(Φωτογραφία, Gabriel E. Sotelo)
Αναβρασμός. Παράγκες δεξιά κι αριστερά, να τις χωρίζει η οδός Μ. Κακαρά κι αυτές να θεριεύουν, να εξαπλώνονται αγκαλιάζοντας όλο το Κουρέντι. Κι ένα καρνάγιο, ‘κει στη μέση, να σφυρηλατεί την όψη της ανάγκης για πολλές γενιές, να γεννοβολά ιστορίες θαλασσινές, να φιλοξενεί τύπους και τύπους, αυτούς που κουβαλούσαν την αλλοτινή αυθεντικότητα.
Και από πάνω, δυο ταβερνάκια όλα κι όλα και γύρω γύρω παιδιά να τρεχοβολάνε ξυπόλυτα, να παίζουν με ξύλα, να παίζουν με τενεκεδάκια, να σκαρφαλώνουν επάνω στα κατάρτια, να κρύβονται στις βάρκες, να εξορμούν στα γύρω περιβόλια, πειρατές της ξηράς αυτά, και λεία τους τα ζουμερά πορτοκάλια.
Και ξοπίσω σκυλιά. Και γάτες κι ένα σωρό πουλιά, όλα μαζί να συγκατοικούν μέσα την απόλυτη έκφρασή τους, όλα μαζί να συνταιριάζουν με τους ανθρώπους, τι κι εκείνοι από τη γη και τη θάλασσα περίμεναν να φάνε. Τι κι εκείνων τα σπίτια, δεν απείχαν πολύ από τις φωλιές των σπουργιτιών. Ξύλινα όλα, μια σταλιά όλα, και μέσα, εντελώς παράδοξα, να κοιμούνται ως και δεκαπέντε νοματαίοι. Και κότες παραπέρα, ίσως κι αυτές να κοιμούνταν το βράδυ μέσα στην παράγκα, μα το πρωί ξαμολιούνταν κυνηγώντας τα απόνερα των μπουγάδων κι ενισχύοντας με τα κακαρίσματα τα ξεφωνητά της ημερήσιας λάτρας.
Νοικοκυρές οι προσφυγοπούλες, πολύ νοικοκυρές. Κι αν είχε χώμα το σπίτι τους αντί για πάτωμα, ντρεπόσουν να μπεις μέσα. Κι αν έμπαζε η σκεπή του σπιτιού τους, νόμιζες ότι είναι πιο ζεστό κι απ’ την καρδιά τους. Τόσο μεγάλη η καρδιά που μέσα στο λαβύρινθο των αναγκών αγαπούσαν τα παιδιά τους κι ας ήταν δέκα. Τ’ αγαπούσαν το καθένα ξεχωριστά και μαζί μ’ εκείνα, αγαπούσαν απλόχερα κι όλα τα άλλα. Τ’ άφηναν να γεύονται με λαιμαργία την άκρατη ελευθερία τους και σαν έγερνε ο ήλιος, βγαίναν μια μια και αρχίζαν τα καλέσματα.
-Κατινάαακ! Θα λα ν’ έρθς;
-Τώρα…
-Έλα μέσα μαρή, σε λέω!
Κι η Μαρία και το Φωτάκι κι ο Παναής κι ο Λάμπος κι ο Διάσκατζος κι ο Γιαγκούλας κι Μελπομένη, άλλος με όνομα, άλλος με παρατσούκλι. Άλλος με όνομα κι άλλος με χάρη. Και σαν τα παιδιά μαζεύονταν, τρέχαν οι προσφυγοπούλες να βρουν τους άντρες τους. Αν δεν μπάλωναν δίχτυα, θα ψάρευαν, αν δεν καλαφάτιζαν, θα στήνανε κουβέντα πλάι σε φωτίτσες σιγανές και λίγο πλούσιο οίνο.
Γυναίκες βράχοι, οι προσφυγοπούλες, ρίζωναν στα «θέλω» τους στιβαρά, κι έτσι, κάπως έτσι, η μνήμη τους έμενε ριζωμένη στα παλάτια που άφησαν αλαφιασμένες πίσω τους. Κι έτσι, κάπως έτσι ριζωμένες, να μην μπορούν να κατανοήσουν τις σειρήνες τις εξαθλίωσης, να νομίζουν ότι είναι ακόμη αρχόντισσες μα κι από την άλλη, να ειρωνεύονται με την χαρακτηριστική αθυροστομία τους, τους χαλεπούς καιρούς που έσπευσαν να αλέσουν την καλοζωισμένη τους όψη.
