Ερχόταν, συχνά πυκνά, κάτω από τα κλαδιά μου. Έπιανε με τα ροζιασμένα χέρια του τις τριχιές, έβαζε ένα τελάρο ανάποδα, ανέβαινε πάνω για να φτάσει καλύτερα το καλό μου κλαδί. "Άντρα μου, δεν θα κρατάει καλά τα παιδιά, τούτο το κλαδί, είσαι σίγουρος;". Ήταν. Πολύ ήταν. Έκανε θηλιές δύο, ετοιμαζόταν καλά, ο οριακός στραγγαλισμός του κλαδιού, εις διπλούν τρυφερός, ναι. Στο όριο, λίγο ακόμη και θα το πνίξει το δέντρινο χέρι, κορμό, αρτηρία, ό,τι θέλεις πές το. Κοκκίνιζαν τα μάγουλά του απ΄την προσπάθεια, σφιγγόταν το δέρμα γύρω απ' τα χείλια, άσπριζε το δέρμα, λες κι έχασκε φως από πίσω του, στράβωνε το στόμα και το μυαλό αγκυλωμένο: πρέπει να τα δέσω γερά. Μια κουνια να κρέμεται κάτω απ' τα μαλλιά μου, φύλλα, προεκτάσεις, ό,τι θέλεις πες το.
Και μετά, έρχονταν τα παιδιά. Ιδιαιτέρως εκείνη. Εκείνη κι εγώ, δυο εκείνες, δυο γυναίκες, δυο. Ήταν λίγο πιο βαριά απ' τον αέρα της, μα ποτέ δε μ' ένοιαξε, ήταν αντίβαρο, τελικά, στην ερημιά μου, περιέργεια, ελευθερία, ό,τι θέλεις πες το. Την άκουγα να μιλάει, μόνη της ή στα διερχόμενα τρακτέρ ή στις βρωμούσες που τόσο πολύ φοβόταν μην την ακουμπήσουν και δεν τη θέλει κανένα αγόρι μετά. Περίεργη φωνή, εναλλασσόμενη, με μπέρδευε, με τρέλαινε, "τι νιάνιαρο είναι αυτό; τι γυναικάρα; τι αφελής, τι βαθιά, μα τι;". Τη συγχωρούσα πάντα για τις αλλαγές της, γιατί σε κάτι ώρες μυστικές, σιωπηλές, μεσημεριανές, ό,τι θέλεις πες τες, ήταν η μόνη που χάιδευε τα δάκρυά μου. "Κλαίει η καρυδιά, γιαγιά;". "Κλαίει, παιδί μου, κλαίει. Έτσι και της χαράξεις το κορμί, τρέχει ένα ζουμί, σκούρο, σαν αίμα". Δηλαδή, μάτωνα, για να λέμε την αλήθεια κι εκείνη, εκείνη ήταν η μόνη που κοιτούσε τις ουλές μου "Γιώτα" και "Τάκης". Οργιζόταν, μονάχα εκείνη, που μαύρη η ώρα κι η στιγμή, δυο αθώοι θύτες έγραψαν, με ανοιχτήρι μπουκαλιών, τα ονόματά τους επάνω μου. Αθώοι, διότι ομολόγησαν επ' αυτοφώρω. Σε κάτι ώρες ακόμη πιο μυστικές, φωναχτές, σκέψεις, ό,τι θέλεις πες το, νομίζω πως περίμενε την αδερφή ψυχή της.
