεις απόφαση, μπορεί να σου γίνει και συνήθεια κάποια στιγμή, προχωράς μα βλέπεις κι ότι άλλαξες, μαζί με όλα σου τα βλέμματα, να ‘σου και κείνο το σκοτεινό κι αστραφτερό μαζί, σαν έναστρος ουρανός της νύχτας, με τον αστροναύτη να ερωτεύεται τις εκλάμψεις του. Κάπως έτσι σε αγαπώ κι εγώ.

Αυτά με ρωτάς και μου λες ολοένα πως αντέχεις όλες τις απαντήσεις, ας μου λες εσύ, εγώ θυμάμαι τη μάνα μου. Θα ‘θελα να ταν εδώ τώρα, το ξέρω πως θα σ’ αγαπούσε, θα κουβεντιάζαμε, θα με μάλωνε τρυφερά για κείνη την τεμπελιά που με δέρνει, θα με αγγάρευε να της φτιάξω καφέ, θα μου τον είχε έτοιμο, όμως, πάντα το πρωί, θα μου ‘λεγε για σταυροβελονιές και συμβιβασμούς, θα με κοίταζε φορές φορές, ίσως να σκεφτόταν πως πρέπει να αδυνατίσω λίγο, μα την ίδια στιγμή τα μάτια της θα φανέρωναν καμάρι για μένα, πώς θα γινόταν αλλιώς, θα την μύριζε την αγάπη μας, θα της θύμιζε τα λεμονάνθια, θα τη γευόταν την αγάπη μας, θα χόρευαν κάτι χαριτωμένα και παιχνιδιάρικα όνειρα, θα ‘βλεπε ξανά τα πρώτα της πεφταστέρια, θα κοιμόταν γλυκά, παρέα με τις παρθενικές της ευχές, τα βράδια, θα μας έπαιρνε αμέσως χαμπάρι, σου λέω, θα ήταν σύμμαχος σε τούτη την αγάπη, όχι τίποτ’ άλλο, μα τελικά, εκείνο το «όλα θα πάνε καλά» της μάνας, είναι το μόνο που μοιάζει αληθινό.

 
posted by mistounou at 1:48 AM | Permalink | 12 comments
Thursday, April 20, 2006
Ακροδύτης
Ώστε, μάλλον δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Πρέπει να γράψω ό,τι μου κατεβαίνει. Κοίτα, η αλήθεια είναι, ότι από εδώ πάνω που είμαι, κατεβαίνουν πολλά. Το σφυρί ακόμη το κρατώ, δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω κι αλλιώς, είναι το σκήπτρο της ανάγκης μου, μα πριν λίγο έπεσε απ' την τσέπη μου μία φωτογραφία από εκείνες που έβγαζα κάθε τρεις και λίγο στις επετείους, χριστούγεννα, απόκριες, πάσχα, παρελάσεις. Με τα δόντια να βγαίνουν ακατάστατα, να μοιάζω πάντοτε φαφούτα και μ' ένα χαμόγελο που τρυπούσε κυριολεκτικά ό,τι μου έμαθε η γιαγιά μου.

"Όταν βγάζεις φωτογραφίες, μη χαμογελάς τόσο πολύ κοριτσάκι μου, δεν είναι τοσο ωραίο να φαίνονται όλα τα δόντια. Νομίζεις ότι δε μου αρέσει κι εμένα να χαμογελάω έτσι; Δε χαμογελάω, όμως, κρατώ το στόμα κλειστό και χαμογελάω ελαφρά, στέκομαι σοβαρή, να έτσι".

Και πόσο έμοιαζε αμήχανο το χαμόγελό της. Και πόσο καταλάβαινα από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, πότε η γιαγιά χαμογελούσε πραγματικά και πότε στα ψεύτικα. Όποτε έβλεπα άνθρωπο να του χαμογελά ψεύτικα, έλεγα μέσα μου "τούτον εδώ, πρέπει να τον προσέχεις".

Ποτέ δεν την άκουσα, ήθελα δεν ήθελα, γινόμουν ένας φαφούτης κλόουν και τούτες τις απόκριες.

