Saturday, March 25, 2006
Ένας, να μην ξέρει.
Ήταν μια μικρή ιστορία, που δεν ήθελε να ανήκει σε κανέναν. Να γεννηθεί άξαφνα από τον κόσμο, αλλά να μην είναι ούτε του παιδιού, ούτε του σοφού, ούτε του απελπισμένου, ούτε του ερωτευμένου, ούτε του παλιού, ούτε του μελλοντικού, ούτε του φανταστικού, ούτε και του αληθινού. Μεγάλο όμως το πρόβλημα αυτό, διότι ποια ιστορία να 'ναι αυτή που δεν θα μπορούσε να είναι κανενός;
Έφερνε γύρω γύρω η ιστορία, κυλιόταν στο σύμπαν, καττρακυλούσε στα κεφάλια των ανθρώπων, σερνόταν από τις ουρές των μετεωριτών, κρεμόταν από την άκρη των γαλαξιών, βούταγε στη θάλασσα, πιανόταν απ' τα αγκάθια των σπάρων, ούρλιαζε πλάι στις σειρήνες, κοιμόταν μέσα στις φουρτούνες, ήπιε νερό, πολύ νερό, αλμυρό νερό, λύσσαξε, αφήνιασε, κάλπασε μαζί με τις αντιλόπες μπας και καταφέρει να τις κάνει να συμμεριστούν την τρέλα της, του κάκου.
Έγινε η ιστορία ρακένδυτη, άθλια μέσα στους αθλίους, ρούφαγε με λαχτάρα τα μισοσβησμένα τσιγάρα, οσμιζόταν τις ακαθαρσίες, καθόταν άπραγη στα πεζούλια κι έτσι, σε αυτήν την κατάσταση αποφάσισε να μπει στο μυαλό ενός ανθρώπου, δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε πια να γεννηθεί, έπρεπε κάπως να υπάρξει.
Πόσο θα 'θελε να υπήρχε, όμως, ένας άνθρωπος που να ΄ταν, λέει, όλος ο κόσμος και συνάμα να ήταν παντελώς έξω από τον κόσμο. Μα πού να τον βρει, πού να βρει έναν τέτοιον άνθρωπο, τόσο ταπεινό, τόσο αθώο και τόσο ένοχο μαζί. Πού να βρει έναν άνθρωπο που να ξέρει ότι τίποτα δεν ξέρει, που να ξέρει ότι καμμία ιστορία δεν θα μπορούσε να είναι δική του, παρά μόνο όλα όσα εκείνος έζησε κι όχι όσα του είπαν, κι όχι όσα έμαθε, κι όχι όσα κατάλαβε. Μόνο εκείνος που θα 'ταν βέβαιος για όσα ένιωσε και για τίποτα άλλο, μόνο εκείνος θα ήταν ίσως ιδανικός να ξεγεννήσει την ιστορία.
Την πήραν τα κλάμματα, την έπιασε το παράπονο, πηγαίναν τα πουλιά σιμά της, τη ρωτούσαν τι έχει, τι την απασχολεί, τη ρωτούσαν κι οι ανεμώνες, πού και πού κάτι μωρά την αντιλαμβάνονταν σαν ανέμιζε στα τσουλούφια τους, την περιεργάζονταν τα πλάσματα και της λέγαν λόγια τρυφερά. Τη ρωτούσαν, την ξαναρωτούσαν, "μα τι έχεις, τι θέλεις;πες μας, τι θέλεις;". Κι αν καμμιά φορά τους έλεγε, απαντούσαν -δεν μπορώ να πω, απαντούσαν- με κάθε καλή πρόθεση, μόνο που χωρίς να το θέλουν, όλα εκείνα τα πλάσματα, μες στις κουβέντες τους πετούσαν πότε πότε το "εγώ", άλλες φορές το "ξέρω" και συχνά πυκνά ένα "σε καταλαβαίνω".
"Ποιος διάολος είναι αυτός που ορκίζεται ότι μπορεί να με καταλάβει;" αλύχτησε η ιστορία, "ποιος; ποιος;"."Ποιος είναι αυτός που νομίζει ότι ξέρει τι θέλω να πω να τον ξεσκίσω με τα ίδια μου τα χέρια; Άθλιοι...", είπε σβησμένα, "άθλιοι...Πιο άθλιοι κι από μένα...".Σώπασε για τα καλά μετά, η ιστορία, κρύφτηκε για τα καλά και, πραγματικά, τόσο καλά που κρύφτηκε, κανένας δεν μπόρεσε να πει με βεβαιότητα πού πήγε. Ή μάλλον, όχι πού πήγε, που μπορεί να πήγε. Χάθηκαν τα ίχνη της, ακούγονταν διάφορα πως ξεπουλήθηκε σε κάτι παζάρια, πως εξαϋλώθηκε, πως μεταμορφώθηκε σε πλατάνι, πολλά, πολλά. Ώσπου σώπασαν κι οι εικασίες, συνέχισε ο κόσμος να δημιουργεί κονιορτούς, να ανασαλεύει, να παλεύει με τους ανέμους και την άγνοια που πότε γινόταν περιγέλαστη, πότε γινόταν παραδοχή οδυνηρή. Πορεύτηκε για πολύ ο κόσμος, θα ΄χε δε θα ΄χε περάσει μια μέρα, ώσπου η ιστορία συνάντησε τη χώρα του Μύθου.
Χαιρέτησε, συστήθηκε με διαδικασίες συνοπτικές, έβαλε ρούχα άλλα, άλλαξε στοιχεία, έγινε κάτοικος εκεί, μάκρυνε τα μαλλιά της, τα 'βαψε και λίγο κόκκινα, έπιασε και μια κάποια δουλειά, κανείς δεν καλοξέρει. Μα φαντάζομαι ότι μάλλον ήταν ευτυχισμένη εκεί. Εκεί, στον τόπο που κανείς τελικά δεν ξέρει.
 
posted by mistounou at 8:09 AM | Permalink | 4 comments
eXTReMe Tracker