Δεν έχω αντιπροσωπευτική φωτογραφία. Μόνο μερικούς χειμερινούς κολυμβητές στη μεγάλη παραλία του Ηρακλείου. Και τόνοι άμμου. Και τόνοι νερού. Και μετρημένα κύματα στα ακροδάχτυλα της ψυχής. Όχι πολλά, μα ούτε και λίγα. Όσα κι αν ήταν, τα απαριθμούσες με την ορμή του συναισθήματος, τα θυμάσαι τώρα με την βοή της πραγματικότητας, τα μυρίζεις αχνά μέσω μιας μύτης φραγμένης από δάκρυα, τα γεύεσαι με το αιώνιο αλάτι των λογισμών σου, τα βλέπεις με μάτια μισόκλειστα: Είναι που δεν αντέχεις τον ήλιο, ένα μεσημέρι που όλα μοιάζουν μπλεγμένα. Τόσος είναι ο ήλιος, που μπορείς να διακρίνεις με μαθηματική ακρίβεια τα γυρίσματα των δεσμών. Ίσως να είναι γόρδιοι, μα δεν αντέχουν το σπαθί. Ευάλωτα δεμένα μέσα τους της καρδιάς τα κορδόνια, απαιτούν υπομονή, επιμονή και στοργή στην επίλυση. Πλεξούδες από «αχ», «γιατί» και «δεν ξέρω».
Σαν εκείνες που σχολαστικά πλέκουν οι γιαγιάδες σε χρωματιστά πουλόβερ επάνω, σαν εκείνες που χτενίζουν τρυφερά η μαμά στην κόρη, η αδελφή στην αδελφή και η φίλη στην φίλη.
Έτσι, εκεί στην απέραντη παραλία της Κρητικής πρωτεύουσας, απορείς πώς εκείνος ο τσιμεντένιος αχός της μεγαλούπολης που στέκει πιο πέρα, μπορεί ακόμη κι ορθώνεται κάτω από το βάρος της σύγκρισης. Ίσως και να ντρέπεται. Που δεν άφησε τα βήματα του «Καπετάν Μιχάλη» ανέγγιχτα, που δεν μπορεί να κοιτάξει τα κύματα του κόσμου με υπερηφάνεια. Πρέπει να ντρέπεται που παρά τα ακριβοπληρωμένα τετραγωνικά του δεν μπόρεσε να στεγάσει ούτε μια στιγμή Ανθρώπου.
Εκεί, στην Αμμουδάρα, αυτής της παραλίας το όνομα να στέκει μεγαλόχαρο στον υπερθετικό του, να θυμίζει εκείνους τους προπάτορες που αγωνιζόμενοι στις μάχες των καιρών δεν άφησαν τα επίθετά τους να καταλήξουν σε –άκης.
Δυο κοπέλες, πιο κει, εξοικειώνουν την θέρμη των νιάτων τους με το κρύο νερό του πελάγους, τουρτουρίζοντας. Και γελώντας. Άλλες δυο, ακόμη πιο κει, εξοικειώνουν τη θέρμη των νιάτων τους με την ωρίμανση που χρειάστηκε να πλάσουν άκαιρα. Δηλαδή, πιο νωρίς. Λιγάκι πιο νωρίς από όσο έπρεπε. Τόσο νωρίς που πίστεψαν ότι πια, έτσι ήταν από πάντα.
Κι ένα παπουτσάκι παρατημένο κάπου μέσα στο αμμώδες χάος, μόλις μίλησε για επιπόλαια τρεχαλητά του καλοκαιριού. Δυο ζευγάρια χνάρια, όλα κι όλα, να πορεύονται κάπου μέσα στο αμμώδες χάος και να ψιθυρίζουν για ερωτευμένους χορούς, για μεθυσμένα φιλιά που μυρίζουν Μαλιμπού και ανανά. Τόσο μαζί οι γεύσεις, τόσο μαζί και τα αρώματα, όσο μαζί και τα ερωτευμένα χνάρια. Πλάι, στη δυαδικότητά τους, μαζί στην ατομικότητά τους, μπλεγμένα κι αυτά, σαν μια πλεξούδα που λύθηκε και αφέθηκε να ξετυλίγεται από τη φυγόκεντρο της σαρωτικής ανημπόριας.
Κι όλα τα πολύχρωμα λαστιχάκια, όλα εκείνα τα κορδελάκια που ευτυχισμένα ξεδιαλέγουν τα κορίτσια απ’ τα παζάρια, να μην μπορούν να σφραγίσουν την άκρη της πλεξούδας. Κι ούτ’ ένα βλέμμα, ούτ’ ένας λόγος, ούτε αιτία μία, να μην μπορεί να κλειδώσει την άκρη της πλεξούδας. Κι ούτ’ ένας κύκλος, ούτε μια σφαίρα, ούτε αγκαλιά μία, να μην μπορεί να προφυλάξει την πλεξούδα.
Παρά μονάχα ένα ράγισμα στον θόλο του ουρανού, έτσι όπως μοναδικά αποτύπωσε ο elpinor , να στέλνει ερωτήματα. Να στέλνει και σταυρουδάκια λευκά, πλαστικά, έτσι, να συμβολίζουν πως μέσα σε ένα αμμώδες χάος υπάρχουν τα πάντα: θύελλες, ευτυχία και ελπίδα.
Θύελλες, ευτυχία και ελπίδα.
Γράφεις ωραία, σου το έχουν πει;