Να μην πλύνει τα χέρια της σήμερα, είπε, άφησε τα ψάρια να τηγανιστούν από τη μια μεριά, το μωρό, ευτυχώς, κοιμάται, να μην πλύνει τα χέρια της, είπε, "ας παίξω τη Σονάτα Νο 2", είπε, "γιατί δε μου βγαίνει η τρίλια στο φα δίεση; και το τέμπο, πώς στο καλό θα το πάω στο 116; προλαβαίνω την τρίλια μέχρι να γυρίσω τα ψάρια, προλαβαίνω να κουρδίσω την καρδιά μου". Έτσι είπε και χώθηκε σε ένα λιόγερμα εγκαταλελλειμένων πλήκτρων, βομβαρδίστηκε από τις επιπλήξεις του προφέσορα "σκούπισε τα χέρια, διώξε τον ιδρώτα, διότι, εννοείται, θα πρέπει να υπάρχει πάντα αυτός, μην τολμήσεις αλλιώς", καταιγίστηκε από τα κέρματα των νοερών περαστικών που νόμισαν ότι ζητιάνευε εκεί στην άκρη ενός δρόμου, ζητιάνευε χρόνο, ζητιάνευε λίγο ρυθμό αυθόρμητο στα πόδια τους, την κατάλαβαν -δεν την κατάλαβαν, αυτοί, πάντως., λίγα κέρματα τα έριξαν μέσα στο καπελάκι.
Τρέχει η τρίλια, της φεύγει, λάκησε, που λένε κάποιοι, τι θα κάνει ακόμη δεν ξέρει, τα χέρια της είναι άπλυτα, δεν τα σκούπισε απ' τον ιδρώτα, εκείνη πάντα πίστευε πως είναι καλύτερα να γλιστράνε τα ακροδάχτυλα στα πλήκτρα, μα τώρα τι ψάχνεις, τα ψάρια πρέπει να τα γυρίσει κι η τρίλια άφαντη.
Αχ αυτη η τριλια... Σαν πεταρισμα καρδιας!