Μερακλούδες παρέμειναν, ως να είχαν ακόμη μπροστά τους παστουρμάδες, τροφαντά χοιρομέρια και άφθονα θαλασσινά, ως να είχαν ακόμη μπακλαβάδες στα ταψιά τους, καλογυαλισμένα τα σερβίτσια τους κι άθικτα τα προικιά τους. Και πιστές στην Παναγιά τους παρέμεναν, δεν την κατηγόρησαν ποτέ για το κακό που τις βρήκε, άρπαξαν μέσα απ’ τους καπνούς μα φυλαχτό, μα εικονίτσες, μα λιβάνι, μα ένα τάμα. «Κάνε να γλιτώσουμε Παναϊτσα μου και θα σε κάνω αρχόντισσα όπου κι αν βρω λιμάνι». Κι αν δεν είχαν να φάνε, η Παναγιά είχε το λάδι της στο καντήλι. Κι αν δεν είχαν να μείνουν, η Παναγιά είχε το σπίτι της.
Και πιστές στους άντρες τους παρέμεναν, δεν βαρυγκομούσαν ποτέ σαν μπάρκαραν για μήνες ολάκερους με τα καράβια, άρπαξαν μέσα απ’ τους καπνούς μα στέφανα, μα νυφιάτικη φωτογραφία.
Έτσι, με φασαρία πολλή, με σαματάδες και φωνές, με αμέτρητα παιδιά να μπλέκονται στα πόδια τους και να φτάνουν να μην ξεχωρίζουν ποιο είναι ποιο, με ζωντανά να μην τους λείπει η έγνοια και το μεζεδάκι, έτσι με φασαρία πολλή πορεύονταν εκείνες οι γυναίκες. Και σαν τα παιδιά μεγάλωναν, να τα χαιρετάνε, δήθεν πως δεν στενοχωριούνται που τα χαιρετάνε. Να φεύγουν τα αγόρια μπαρκαρισμένα με τη σειρά τους και τα κορίτσια παντρεμένα με τη σειρά τους.
Και να που εκείνες οι γυναίκες που άφησαν τα μαλάματα να καπνίζονται στη Σμύρνη και στην Πάνορμο και στην Πόλη και στο Αϊβαλί και στον Μαρμαρά, να σου γελούν και να σ’ ορμηνεύουν και να νομίζεις ότι τα μαλάματα δεν χάθηκαν ποτέ. Μαλαματένιες γυναίκες, που ήθελαν δεν ήθελαν, έπρεπε να ειρωνευτούν τους χαλεπούς καιρούς με μια αθυροστομία κι ένα δήθεν «δε με νοιάζει».
-Έλα να με γράψεις ένα γράμμα για το Διάσκατζο, που δεν ξέρω γράμματα εγώ.
Είπε με την χαρακτηριστικά λεπτή φωνή της η κυρά Χαϊδεμένη, στο θείο μου το Νίκο.
-Να σου γράψω κυρά Χαϊδεμένη!
-Γραφς αγοράκι μ’;
-Γράφω.
Σκέφτεται μια δυο στιγμές το πολύ, ανασκουμπώνεται, η κυρά Χαϊδεμένη και λέει με μια ανάσα:
-«Διάσκατζε, τα λεφτά που μ’ έστειλες τα ‘λαβα. Να με στείλεις κι άλλα κακόψοφο να ‘χς!»
Απόρησε ο θείος μου! Πιο μικρό γράμμα δεν έγραψε ποτέ του. Και τι γράμμα, από μια μάνα που έχει να δει το παιδί της πάνω από χρόνο κι αντί να ξεστομίσει μια γλυκιά κουβέντα, είπε δυο λόγια σταράτα, μονάχα για λεφτά και μια απειλή θεόρατη.
Μα ποτέ δεν αμφέβαλλε ο θείος μου για την μαλαματένια καρδιά της κυρά Χαϊδεμένης. Ήξερε, παρόλο που το παράδοξο της ιστορίας μένει ακόμα στο μυαλό του, πως η γυναίκα εκείνη, σαν όλες τις άλλες, έμενε ακόμη περήφανη σαν να ‘ταν αρχόντισσα κι αναγκάστηκε να ειρωνευτεί τους χαλεπούς καιρούς με την αθυροστομία της. Κι ίσως, κάπου βαθιά, η κυρά Χαϊδεμένη, να συμφώνησε μυστικά με τον εαυτό της πως όλα τα δάκρυα στέρεψαν, όταν αρχόντισσα ακόμη πάσχιζε με δαύτα να σβήσει τις φωτιές της Σμύρνης.
Κάποτε μου ανέφερε ο πατέρας μου ότι μικρός έκανε μπάνιο στο Κουρέντι. Μόλις πρόσθεσες αρκετά κομμάτια στο παζλ εκείνης της εικόνας...