Thursday, December 14, 2006
stop spots

nyc bus stopφωτογραφία :skootie

Φρενάρει απότομα ο οδηγός. Μερικές φορές τρέχουν περισσότερο από όσο περιμένεις. Ένα μήλο πάει να κυλήσει, σκύβει να φτιάξει τη νάϋλον σακούλα με τα μήλα, την παραχώνει μέσα στα ραδίκια. Βολεύει όλες τις τσάντες ανάμεσα στα πόδια της και μπορείς να διακρίνεις εκείνο το καλτσάκι ως το γόνατο, που συνηθίζουν να φορούν οι μεγαλύτερες. Μάλλον δεν αντέχουν το καλσόν. Τουλάχιστον η γιαγιά μου αυτή την εντύπωση μου έχει δώσει. Η διπλανή της είναι πιο νέα. Το πολύ 45άρα. Δείχνει γυναίκα που υπήρξε πολύ όμορφη, με πλούσιο μπούστο και χείλια ζουμερά. Κι εκείνη με τα ψώνια της: λαχανικά, φρούτα, όλα στοιβαγμένα ανάμεσα στα πόδια της και μια μικρή τσαντούλα από εσωρουχάδικο που την κρατά στα χέρια. Την ξεχωρίζει, μάλλον, από όλα τα άλλα: εκείνη η σακούλα περιέχει κάτι που απευθύνεται αποκλειστικά στην ίδια, δεν είναι η ανάγκη, είναι η ομορφιά της. Είναι εκείνη, που διάλεγε μια ώρα πόσα den θα πρέπει να 'ναι το καλσόν για να ταιριάζει με το πράσινο ταγέρ της. Ποιος ξέρει, υποθέσεις είναι όλα. Υποθέσεις προσωπικές και υποθέσεις των άλλων.

-Δεν πρόλαβα να πάω στο Ι.Κ.Α. να κλείσω ραντεβού, λέει η μεγαλύτερη.
-Κι εγώ ήθελα να πάρω ένα μπουτάκι να το φτιάξω αύριο αλλά πού...Κόπηκαν τα χέρια με τόσα ψώνια. Αύριο, αύριο θα βγω πάλι.
-Έχω το ζάχαρό μου πάλι, τι να κάνω...
-(Γιατί πρέπει κάτι οπωσδήποτε να πει. Ίσως.) Ε, τι να κάνεις.
-Παίρνει κάνα μήνα το ραντεβού, τι πράγμα είν' αυτό.
-Ναι.
-Ευτυχώς, τον ξέρω τον γιατρό, μπαίνω έτσι μέσα και μου τα γράφει τα φάρμακα.
-Και γιατί δεν πήγες τότε;
-Μωρέ, θέλω να μου γράψει κάτι εξετάσεις, κατάλαβες;
-Τι να κάνεις, κυρά Κυπαρισσού...(Ξαφνικά) Πούουου!...Ξέχασα να περάσω από τα Dia να πάρω απορρυπαντικό...
-Α!...(πάει να τη διακόψει αλλά δεν προλαβαίνει)
-Πού...Θα κουβαλάω άλλα τόσα αύριο πάλι..
-Το Dia έχει πολύ φτηνά απορρυπαντικά.
-Ναι, ναι! Ειδικά για το πλυντήριο, κυρά Κυπαρισσού. Ειδικά για το πλυντήριο είναι τέλεια. Εγώ, άκουγα που λέγανε ότι δεν έχει καλά πράγματα, λέει, για τρόφιμα δεν ξέρω. Από τρόφιμα τίποτα δεν ξέρω, πού ξέρω 'γω τι βάζουν αυτοί μέσα, αλλά τα απορρυπαντικά είναι πολύ καλά!
-Ναι, ναι, ναι! Και τα χαρτιά τους είναι πολύ καλά.
-Κυρ...(πάει τώρα να την διακόψει εκείνη, αλλά η κυρά Κυπαρισσού έχει μπει σε οίστρο).
-Και για την τουαλέτα και για την κουζίνα κι οι χαρτοπετσέτες, εγώ δεν το 'ξερα, αλλά μου το 'πε κι η νύφη μου, είναι πολύ καλά κι από τότε τα παίρνω. Και φτηνά, έτσι;
-Α, κυρά Κυπαρισσού, εγώ χαρτιά, δεν παίρνω ό,τι κι ό,τι, α πα πα πα πα πα!
-(Σχεδόν προσβεβλημένη) Καλά είναι, αφού είναι καλά.
-Α, πα πα πα πα. (Με υπεροχή) Zewa.
-(Με αμήχανο χαμόγελο που μάλλον δείχνει ότι δεν ξέρει τι είναι αυτή η λέξη)...
-Μόνο Zewa! Το καλύτερο χαρτί, κυρά Κυπαρισσού, το πιο ακριβό, αλλά το καλύτερο.
-(Για να σώσει την αξιοπρέπειά της) Δε βαριέσαι, όλα το ίδιο είναι...
-(Τη διακόπτει και την αποστομώνει) Άκου να σου πω, κυρά Κυπαρισσού, εγώ στο παπί μου μόνο Zewa.
-Ναι (Με λίγη ντροπή χαμογελαστή).

