(Ή αλλιώς, να σταματήσουν τ' αυτοκίνητα να περάσουν τα παιδιά, να φρενάρει κι ο χρόνος, να φρενάρουν κι οι μεγάλοι, να τα κοιτούν στα μάτια το πρωί κι ας μαρσάρουν τα καθήκοντα. Ή αλλιώς, δύσκολο πράγμα, δυο άνθρωποι να κοιτούν το ίδιο ρολόι..)
Θυμάμαι εκείνη την ιστορία με τα έλατα που μου 'λεγες.
Όλες τις ιστορίες τις ελάτινες, τις θυμάμαι, η μια πίσω απ' την άλλη, θέλω δε θέλω, κι ας απεχθάνομαι να μυρίζω Χριστούγεννα από τόσο νωρίς.
Είχα μάθει να βλέπω τα Χριστούγεννα μία εβδομάδα πριν κλείσουν τα σχολεία. Άντε καμιά γιορτή, άντε και κανένα αγγελάκι στη χειροτεχνία, άντε και κάνα ποίημα οι μεγαλύτεροι. Με τις ευχές του δασκάλου, που τις άκουγα και δεν τις άκουγα, με τη βαλίτσα βιαστική, μισοκλεισμένη, που πάλι δεν πήρα πυτζάμες και θα φωνάζει η γιαγιά "που να 'βρω άλλες τώρα εγώ;", βουρ, τρέχοντας, ωσάν να ρίχνω μαύρη πέτρα προσωρινά, βουρ για τη γιαγιά με τις σπανακόπιτες και τις κλημεντίνες.
Βουρ, χωρίς να ακούω οδηγίες, δίχως να κοιτώ το δρόμο πριν περάσω απέναντι, άντε να ξεχνιόμουν στο καφενείο του Ισθμού που έκανε το λεωφορείο στάση, να καθόμουν μία ώρα στο ψυγείο με τα παγωτά και να μην ξέρω ποιο να διαλέξω, να θέλει να φύγει ο οδηγός, να με περιμένουν, να ειδοποιούν απ΄τα μεγάφωνα, να μην ακούω, μονάχα να σκέφτομαι "ξυλάκι ή κυπελάκι; Το κυπελάκι πιο εύκολο, θα μπορώ να το πάρω μέσα, μη μου φωνάζουν ότι θα πασαλείψω τίποτα, αλλά τι; Αυτό με το παιχνίδι ή το κοκτέηλ που μου παίρνει ο παππούς τα καλοκαίρια; Να 'παιρνα και τα δυο, αλλά δεν κάνει, δεν κάνει να φάω δυο παγωτά.."
-Πού είσαι; Φεύγει το λεωφορείο!!
Ωχ, ρεζίλι, 120 μάτια με κοιτούν ειρωνικά και γελώντας, ο οδηγός κάτι μουρμουράει, λουφάζω μέσα στο παλτό, πάει και το παγωτό, δεν πρόλαβα να διαλέξω. Ζέστη, φρεναρίσματα, ακατανόητα τραγούδια, ψιχάλες στο τζάμι, απ' τις αεροδυναμικές, απ' αυτές που ξεφεύγουν απ' την ταχύτητα κι ίσα που προφταίνουν να στρογγυλοκάτσουν, ο αέρας τις τεντώνει, τις τραβά εκβιαστικά προς την κατεύθυνση που θέλει, εμείς πάμε Άργος, αυτές πάνε, απλώς, πίσω.
Θα περιμένει η γιαγιά. Στα ΚΤΕΛ θα είναι, λέει. Ζεσταίνομαι. Τεντώνομαι και βολεύω το παλτό πάνω απ' τη θέση, σ' ένα ξεχαρβαλωμένο διχτάκι. Πράσινο είναι το παλτό μου, γλυκό πράσινο κι από μέσα άσπρη φόδρα, λίγο λευκό γουνάκι, ψεύτικο γουνάκι, στην κουκούλα. Αγαπημένο παλτό, μου θυμίζει τον Έκτορα κουτάβι, όταν δε μ' άφηνε να φύγω το πρωί, να τον κοιτώ να σουφρώνει τη μουσούδα και να σαλιώνει τη γωνίτσα του παλτού, να τον τραβάω -υποτίθεται- να δυσανασχτώ -υποτίθεται- να παίζω γελώντας με την καρδιά μου, όρεξη να 'χουν τα παιδιά γιατί η μάνα περιμένει βιαστική στο τιμόνι, να μπεις μέσα γρήγορα, να δει αν έπλυνες καλά τα δόντια σου, αν πήρες το κολατσιό μαζί σου, αν ξέρεις το μάθημα κι όλα τα άλλα. Κι όλα τα άλλα, εκτός από μια φωτογραφική μηχανή, ή έστω μνήμη, να φωτίσει τη στιγμή μου με ένα φλας που αρνείται τον χρόνο, ειρωνεύεται τα ρολόγια, απαρνείται την "ευσυνειδησία", διασκευάζει την έννοια του καθήκοντος, χαμογελά συνομωτικά στον οδηγό που περιμένει να ελευθερώσεις το δρόμο, να φορτώνει, αλαζονικά, τις βλακείες στα νιάτα, μόνο και μόνο για να μπορέσει να τρυπώσει μέσα τους κι αυτό.
