Ίσως επειδή ήταν πιο κοντά, εκεί σε ένα βουνό επάνω, μου φάνηκε πιο γενναίος ο ήλιος. Πιο δυνατός. Διάτρητη η εξυψωμένη πλάση από τις αχτίδες του και οι σκιές, κι αυτές, πιο γενναιόδωρες, πιο χορταστικές. Όσες τουλάχιστον μπόρεσαν να ξεφύγουν από τον πύρινο βιγλάτορα.
-Ουφ! Ζεσταίνομαι, ζαλίζομαι, ζητάω ζωή σχεδόν…
-Δεν πρέπει.
Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, ποιος μίλησε; Κανείς εκεί. Κοίταξα πάνω, κοίταξα κάτω, ποιος ακούστηκε; Κανείς κι εκεί. Κοίταξα μπρος, κοίταξα πίσω, ποιος λάλησε; Κανείς. Ούτε κι εκεί. Κοίταξα στον κόρφο μου, κοίταξα στα χέρια μου, ποιος, ποιος είναι; Κάτι με χάιδεψε στο δεξί αυτί μου. Κοκκάλωσα. «Μην κουνιέσαι καθόλου», σκέφτηκα, «καμμιά σκάρπια* θα ‘ναι!».
-Έτσι υποδέχεσαι μια κυρία;
Αχ, ποιος είναι, ποιος είναι, ποιος…Μμμμ….στάσου, έχω ένα καθρεφτάκι, το αγόρασα από το χθεσινό πανηγύρι, για να δω, λοιπόν…Το σήκωσα αργά το καθρεφτάκι, ανεπαίσθητα σχεδόν, στο ύψος του δεξιού μου αυτιού. Εκεί την είδα. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στην πλούσια τούφα μαλλιών που γυροφέρνει ανήμερη εκεί στο πλάι, νωχελικά σχεδόν, είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στην πλούσια τούφα των μαλλιών μου. Σταυροπόδι καθόταν, ωσάν μια κυρία και το κοντό φουστανάκι της, επέτρεπε στα πόδια της τα ντελικάτα να φανερωθούν. Καθόταν, επάνω στο αυτί μου! Και κουνούσε ρυθμικά τα ντελικάτα πόδια της, στο «πήγαινε» εκτινάσσονταν, στο «έλα» κράδαιναν τον λοβό. Ξάφνου, μια λάμψη στο καθρεφτάκι, εκτυφλωτική!
-Μη, πονάω! Τα μάτια μου…Δεν έχεις τρόπους τελικά. Δεν πρόκειται να γίνεις κυρία.
-Συγγνώμη, δεν το ήθελα. Επίτηδες το έκανα…
-(Ξεσπάει σε γέλιο γάργαρο). «Επίτηδες»; (Ξαναγελά).
-Ναι, επίτηδες, συγγνώμη κιόλας…
-Δηλαδή, το ήθελες και το έκανες…
-Όχι, δεν το ήθελα.
-Τότε πώς το ‘κανες «επίτηδες»;
-Αυτό σου λέω, δεν το ήθελα, το έκανα επίτηδες!
-Χμμ… «επίτηδες» τι σημαίνει, ξέρεις;
-Κάτι σαν…πως, πώς να το πω….Αυτό δηλαδή, «κατά λάθος».
-Χαχαχα! Γούστο έχεις!
-Μα γιατί γελάς;…
-Επίτηδες, σημαίνει εσκεμμένα.
-Τι;
-Άστο το «εσκεμμένα»…Λοιπόν… «Επίτηδες» σημαίνει…Ουφ! Δηλαδή, όταν λέμε «το έκανα επίτηδες», εννοούμε ότι «το έκανα επειδή το ήθελα, επίτηδες!»
-Ω…
-Εμ…
-Ω…Όχι, δεν εννοούσα αυτό…Εννοούσα ότι δεν το ήθελα…
-Εντάξει, το κατάλαβα! Λοιπόν;
-Τι;
-Τι λέγαμε;
-Σου ζήτησα συγγνώμη. Πόνεσαν τα μάτια σου με το καθρεφτάκι, θυμάσαι;
-Την δέχομαι, εννοείται…(Χαμογελά).
-Ποια είσαι; Γιατί λάμπεις έτσι;
-«Γιατί λάμπω, γιατί λάμπω», τι ερώτηση είναι αυτή; Θα ‘πρεπε να με ρωτήσεις πώς με λένε. Κι όταν θα σου απαντούσα, θα ήξερες και γιατί λάμπω.
-Ναι, ε; Εντάξει. Πώς σε λένε, λοιπόν;
-Λιογέννητη.
-Α! Είσαι από ‘κείνο το παραμύθι! Είσαι η κόρη του ήλιου!
-(Χαμόγελο κατανόησης). Κοντά έπεσες. Είμαι μια από τις πολλές κόρες του ήλιου. Όσο για το παραμύθι, είναι λίγο μπερδεμένο, ξέρεις…
-Μα είναι ένα παραμύθι, το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά! Να στο πω; Για σένα μιλάει!
-Το ξέρω. Μόνο…που δεν είναι παραμύθι.
-Δεν είναι;
-Όχι, δεν είναι.
-Δηλαδή…
-Είναι αλήθεια.
-Δηλαδή…
-Είμαι αληθινή κι εγώ. (Χαμογελάει πάλι).
-Αααα…Χάρηκα! Ε, συγγνώμη, δε σου είπα το όνομά μου-
-Το ξέρω (με διέκοψε). Όπως, επίσης, ξέρω γιατί μπερδεύεις το «επίτηδες» με το «κατά λάθος».