Ερχόταν κι εκείνος, αραιά και πού. Περνούσε το δρόμο που σκίαζα εκ γεννετής, ήταν θαύμα, ούτε φρέζες περνούσαν, ούτε τα εξονυχιστικά βλέμματα των γειτόνων, ούτε η αυστηρή απειλή του κυρ μπαρμπα Καρούτη που, ποτέ δεν αποφασίσαμε αν ήταν κύριος ή μπάρμπας, ξένος ή δικός. Μόνο οι δυο εκείνες κι αυτός, τρυφερό παιδί, σαν βαμβάκι, γελαστό, την ήθελε όπως ήταν. Έτσι, με το λιγδιασμένο κίτρινο σορτσάκι της και τα μαλλιά της που μυρίζαν γάλα, την ήθελε, με τις προεξοχές του λίπους στη διπλωμένη κοιλιά της, με τα γερά της πόδια, με τα χωματένια της δάχτυλα, με τ' άπλυτα δόντια, μύριζε ακόμη το στόμα της δυόσμο απ' τις μεσημεριάτικες μπουκιές, την ήθελε. Βλέπεις, ξέρεις, πιστεύεις, ό,τι θέλεις πες το, εκείνος ο μπαμπακιένιος πρίγκηπας που, τίποτε και ποτέ, δεν κρατούσε κάτι στα χέρια, ερωτευόταν τη θεά του καθισμένη στην κούνια, θρόνο, μαγεία, όπως θέλεις πες το.
Ερχόταν και η επιφάνεια, η εκ των έσω, όμως, αναδυόμενη επιφάνεια. Τα παιδιά, οι θείοι με τα δουλεμένα ακροδάχτυλα, οι θείες με τις μπιγκμπάμπολ για φίλεμα ή οι άλλες με το ωραίο, ξινισμένο ψωμί, ή ο άγριος Σωτήρος να μας πάρει το κουτάβι ή ο κυρ Μίμης που κρατάει τους ίδιους σπόρους ντοματιάς απ' το 1980 ή ο αιώνιος αχός του τρένου. "Ποιος θα 'ναι αρχηγός;". "Όποιος περάσει ξυπόλητος το κοντοκουρεμένο στάρι". "Πάμε να εξερευνήσουμε το πέρα δασάκι;". "Βαριέμαι". "Να τι είσαι, μια τεμπέλα είσαι, τίποτα άλλο δεν κάνεις, όλη μέρα στην κούνια". "Εδώ μ' αρέσει εμένα".
Ήρθε κι ένα φίδι, μια μέρα. Κάτω από την κούνια της, ήρθε, και τρόμαξε πολύ η γιαγιά, τη σταμάτησε βίαια την αιώρηση εκείνης, της είπε "Σώπα!". Δε φοβόταν, έλεγε εκείνη, ηδονίστηκε απ' τη χαρά να δείξει δυνατή, πως αγαπά τα φίδια έλεγε, πως ήταν όμορφο το λευκό και πορτοκαλί του χρώμα, πως δε φταίει, έλεγε. Το σκότωσε ο παππούς κι ας μεγάλωσε σε ένα σπίτι που χωρίς φίδι για στοιχειό, δεν πήγαινε καλά η χρονιά, πεινούσε, κακοπερνούσε χωρίς την εύνοια τούτου του στοιχειού.
Ήρθε και το φθινόπωρο. Τότε που φεύγαν τα παιδιά κι ησύχαζε η κούνια, βούβαινε, έπληττε, δυστυχούσε, ό,τι θέλεις πες το. Είχα έντονη φυλλόπτωση, πήγαινα στο γιατρό ματαίως, πρέπει να κάνω υπομονή μου έλεγε, μα τους καρπούς μου δεν άντεχα που τους παίρναν, αλάφρωνα πολύ, σχεδόν δεν υπήρχα, τι κι αν τρεφόντουσαν με δαύτους όλο το χειμώνα, ήμουν τόσο μόνη εγώ. Κι όλη η γη από κάτω μου μαύριζε, τους τιμωρούσα λίγο που με κλέβαν και τα παιδιά που φεύγαν, ό,τι έπεφτε από πάνω μου άφηνε μαύρο χνάρι. Παραπονιόταν, η γιαγιά, πώς άλλη καρυδιά να μαυρίζει έτσι το χώμα και την αυλή της δεν είχε ματαδεί, ας γκρίνιαζε, στο βάθος την αγαπούσα. Ήταν εκείνη.
Εκείνη που έρχεται, ακόμη κι αν δεν έρχεται ποτέ.
Ένα ρεαλιστικό παραμύθι! Μου αρέσει πολύ το συγκεκριμένο στυλ αφήγησης! Καλησπέρα!