Νομίζω ότι πλάι στη φωτογραφία είχε κι ένα μολύβι. Έπεσε κι αυτό, πού να προσγειώθηκε άραγε, δεν ξέρω. Πρέπει να είναι ο Mr Pen, ναι, αυτός πρέπει να είναι. Ένα μολύβι που έτυχε να βαφτιστεί από μένα, αφού πρώτα το είχα αγοράσει με διεξοδική παρατήρηση, το περιεργαζόμουν στο βιβλιοπωλείο, το δοκίμαζα, γράφει καλά, μην είναι πολύ αργό γιατί θα με κουράζει, μην είναι πολύ ελαφρύ γιατί θα κάνω άτσαλα γράμματα. Και νατο τώρα που μιλά αυτοπροσώπως, ξεκινάει με το όνομά του, "είμαι ο Μr Pen, έχω να πω αυτά σήμερα", πώς με παραμέριζε έτσι ένα μολύβι, πώς μου έπαιρνε τη μιλιά, δεν ξέρω, μα κι εκείνο, όπως μερικά άλλα έτυχαν μιας βάφτισης, έτυχαν μιας δικής τους ιστορίας, μιας περίεργης προσωπικότητας. Έπεσε κι αυτό, παρέσυρε απ' την τσέπη μου και μία μνήμη.

Εκείνη που με θέλει να περπατώ ολομόναχη στα σκονισμένα μου δωμάτια. Ήταν μια φορά που κλεισμένη σε ένα υπόγειο δωμάτιο, χειμώνας ήταν, ένα φωτάκι μικρό εκεί, στοίβες βιβλία ολόγυρα κι εγώ, με ρούχα πολλά, με δυο, ίσως τρία παλτά, ένα σκουφί στο κεφάλι, να ψάχνω με αγωνία τα κιτάπια της ψυχής μου. Τίποτα άλλο, τα βιβλία της ψυχής μου κι εγώ κι ένα δωμάτιο που από τότε δεν το ξανάδα.

Ας είμαι ψηλά, ας χαιρετώ τους μπόμπιρες που με κοιτούν απ' τα αεροπλάνα, ας ξεδιακρίνω τα πορτοκαλί μπουφάν που φοράνε, τούτα τα εκπεσμένα πράγματα, σα να τα βλέπω να προσγειώνονται στα χέρια του εργολάβου. "Μην τα πετάξεις", φωνάζω, "φύλαξέ τα μέχρι να κατέβω, κοντεύει η ώρα που θα χτυπήσω κάρτα, φύλαξέ τα και σου υπόσχομαι, ποτέ δε θα αφήσω να πέσει το σφυρί μου, θα κάνω πάντα τη δουλειά μου. Ασπροπρόσωπος θα βγείς και σήμερα".

Σα να 'μεινε κάτι στην τσέπη, φοβάμαι, όμως, να το βγάλω, φοβάμαι. Αν πέσει κι αυτό; Δε χρειάζεται να το δω, η αφή μου λέει για την τραχύτητα του σχοινιού, είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με αυτό που δένει ο παππούς μου τις πραμάτειες, μην του φύγουν στο δρόμο. Ολόιδιο είναι με τις τριχιές της κούνιας, που με έδενε με το δέντρο, μην τυχόν και φύγω στην εκτόξευση. Μα, κοίτα, είναι ολόιδιο με το λάστιχο που παίζαμε στη γειτονιά, να δένονται τα παιδιά με το παιχνίδι, μην τυχόν και ξεφύγουν απ' τη γειτονιά της ηλικίας. Πόσο μοιάζει με τις κλωστές τις μεταξωτές που αφήνουν στο διάβα τους τα σαλιγκάρια, να δεθούν με την πορεία, μην τυχόν και τους χάσει το ταίρι που ακολουθεί, να πάνε μαζί. Πόσο μοιάζει μ' εκείνο το σκοινί που με δένει με το ύψος της ανάγκης, μην τυχόν και ξεχαστώ, μην πέσω σε ότιδήποτε που δεν είναι τώρα. Πόσο μοιάζει με το σκοινί που τώρα περπατάω, αυτό που δεν με δένει με τίποτα, παρά μονάχα με τον εαυτό μου. Αυτό που μου λέει "ό,τι κι αν ξεπέσει απ΄την τσέπη σου, το περιμένει μια τρυφερή χούφτα".
 
posted by mistounou at 6:17 AM | Permalink | 9 comments
eXTReMe Tracker