Wednesday, September 20, 2006
Θεσσαλονίκη με σουσάμι και μέλι

Sesame fingersφωτογραφία :gregoryperez

Κι έτσι, τελείως ξαφνικά, είδα μια πόρτα κόκκινη σ' εκείνο το παλιό σαλονικιότικο μπαρ. Μια πόρτα κόκκινη, χτυπημένη δω κι εκεί, να φαίνεται το μαύρο της αλλοτινό της χρώμα, να είναι κόκκινη και μαύρη μαζί και ξύλινη και ποτισμένη μουσικές και χαϊδεμένη απ' τα ερωτευμένα παραπατήματα των ζευγαριών και φθαρμένη και καινούργια, όλα μαζί σε μια πόρτα, έτσι όπως μονάχα η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να την προικίσει.

Είδα κι έναν μικρόκοσμο ακόμη. Εγώ εδώ, μεθυσμένη, εκεί ο άλλος που δεν ξέρει πως υπάρχω και πώς υπάρχω, να 'ναι εκεί ένας οποιοσδήποτε άλλος, λίγο δίπλα μου, μα στο εκεί του, με τη δική του μουσική εκεί, τις δικές του φωνές εκεί, τα δικά του φώτα, τη δική του μάνα. Εν' άρωμα της ζωής του ολόγυρα στον άλλον κι εγώ, ακριβώς δίπλα μεθυσμένη, να βλέπω τι σημαίνει να λες "μικρός ο κόσμος", "μεγάλος ο κόσμος" ένα βράδυ που το καλοκαίρι τέλειωνε στα χείλια ενός ιταλιάνου τραγουδιστή.

Ήταν φορές που κλαίγαν όλα. Άντε, πήγαινε και χώσου στις στοές, στις αγορές και δες κάτω από τα δέντρα, άντε και κοίτα καλά-καλά τα πεζούλια, δες και τα απλωμένα τραπέζια στην Αγορά του Μοδιάνο και πες μου, δεν κλαίνε όλα; Δεν κλαίει κι εκείνο το βιολί στο πλάι σου; Περαστικός μουζικάντης της ζωής σου θέλει να είναι εκείνος, μα τον θυμάσαι εσύ για το κλάμμα στα μάτια του, "ένα βιολί κλαίει" να λες και να γυρνάς αυτομάτως σε θερμοκρασίες αλλότριες, λυτρωτικές. Να μην ξεχωρίζεις ποιος κλαίει πιο πολύ, εκείνος ή το βιολί στα χέρια του, ο πόνος εκείνου, είναι που κλαίει ή το παράπονο του βιολιού για την απόλυτη υποταγή του; Σα να μην ξέρω..Ναι, δεν ξέρω, γιατί εκείνος ο μουζικάντης ήταν λουσμένος σε μια ταπεινότητα, μοσχοβολούσε χρόνια αμέτρητα και φτώχεια περήφανη, χόρευε τη ζητιανιά του στα δάχτυλα, τέντωνε την πείνα του στις χορδές, τον τραγουδούσε τον εαυτό του, ήταν ο εαυτός του, η μουσική του να εκπνέει από τις ρυτίδες, τόσο ένα όλα, τόσο πλήρη, τόσο συμπαγή, ευτυχισμένο, λοιπόν, όποιο βιολί στα χέρια του. Έτσι, κάπως έτσι ξαφνικά, μπερδεύτηκα γιατί το κλάμμα είχε μέσα του κάτι μεγάλες παύσεις ευτυχίας, κάτι εκρήξεις ηδονικές.

Και μετά, είδα μια κουζίνα. Με τα λεμόνια να κρέμονται σ' ένα κοφίνι συρμάτινο, να παίρνουν τον αέρα τους, ν' απλώνουν το κίτρινο επάνω από τον πάγκο του Αχινού, να σηματοδοτούν την οξύτητα της φαντασίας των μαγείρων του τόπου. Τώρα περνάει ένα ξέφρενο ακορντεόν και το σουσάμι να κριτσανίζει στα δόντια, έτσι όπως αγκαλιάζει την τρυφερή ξεκοκκαλισμένη σαρδελίτσα. Τώρα περνάει ένας μπόμπιρας με λιλιπούτειο ποδήλατο, με λύσσα γυρνάει τα πετάλια -σκέφτεται πως είναι καμικάζι, ίσως και κλέφτης που ξέφυγε από το δίκιο- και τα παντζάρια πώς έγινε και έμπλεξαν με μήλα και πατάτες;
Πες μου, πώς μπλέκουν όλα εδώ, εκείνος που πειράζει την εξάτμιση και γδέρνει θορυβωδώς τον αέρα, εκείνες οι κυρίες με τα σκυλάκια που τα πάνε βόλτα βραδινή, εκείνες οι απλόχωρες πλατείες για να παίρνουν ανάσα τα μάτια στον ουρανό, εκείνες οι πολυκατοικίες τόσο παλιές, μα τόσο παράξενα κολλημένες η μια με την άλλη, σα μωσαϊκό τοποθετημένο καθέτως, εκείνες οι κοπέλες με τα πληθωρικά βλέμματα, πώς μπλέκουν αυτά όλα, πώς γίνεται να περιμένει ένας κύριος με καπέλο να περάσει απέναντι όταν η φοιτήτρια παραδίπλα μόλις ανέβηκε στο τραπέζι να χορέψει και σήμερα; Δεν ξέρω. Τα καταφέρνουν, πάντως, και το μεράκι κάνει σταυροβελονιές στη γεύση, βάζει πινελιές στις βιτρίνες, τραγουδάει στους τρούλους και γυροφέρνει τις πωλήτριες των ζαχαροπλαστείων ντε και καλά να σε κεράσουν, ντε και καλά να σου ρίξουν στα πεταχτά λίγη ζάχαρη άχνη στο γλύκισμα, κρίμα είναι να φύγεις έτσι, μη φύγεις έτσι.

Ξαναπερνάει ο μπόμπιρας, τώρα απλώς κάνει ποδήλατο, βαρέθηκε να είναι κλέφτης. Μονάχα εγώ κλέβω τώρα περπατώντας στα κλεφτά την πόλη του, τον κλέβω κι εκείνον έτσι όπως την πήρα τη στιγμή του και την έκανα δική μου. Κι εκείνον τον άλλον, τον απέναντι, αυτόν με τη δική του μάνα που λέγαμε, κι αυτόν τον έκλεψα αισχρά, τον θυμάμαι. Όλα τα κλεψα, δίχως ενοχές μπήκα με το πρώτο σύνθημα που μου 'ρθε στο μυαλό, Αλή Μπαμπάς χωρίς σαράντα κλέφτες, Αλή Μπαμπάς ξετσίπωτος, με λίγο σουσάμι και πολλή απληστία, βούτηξα σ' ένα σαλονικιότικο βράδυ αυθαίρετα και αναδύθηκα πολύ πιο αχόρταγη, πολύ πιο πεινασμένη. Είναι που αρνούμαι να χαρίσω έστω ένα δευτερόλεπτο στη λήθη.

 
posted by mistounou at 3:41 PM | Permalink | 20 comments
eXTReMe Tracker