Δεν κοιτάω άλλο, δεν κοιτώ. Θέλω ν' ακούσω την πόλη τώρα. Τρέχω να προλάβω το Γρηγόρη, μη σβήσει πριν περάσω απέναντι. Τρέχω να βολευτώ σε μια θέση στο μετρό. Τρέχω να παραχωρήσω τη θέση μου σε κάποιον άλλον που την έχει ανάγκη ή τρέχω να γλιτώσω το βλέμμα μου από τη γιαγιά που με κοιτά με περιφρόνηση για την αγένειά μου να μην σηκωθώ. Είμαι κουρασμένη και πεισμωμένη. Δε σηκώνομαι με τίποτα, κακιώνω, διεκδικώ, απολαμβάνω την κεκτημένη θέση μου και πότε πότε λιώνω από τύψεις. Θα 'πρεπε ίσως να σηκωθώ, αλλά τι με κοιτά έτσι; Την καλοσύνη δεν την απαιτείς, τον σεβασμό δεν τον απαιτείς. Τα έχεις χάσει κιόλας και τα δύο, τώρα που το απαίτησες, δε σηκώνομαι, άντε σήκω. Και τρέξε. Να προλάβεις το ραντεβού. Να ζεσταθείς γιατί κρυώνεις. Να μπεις μέσα πριν τους τίτλους της αρχής. Να μη βρεχτείς πολύ απ' την απρόσμενη βροχή. Να πας στην τουαλέτα. Να βγεις πρώτος στη σειρά. Στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, στην αίτηση για δουλειά, στη συνέντευξη, στις προθεσμίες. Πιστεύεις στο timing, αυτό είναι όλο. Πιστεύεις τόσο πολύ σε αυτό, που θέλεις να είσαι εκεί όταν έρθει. Μα δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις ποιο από όλα τα timings θα είναι το καλύτερο ή έστω, σχετικά, αρκετά, λίγο -έστω λίγο- καλό για σένα.
Αναρωτιέσαι συνεχώς ποιο να 'ναι, ποιο να 'ναι, ποιο. Και μέχρι να το βρεις, τρέχεις να είσαι πριν από τόσα και τόσα timings. Πιθανότητες για τον εαυτό σου δημιουργείς. Έστω κι αν χάσεις, θα 'χεις να λες "τουλάχιστον προσπάθησα, έτρεξα, έκανα κάτι". Κι αν κερδίσεις, θα 'χεις να λες -όχι τόσο σ' εσένα, αλλά να, σε έναν άλλον που λέει ότι δεν μπορεί άλλο να τρέχει- "ξέρεις πόσο έτρεξα εγώ για να είμαι εδώ, ξέρεις πόσο τρέχουν όλοι, ξέρεις;".
Όχι. Δεν ξέρω. Γιατί τρέχω. Τρέχω και δε βλέπω. Τρέχω κι ευτυχώς, είναι κάτι οδηγοί ευγενέστατοι. Σου ανοίγουν την πόρτα κι ας είσαι λίγο πιο κάτω από τη στάση. Και δεν την ανοίγουν μόνο σ' εσένα, την ανοίγουν σε όλο το ντουνιά που τρέχει με την ψυχή στο στόμα.
Α7. Κάνιγγος -Κηφησιά -Ν. Ερυθραία. Στο ανάποδο, όμως, στο γυρισμό. Κι έχεις τρέξει πολύ. Κι επειδή τρέχεις πολύ, είσαι όλη μέρα στο δρόμο. Κι επειδή είσαι όλη μέρα στο δρόμο κουβαλάς μαζί σου το σπίτι σου. Χελωνάκι υπερφυσικών ταχυτήτων. Κουβαλάς τη ζακέτα για την πρωινή υγρασία κι ας είναι ζέστη τώρα. Το σκουφί σου, μην τυχόν σηκωθεί αέρας και παγώσουν τα αυτιά σου. Το μπουκάλι με το νερό. Το φορτιστή σου. Δεν ξέρεις πού θα ξημερωθείς με άδεια μπαταρία. Τις σημειώσεις σου. Καμιά εφημερίδα. Την τσάντα σου. Τα χαρτομάντηλά σου. Δεν ξέρεις πού θα ξημερωθείς αν σε πιάσει κατούρημα. Κράκερς. Λεφτά. Εισιτήρια. Ψιλά. Θα 'θελες να 'χες και καμιά οδοντόβουρτσα. Δεν ξέρεις γενικώς. Δεν ξέρεις, αλλά τρέχεις. Και τώρα, μέσα στο Α7, στριμωγμένος. Από χαμηλά βγαίνει πολύ ζεστός αέρας, φουντώνουν τα πόδια σου. Από ψηλά σε