Αγαπημένο πράσινο παλτό, σε ξέχασα στο ξεχαρβαλωμένο δίχτυ του λεωφορείου, τότε που η γιαγιά μου έγινε πιο σημαντική από σένα. Ίσως να νιωσα και τύψεις που ένα παγωτένιο δίλημμα πιο πριν, έγινε πιο σημαντικό απ' το λεωφορείο που με πήγαινε στη γιαγιά μου, μάλλον έπρεπε να ξεχάσω κάτι άλλο για χάρη της. Ωραία τα βόλεψα, αλλά μετά τα φιλιά άρχισαν οι φωνές και τα τηλεφωνήματα.
-Ένα παλτό, λέω, στο λεωφορείο των 6μιση για Άργους...
-Πράσινο! Πράσινο το παλτό!!
-Άμα δε σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα εσένα...
-...(Μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς!)
Εντάξει όλα. Το παλτό είναι στην κρεμάστρα κι εγώ κοιμάμαι πάνω σ' εκείνο το μακρύ σεντούκι που το βράδυ μεταμορφώνεται σε ντιβάνι μόνο για μένα. Τα φωτάκια, ολόϊδια τόσα χρόνια και το δέντρο απαράλλαχτο κι οι μπάλες -οι μικρές πάνω, οι μεγάλες κάτω- κι η βροχή η ασημένια και τα μπαμπάκια να παριστάνουν το χιόνι που ακόμη δεν έχει τύχει να παίξω μαζί του, όλα απαράλλαχτα, όλα.
Και το τζάκι να τρεμοσβήνει, με τις μανταρινόφλουδες να ξεραίνονται και να εκπνέουν στη θράκα, ν' απλώνουν το άρωμά τους στο δωμάτιο κι ένα κουκούτσι ελιάς που ξέμεινε, έσκασε μέσα στη φωτιά σαν βεγγαλικό αργοπορημένο, μέσα στη φωτιά κι αυτό, όλα στη φωτιά. Και τα βλέμματα στη φωτιά κι οι μουσικές στη φωτιά, κι οι ιστορίες στη φωτιά, όλα στη φωτιά, μαζί και το ψωμί που καψαλίζεται, λίγο τυρί στο πιάτο, λίγη πηχτή, θα φάμε και σήμερα, θα ζήσουμε και σήμερα, όλα στη φωτιά.
Να φτιάχνω μουσικές με το ρυθμό που είχαν τα λαμπάκια, πάντοτε το έκανα αυτό. Το πρωί εναρμονιζόμουν με την τονικότητα της ηλεκτρικής σκούπας, το μεσημέρι συγχρονιζόμουν με τη βρύση που στάζει, το απόγευμα με τα σκασίματα των ρετσινιασμένων ξύλων, το βράδυ νωρίς με τα αργίτικα τραγουδιστά τραβήγματα στο τέλος των προτάσεων, το βράδυ αργά με τα λαμπάκια.
Μου 'λειπε το λίκνισμα και το νανούρισμα. Λικνιζόμουν μόνη μου, σαν το χαζό, πιπίλαγα και λίγο τον αντίχειρα, έκλεινα το ακουστικό, το έβαζα στο κουτάκι του κι έτσι βουτηγμένη σ' ένα μελένιο βούρκο από σιωπή, έβγαζα μακρόσυρτους ήχους, ίσα ίσα να τους νιώσω λίγο στο λαιμό μου και στο μέσα των αυτιών μου.
Ήταν η εποχή που ήμουν, απόλυτα και ξεκάθαρα, διττή. Ποθούσα τη μάνα και τον πρίγκηπά μου εξίσου. Τη μάνα να με κοιμίσει, το αγόρι να με ξυπνήσει. Κι έτσι, όπως κάθε βράδυ, φανταζόμουν πως θα ξαμοληθώ κι αύριο το πρωί με δυο μανταρίνια και δυο κομμάτια σπανακόπιτα στο χαρτί για κολατσιό, να πα' να παίξω με τις ώρες και πάλι. Έτσι, μπουκωμένη ήθελα να με ανακαλύψει, να του ρίξω με τις φλούδες στα μάτια -όπως λέει και το τραγούδι- να ζήσουμε στιγμές, δικές μας στιγμές και δικές μου αργότερα, γιατί ήταν σίγουρο πως θα χωρίζαμε κάπου. Κάποτε θ' άλλαζαν κι οι μπάλλες, άλλωστε, θ' αποφάσιζε κι η γιαγιά να πάρει καινούργιες.
Πολλες φορες τα κειμενα σου τα απολαμβανω οπως ενα καλο τσιγαρο. Μονιμο (χαζο) χαμογελο στα χειλη και το μυαλο να ταξιδευει.