Περιστρέφονται αδιάκοπα οι ήχοι. Ή μάλλον, στροβιλίζονται. Ή μάλλον, τραγουδούν και χορεύουν. Ή μάλλον, ερωτεύονται. Κάνουν πιρουέτες οι ήχοι. Και ο ρυθμός, το σταθερό σημείο για να κοιτάνε, οι ήχοι, μην τύχει και πέσουν κάτω αθέλητα, μην τύχει κι απιστήσουν στα αισθήματα. Αιωρούνται οι ήχοι. Κι ανάμεσα οι άνθρωποι να υποπτεύονται μονάχα τις κραυγές τους, τι δεν έκαναν οι ποιητές ν’ αδράξουν τους ψιθύρους, κι ας ψιθυρίζουν ολοένα οι ήχοι.
Και τα σώματα της πλάσης, να πάλλονται από τους ήχους. Τα αυτιά της σκύλας ακόμη ορθώνονται, τι ακούνε ακόμη τα σερνάμενα βήματα του μεθυσμένου κύρη της. Το τρίχωμα της ψιψίνας ακόμη ανασηκώνεται, τι ακόμη ακούει την άγνωστη αύρα που πήρε τα παιδιά της. Το δέρμα της γυναίκας ακόμη αναρριγά, τι ακόμη ακούει τον εραστή να αναστενάζει. Τα χέρια του άντρα ακόμη ξαφνιάζονται, τι ακόμη εκπλήσσονται από το άδικο. Τα μάτια των πτηνών ακόμη γυροφέρνουν ερευνητικά, τι ποτέ δεν θα ξεχάσουν πως ακούγεται ο αχός των ανθρώπων. Και των αγριμιών τα ακροδάχτυλα ακόμη απαγκιάζουν σε φωλιές, τι ακόμη ακούν την σιωπή που γεννά ο απρόσιτος χειμώνας.
Και τα σώματα της πλάσης, ακόμη πλανεύονται από τους ήχους. Τα χέρια των ζωγράφων να πονούν διαλυμένα, μπας και ζωγραφίσουν τις μιλιές των ανέμων. Τα κούτελα των γλυπτών να χώνονται απελπισμένα σε σκεφτικές χούφτες, μπας και βρουν πώς να σμιλέψουν τον πόνο τον ανιστόρητο της καρυδιάς. Και το κορίτσι, πλανεμένο κι αυτό, να μπλέκει τα «εεεεεπ οπ!» που παραγγέλνει ευτυχισμένο στις τριχιές της κούνιας, με τα προστάγματα του πολύχρωμου καβαλάρη που πλησιάζει. Και το αγόρι, αχ, αυτό το δυνατό αγόρι, να μαγεύεται και ‘κείνο με τη σειρά του. Είναι τότε που νομίζει ότι οι συρριστικές πορείες των ερπετών μπορεί να είναι σφυρίγματα προσκλητήρια των αθώων συμμοριτών του.
Και τα σώματα της πλάσης, να συμπορεύονται με τους ήχους. Καπετάνιοι να οδηγούνται στα σίγουρα από τους παφλασμούς των υδάτων πάνω στην πλώρη. Γιαγιάδες να ορμηνάνε τη μέρα τους με τα πρωινά λαλήματα των πετεινών. Τρυγητές της ερήμου να ακολουθούν τα αφανέρωτα χνάρια της ανάγκης με τα κουδουνίσματα των καραβανιών. Κι εγγόνες…Κι εγγόνες, πολλές εγγόνες να ξυπνούν από τα φουρφουρίσματα των λαχουρένιων φουστανιών. Και αδέρφια, πόσα αδέρφια, να μαγνητίζονται από τις φωνές των πλανόδιων πωλητών. Και ιέρειες στα μεταίχμια των βουνοκορφών να στρέφουν το βλέμμα τους στα παρακάλια που εξατμίζονται εξαϋλωμένα.
Και τα σώματα της πλάσης να μην υποπτεύονται τους ήχους. Κείντους ψιθύρους που λέγαμε. Κείντους λογισμούς που υπάρχουν κάτω από τις συγχορδίες. Κείντα μιλήματα που γεννάνε υπόκωφα τα μάτια. Κείντες πονεμένες αλήθειες που περιπλανώνται αδέσποτες. Κείντα περπατήματα των όντων που ανασαλεύουν πορείες ανεπανόρθωτες. Κείντη φουφού που γεννοβόλησε φωτιές για να βρεις εσύ έτοιμο τον κόσμο. Κείντες ρότες του ηλεκτρισμού που κόπιασαν πολύ πριν εσύ γεννηθείς. Κείντα ηδονικά φιλήματα των αρχέγονων υδάτινων κατοίκων του Κόσμου. Κείντα αστρικά συναπαντήματα, κείντα αργά ξεσπάσματα, κείντα φλεγόμενα παιδιά που ποτέ δεν έσβησαν, κείντες άναρθρες ιστορίες που σάλευαν μπουσουλώντας στις σπηλιές. Κείντα νεύματα, κείντα συνεννοήματα, κείντα πορίσματα, κείντα δείγματα των πρώτων ηγετών. Κείντα ατοπήματα, κείντα εγκλήματα. Κείντη φουφού που γεννοβόλησε φωτιές πολύ πριν θελήσεις να μάθεις τι είναι ο Κόσμος.
Διάβασα πολύ γρήγορα το κειμενο σου , με ένα σκοπό. Να καταλάβω την δυναμική σου. Και ομολογώ ότι η δυναμική σου που ένοιωσα προσωπικά , ήταν πολύ έντονη.
Δεν προσπάθησα να ερμηνεύσω αυτά που έγραψες. Απλά άφησα τις λέξεις να με πάνε. Ας μείνει ακατέργαστο υλικό για άλλη στιγμή οι έννοιες.
Και με πήγαν.... Που; Δεν έψαξα... απλά το άφησα.