παγώνει ο αέρας της Κηφησίας. Είσαι ακίνητος. Ανάμεσα σε δεκάδες μετανάστες. Τώρα το βλέπεις. Είσαι στριμωγμένος ανάμεσα σε δεκάδες μετανάστες. Μα πού πάνε όλοι μαζί, πού; Έχουν μια ηρεμία στα πρόσωπα, όπως κι εσύ. Κάπου έτρεχαν κι αυτοί, σε κανα πλουσιόσπιτο θα φροντιζαν τον κήπο ή ποιος ξέρει τι. Ίσως και το μεγάλωμα των παιδιών. Φιλιπινέζες, Ινδοί, Τανζανές, Σουδανοί, Πακιστανοί, Αλβανοί. Ρωσίδες, ποιος ξέρει από πού ακριβώς, που συζητούν ασταμάτητα και καταφέρνουν να είναι κοκκέτες. Νιγηριανοί με ξυρισμένα κεφάλια και ιμιτασιόν φίρμες να δεσπόζουν στα τζάκετς τους. Ουκρανές που κοιτούν στα πεταχτά αν είναι εντάξει τα νύχια τους. Πολωνοί που κρατιούνται γερά απ' τη χειρολαβή. Άνθρωποι μέσα σ' ένα λεωφορείο, δεν τρέχουν πια.
Τρέχει ο οδηγός λιγάκι παραπάνω σήμερα, ξεκουράζονται λιγάκι οι σπρήντερς, κανείς -ούτε και οι ίδιοι- δεν μπορεί να πει "γιατί δεν τρέχεις τώρα; πού είναι οι πιθανότητες που μάζεψες σήμερα; πού; πού είναι η δουλειά σου, πού είναι η δουλειά σου; δούλεψες;".
Όλοι το ίδιο, όλοι για μια στιγμή ανταγωνιστές για τη θέση που θ' αδειάσει, για την καλύτερη χειρολαβή, για την πλησιέστερη θέση προς την πόρτα, να βγεις πρώτος. Τώρα, όμως, δεν τρέχεις, τρέχει ο οδηγός λίγο παραπάνω και φρενάρει στο φανάρι, είσαι κουρασμένος σήμερα, θα 'θελες ν' αφήσεις την αδράνεια να σε πάρει, αδέσμευτο να σε πάρει, ν' ακουμπήσεις στα πλαϊνά κορμιά και να ξέρεις ότι θα σε προστατεύσει τούτο το σάρκινο τείχος, δε θα εκτιναχτείς, δε θα βγεις απ' το παράθυρο, δε θα γίνεις πολτός εσύ σήμερα στην άσφαλτο. Θα συνεχίσεις. Γιατί πρέπει. Και πρέπει να τρέξεις, μα τώρα. Τώρα είσαι ακίνητος και όρθιος. Ο συνωστισμός κι η αιφνίδια ακινησία οδηγεί τεράστιες γουλιές ιδρώτα να κατρακυλούν απ' την πλάτη σου στη μέση σου. Σε γαργαλούν. Και σ' εκνευρίζουν. Θα βγεις έξω μετά και θα πουντιάσεις. Θα κρυώσεις. Θα συναχωθείς. Δε θα μπορείς να τρέξεις και πολύ για καμια-δυο μέρες, no. Και ναι, όπως κι αν είσαι, σκέφτεσαι σε εκείνο το διάλειμμα του λεωφορείου, σκέφτεσαι πολύ.
Ιδέες, εικόνες, μνήμες, όνειρα, στόχοι, υποχρεώσεις, απροθυμία, ανικανότητα, ήττα, προσδοκίες, σκέφτεσαι. Ακόμη και το τι θα φας αύριο. Θες να φας αύριο. Θες να είσαι εδώ αύριο. Δεν πρέπει μόνο, θες. Θες.
Έχεις όρεξη ν' ακούσεις την πόλη και δεν έχεις. Έχεις όρεξη να ακούσεις τους ανθρώπους της, αλλά δεν έχεις όρεξη σήμερα για τα ντεσιμπέλ της. Ακουστικό στο off. Μονάχα τα προηγούμενα, δίχως ήχο.
Ένα μήλο πάει να ξεμυτίσει στη σακούλα. Ένα μήλο που δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Θα το φάει το βράδυ η κυρά Κυπαρισοού με κανέλα και μέλι, ωμά. Ή θα τα ψήσει για λίγο στο φούρνο, αφού τα αρωματίσει με βανίλια. Ποιος ξέρει. Εσύ, που διαβάζεις τα χείλια στα κλεφτά, κατάσκοπος από σένα για σένα, ξέρεις μονάχα ότι τη λεν Κυπαρισσού κι ότι δίνει τις δικές της μάχες για αξιοπρέπεια.

