Ώστε, μάλλον δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Πρέπει να γράψω ό,τι μου κατεβαίνει. Κοίτα, η αλήθεια είναι, ότι από εδώ πάνω που είμαι, κατεβαίνουν πολλά. Το σφυρί ακόμη το κρατώ, δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω κι αλλιώς, είναι το σκήπτρο της ανάγκης μου, μα πριν λίγο έπεσε απ' την τσέπη μου μία φωτογραφία από εκείνες που έβγαζα κάθε τρεις και λίγο στις επετείους, χριστούγεννα, απόκριες, πάσχα, παρελάσεις. Με τα δόντια να βγαίνουν ακατάστατα, να μοιάζω πάντοτε φαφούτα και μ' ένα χαμόγελο που τρυπούσε κυριολεκτικά ό,τι μου έμαθε η γιαγιά μου.
"Όταν βγάζεις φωτογραφίες, μη χαμογελάς τόσο πολύ κοριτσάκι μου, δεν είναι τοσο ωραίο να φαίνονται όλα τα δόντια. Νομίζεις ότι δε μου αρέσει κι εμένα να χαμογελάω έτσι; Δε χαμογελάω, όμως, κρατώ το στόμα κλειστό και χαμογελάω ελαφρά, στέκομαι σοβαρή, να έτσι".
Και πόσο έμοιαζε αμήχανο το χαμόγελό της. Και πόσο καταλάβαινα από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, πότε η γιαγιά χαμογελούσε πραγματικά και πότε στα ψεύτικα. Όποτε έβλεπα άνθρωπο να του χαμογελά ψεύτικα, έλεγα μέσα μου "τούτον εδώ, πρέπει να τον προσέχεις".
Ποτέ δεν την άκουσα, ήθελα δεν ήθελα, γινόμουν ένας φαφούτης κλόουν και τούτες τις απόκριες.
Νομίζω ότι πλάι στη φωτογραφία είχε κι ένα μολύβι. Έπεσε κι αυτό, πού να προσγειώθηκε άραγε, δεν ξέρω. Πρέπει να είναι ο Mr Pen, ναι, αυτός πρέπει να είναι. Ένα μολύβι που έτυχε να βαφτιστεί από μένα, αφού πρώτα το είχα αγοράσει με διεξοδική παρατήρηση, το περιεργαζόμουν στο βιβλιοπωλείο, το δοκίμαζα, γράφει καλά, μην είναι πολύ αργό γιατί θα με κουράζει, μην είναι πολύ ελαφρύ γιατί θα κάνω άτσαλα γράμματα. Και νατο τώρα που μιλά αυτοπροσώπως, ξεκινάει με το όνομά του, "είμαι ο Μr Pen, έχω να πω αυτά σήμερα", πώς με παραμέριζε έτσι ένα μολύβι, πώς μου έπαιρνε τη μιλιά, δεν ξέρω, μα κι εκείνο, όπως μερικά άλλα έτυχαν μιας βάφτισης, έτυχαν μιας δικής τους ιστορίας, μιας περίεργης προσωπικότητας. Έπεσε κι αυτό, παρέσυρε απ' την τσέπη μου και μία μνήμη.
Εκείνη που με θέλει να περπατώ ολομόναχη στα σκονισμένα μου δωμάτια. Ήταν μια φορά που κλεισμένη σε ένα υπόγειο δωμάτιο, χειμώνας ήταν, ένα φωτάκι μικρό εκεί, στοίβες βιβλία ολόγυρα κι εγώ, με ρούχα πολλά, με δυο, ίσως τρία παλτά, ένα σκουφί στο κεφάλι, να ψάχνω με αγωνία τα κιτάπια της ψυχής μου. Τίποτα άλλο, τα βιβλία της ψυχής μου κι εγώ κι ένα δωμάτιο που από τότε δεν το ξανάδα.
Ας είμαι ψηλά, ας χαιρετώ τους μπόμπιρες που με κοιτούν απ' τα αεροπλάνα, ας ξεδιακρίνω τα πορτοκαλί μπουφάν που φοράνε, τούτα τα εκπεσμένα πράγματα, σα να τα βλέπω να προσγειώνονται στα χέρια του εργολάβου. "Μην τα πετάξεις", φωνάζω, "φύλαξέ τα μέχρι να κατέβω, κοντεύει η ώρα που θα χτυπήσω κάρτα, φύλαξέ τα και σου υπόσχομαι, ποτέ δε θα αφήσω να πέσει το σφυρί μου, θα κάνω πάντα τη δουλειά μου. Ασπροπρόσωπος θα βγείς και σήμερα".
Σα να 'μεινε κάτι στην τσέπη, φοβάμαι, όμως, να το βγάλω, φοβάμαι. Αν πέσει κι αυτό; Δε χρειάζεται να το δω, η αφή μου λέει για την τραχύτητα του σχοινιού, είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με αυτό που δένει ο παππούς μου τις πραμάτειες, μην του φύγουν στο δρόμο. Ολόιδιο είναι με τις τριχιές της κούνιας, που με έδενε με το δέντρο, μην τυχόν και φύγω στην εκτόξευση. Μα, κοίτα, είναι ολόιδιο με το λάστιχο που παίζαμε στη γειτονιά, να δένονται τα παιδιά με το παιχνίδι, μην τυχόν και ξεφύγουν απ' τη γειτονιά της ηλικίας. Πόσο μοιάζει με τις κλωστές τις μεταξωτές που αφήνουν στο διάβα τους τα σαλιγκάρια, να δεθούν με την πορεία, μην τυχόν και τους χάσει το ταίρι που ακολουθεί, να πάνε μαζί. Πόσο μοιάζει μ' εκείνο το σκοινί που με δένει με το ύψος της ανάγκης, μην τυχόν και ξεχαστώ, μην πέσω σε ότιδήποτε που δεν είναι τώρα. Πόσο μοιάζει με το σκοινί που τώρα περπατάω, αυτό που δεν με δένει με τίποτα, παρά μονάχα με τον εαυτό μου. Αυτό που μου λέει "ό,τι κι αν ξεπέσει απ΄την τσέπη σου, το περιμένει μια τρυφερή χούφτα".
Στο μεθύσι της γραφής σου, έχασα ότι είχα αρχικά σκεφτεί να πω.
Δεν έχει νόημα.
Απλώς θα σε διαβάζω!
;ο)
Φιλιά!