 
posted by mistounou at 4:22 AM | Permalink | 11 comments
Wednesday, December 06, 2006
Αργά παιδιά

childrenφωτογραφία :elpinor

(Ή αλλιώς, να σταματήσουν τ' αυτοκίνητα να περάσουν τα παιδιά, να φρενάρει κι ο χρόνος, να φρενάρουν κι οι μεγάλοι, να τα κοιτούν στα μάτια το πρωί κι ας μαρσάρουν τα καθήκοντα. Ή αλλιώς, δύσκολο πράγμα, δυο άνθρωποι να κοιτούν το ίδιο ρολόι..)

Θυμάμαι εκείνη την ιστορία με τα έλατα που μου 'λεγες.
Όλες τις ιστορίες τις ελάτινες, τις θυμάμαι, η μια πίσω απ' την άλλη, θέλω δε θέλω, κι ας απεχθάνομαι να μυρίζω Χριστούγεννα από τόσο νωρίς.

Είχα μάθει να βλέπω τα Χριστούγεννα μία εβδομάδα πριν κλείσουν τα σχολεία. Άντε καμιά γιορτή, άντε και κανένα αγγελάκι στη χειροτεχνία, άντε και κάνα ποίημα οι μεγαλύτεροι. Με τις ευχές του δασκάλου, που τις άκουγα και δεν τις άκουγα, με τη βαλίτσα βιαστική, μισοκλεισμένη, που πάλι δεν πήρα πυτζάμες και θα φωνάζει η γιαγιά "που να 'βρω άλλες τώρα εγώ;", βουρ, τρέχοντας, ωσάν να ρίχνω μαύρη πέτρα προσωρινά, βουρ για τη γιαγιά με τις σπανακόπιτες και τις κλημεντίνες.

Βουρ, χωρίς να ακούω οδηγίες, δίχως να κοιτώ το δρόμο πριν περάσω απέναντι, άντε να ξεχνιόμουν στο καφενείο του Ισθμού που έκανε το λεωφορείο στάση, να καθόμουν μία ώρα στο ψυγείο με τα παγωτά και να μην ξέρω ποιο να διαλέξω, να θέλει να φύγει ο οδηγός, να με περιμένουν, να ειδοποιούν απ΄τα μεγάφωνα, να μην ακούω, μονάχα να σκέφτομαι "ξυλάκι ή κυπελάκι; Το κυπελάκι πιο εύκολο, θα μπορώ να το πάρω μέσα, μη μου φωνάζουν ότι θα πασαλείψω τίποτα, αλλά τι; Αυτό με το παιχνίδι ή το κοκτέηλ που μου παίρνει ο παππούς τα καλοκαίρια; Να 'παιρνα και τα δυο, αλλά δεν κάνει, δεν κάνει να φάω δυο παγωτά.."
-Πού είσαι; Φεύγει το λεωφορείο!!

Ωχ, ρεζίλι, 120 μάτια με κοιτούν ειρωνικά και γελώντας, ο οδηγός κάτι μουρμουράει, λουφάζω μέσα στο παλτό, πάει και το παγωτό, δεν πρόλαβα να διαλέξω. Ζέστη, φρεναρίσματα, ακατανόητα τραγούδια, ψιχάλες στο τζάμι, απ' τις αεροδυναμικές, απ' αυτές που ξεφεύγουν απ' την ταχύτητα κι ίσα που προφταίνουν να στρογγυλοκάτσουν, ο αέρας τις τεντώνει, τις τραβά εκβιαστικά προς την κατεύθυνση που θέλει, εμείς πάμε Άργος, αυτές πάνε, απλώς, πίσω.

Θα περιμένει η γιαγιά. Στα ΚΤΕΛ θα είναι, λέει. Ζεσταίνομαι. Τεντώνομαι και βολεύω το παλτό πάνω απ' τη θέση, σ' ένα ξεχαρβαλωμένο διχτάκι. Πράσινο είναι το παλτό μου, γλυκό πράσινο κι από μέσα άσπρη φόδρα, λίγο λευκό γουνάκι, ψεύτικο γουνάκι, στην κουκούλα. Αγαπημένο παλτό, μου θυμίζει τον Έκτορα κουτάβι, όταν δε μ' άφηνε να φύγω το πρωί, να τον κοιτώ να σουφρώνει τη μουσούδα και να σαλιώνει τη γωνίτσα του παλτού, να τον τραβάω -υποτίθεται- να δυσανασχτώ -υποτίθεται- να παίζω γελώντας με την καρδιά μου, όρεξη να 'χουν τα παιδιά γιατί η μάνα περιμένει βιαστική στο τιμόνι, να μπεις μέσα γρήγορα, να δει αν έπλυνες καλά τα δόντια σου, αν πήρες το κολατσιό μαζί σου, αν ξέρεις το μάθημα κι όλα τα άλλα. Κι όλα τα άλλα, εκτός από μια φωτογραφική μηχανή, ή έστω μνήμη, να φωτίσει τη στιγμή μου με ένα φλας που αρνείται τον χρόνο, ειρωνεύεται τα ρολόγια, απαρνείται την "ευσυνειδησία", διασκευάζει την έννοια του καθήκοντος, χαμογελά συνομωτικά στον οδηγό που περιμένει να ελευθερώσεις το δρόμο, να φορτώνει, αλαζονικά, τις βλακείες στα νιάτα, μόνο και μόνο για να μπορέσει να τρυπώσει μέσα τους κι αυτό.

Αγαπημένο πράσινο παλτό, σε ξέχασα στο ξεχαρβαλωμένο δίχτυ του λεωφορείου, τότε που η γιαγιά μου έγινε πιο σημαντική από σένα. Ίσως να νιωσα και τύψεις που ένα παγωτένιο δίλημμα πιο πριν, έγινε πιο σημαντικό απ' το λεωφορείο που με πήγαινε στη γιαγιά μου, μάλλον έπρεπε να ξεχάσω κάτι άλλο για χάρη της. Ωραία τα βόλεψα, αλλά μετά τα φιλιά άρχισαν οι φωνές και τα τηλεφωνήματα.
-Ένα παλτό, λέω, στο λεωφορείο των 6μιση για Άργους...
-Πράσινο! Πράσινο το παλτό!!
-Άμα δε σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα εσένα...
-...(Μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς!)

Εντάξει όλα. Το παλτό είναι στην κρεμάστρα κι εγώ κοιμάμαι πάνω σ' εκείνο το μακρύ σεντούκι που το βράδυ μεταμορφώνεται σε ντιβάνι μόνο για μένα. Τα φωτάκια, ολόϊδια τόσα χρόνια και το δέντρο απαράλλαχτο κι οι μπάλες -οι μικρές πάνω, οι μεγάλες κάτω- κι η βροχή η ασημένια και τα μπαμπάκια να παριστάνουν το χιόνι που ακόμη δεν έχει τύχει να παίξω μαζί του, όλα απαράλλαχτα, όλα.

Και το τζάκι να τρεμοσβήνει, με τις μανταρινόφλουδες να ξεραίνονται και να εκπνέουν στη θράκα, ν' απλώνουν το άρωμά τους στο δωμάτιο κι ένα κουκούτσι ελιάς που ξέμεινε, έσκασε μέσα στη φωτιά σαν βεγγαλικό αργοπορημένο, μέσα στη φωτιά κι αυτό, όλα στη φωτιά. Και τα βλέμματα στη φωτιά κι οι μουσικές στη φωτιά, κι οι ιστορίες στη φωτιά, όλα στη φωτιά, μαζί και το ψωμί που καψαλίζεται, λίγο τυρί στο πιάτο, λίγη πηχτή, θα φάμε και σήμερα, θα ζήσουμε και σήμερα, όλα στη φωτιά.

Να φτιάχνω μουσικές με το ρυθμό που είχαν τα λαμπάκια, πάντοτε το έκανα αυτό. Το πρωί εναρμονιζόμουν με την τονικότητα της ηλεκτρικής σκούπας, το μεσημέρι συγχρονιζόμουν με τη βρύση που στάζει, το απόγευμα με τα σκασίματα των ρετσινιασμένων ξύλων, το βράδυ νωρίς με τα αργίτικα τραγουδιστά τραβήγματα στο τέλος των προτάσεων, το βράδυ αργά με τα λαμπάκια.

Μου 'λειπε το λίκνισμα και το νανούρισμα. Λικνιζόμουν μόνη μου, σαν το χαζό, πιπίλαγα και λίγο τον αντίχειρα, έκλεινα το ακουστικό, το έβαζα στο κουτάκι του κι έτσι βουτηγμένη σ' ένα μελένιο βούρκο από σιωπή, έβγαζα μακρόσυρτους ήχους, ίσα ίσα να τους νιώσω λίγο στο λαιμό μου και στο μέσα των αυτιών μου.

Ήταν η εποχή που ήμουν, απόλυτα και ξεκάθαρα, διττή. Ποθούσα τη μάνα και τον πρίγκηπά μου εξίσου. Τη μάνα να με κοιμίσει, το αγόρι να με ξυπνήσει. Κι έτσι, όπως κάθε βράδυ, φανταζόμουν πως θα ξαμοληθώ κι αύριο το πρωί με δυο μανταρίνια και δυο κομμάτια σπανακόπιτα στο χαρτί για κολατσιό, να πα' να παίξω με τις ώρες και πάλι. Έτσι, μπουκωμένη ήθελα να με ανακαλύψει, να του ρίξω με τις φλούδες στα μάτια -όπως λέει και το τραγούδι- να ζήσουμε στιγμές, δικές μας στιγμές και δικές μου αργότερα, γιατί ήταν σίγουρο πως θα χωρίζαμε κάπου. Κάποτε θ' άλλαζαν κι οι μπάλλες, άλλωστε, θ' αποφάσιζε κι η γιαγιά να πάρει καινούργιες.

 
posted by mistounou at 10:03 AM | Permalink | 10 comments
eXTReMe Tracker