-(Κοκκίνισα, καίνε τα μάγουλά μου πολύ!). Ναι, γι’ αυτό θα σου έλεγα κιόλας να έρθεις από το άλλο μου τ’ αυτί.
-«Πινακωτή, Πινακωτή, έλα από τ’ άλλο μου τ’ αυτί!» Χα, χα! Τι ωραίο παιχνίδι!
-Δεν είναι παιχνίδι! (Θύμωσα). Είναι κι αυτό…
-…αλήθεια. Αυτό θες να πεις;
-Ναι.
-Σωστά. Κι αφού τα ξεκαθαρίσαμε όλα, έρχομαι από το άλλο σου τ’ αυτί. Περίμενε.
Φσσστ! Φρουπ! Κοντοστάθηκε πεταρίζοντας για λίγο μπροστά από το πρόσωπό μου, μου ‘κλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα και οοοοοπ! στρογγυλοκάθισε στο αριστερό μου αυτί.
-Αμμάαααννν…
-Τι;
-Δεν βολεύομαι καλά εδώ.
-Το ακουστικό, ε;
-Μμμ…ναι. Μη σκας, όμως, θα την βρω την άκρη. Καλέ; Πο πο…και τι ωραίο που είναι….(Ξερογλείφεται σαν να βλέπει ολόφρεσκια τούρτα σοκολάτα μπροστά της). Χάρμα! Πολύ συμπαθητικό! Τς τς τς…έχει και ροδελίτσα, βρε παιδί μου….κοίτα να δεις…
-Ναι, είναι για να δυναμώνεις και να χαμηλώνεις την ένταση! (αναθάρρησα).
-Σώπα…Κι αυτό το κουμπάκι, τι είναι;
-Άμα το κουνήσεις ανοίγει και κλείνει τελείως. Κι άμα το αφήσεις στη μέση, ακούς στο τηλέφωνο χωρίς, όμως, τους γύρω θορύβους!
-Πόπο….Τι λες; Μιλάμε, πολύ τεχνολογία, ε; Κουμπάκια δω, κουμπάκια κει….Πώς βγάζεις άκρη; Μπράβο…
-Ε, δεν είναι και τόσο δύσκολο…ξέρεις. (Ντροπαλά).
-Εγώ θα μπερδευόμουν, πάντως. Αλλά, μπράβο, όμως, ωραία τα καταφέρνεις…
-Ναι, αλλά…
-Τι;
-Δε μ’ αρέσει το χρώμα του…
-Χμμ…θα στο έλεγα κι εγώ.
-Ναι…Ναι, θα το ήθελα χρωματιστό.
-Μμμ…(τα μάτια της έπαιξαν χαρούμενα με νόημα). Όντως!
-Ξέρεις κάτι;
-Σ’ ακούω.
-Το αγαπάω κι έτσι που είναι. Καμαρώνω γι’ αυτό, καταλαβαίνεις; Από μικρό, που ήμουν, αυτό το πραγματάκι…Να, πώς να στο πω….Τα ξέρει όλα! Όλα τα μυστικά μου. Τα πάντα! (Παύση). Νομίζεις ότι υπερβάλλω;
-Ε, λίγο…
-Ό,τι θες πες. Εγώ το αγαπάω. Για όσο κάνει καλά τη δουλειά του, βέβαια…(Γελάω).
-Μμμ…ωραία βολεύτηκα τελικά.
-Μόνο πρόσεξε, μην πατήσεις το κουμπάκι και το κλείσεις «επίτηδες».
-Χα χα! (Παύση). Σοβαρά, τώρα. Κι επίτηδες να το κλείσω, πάλι θα με ακούς.
-Ναι;
-Ναι.
-Μα γιατί «ναι»;
-Όταν το κλείνεις, εσένα δεν σε ακούς;
-Με ακούω.
-Και πιο πολύ, μάλιστα, ε;
-Νννναι…Δηλαδή, ναι!
-Εσύ δεν έχεις καμμία διαφορά, είτε είναι ανοιχτό, είτε είναι κλειστό. Η ίδια είσαι.
-…
-Ίδια εισαι.
-Δηλαδή…
-Δεν αλλάζει τίποτα. Ο κόσμος γύρω σου είναι ο ίδιος. Ο αέρας είναι πάλι αέρας. Το χώμα είναι πάλι χώμα. Τα φύλλα που βλέπεις εκεί, είναι πάλι φύλλα. Ο ήλιος και οι κόρες του, όλα μένουν ίδια. Όλα εδώ μένουν, μικρή μου, όλα εδώ.
-Π….πώς;
-Δεν έχει «πως», απλά έτσι είναι. Και η σκληρότητα είναι εδώ, και η βία είναι εδώ, και η θλίψη, και τα κατορθώματα και τα λάθη. Όλα εδώ είναι. Τα πάντα είναι εδώ. Μένουν αλαζονικά, αυτάρεσκα, αμετάβλητα, αμετακίνητα και το μόνο που κάνουν είναι να σε προκαλούν να τα δεις όπως εσύ θέλεις.
-«Όπως εσύ θέλεις».(Επανέλαβα).
-Όπως εσύ θέλεις.
-Και ο ήλιος;
-Και ο ήλιος.
-Μα…
-Τι;
-Εμένα, γιατί μου φαίνεται πιο γενναίος εδώ πάνω; Κάτω που ήμουν, στον κάμπο, μου φαινόταν…πώς να το πω…απλά…Απλά ένας ήλιος και τίποτ’ άλλο.
-Θα σου πω κάτι. Πάντα γενναίος είναι ο ήλιος. Πάντα. Κι εσύ πάντα γενναία είσαι. Πάντα.
-Τότε, τι αλλάζει;
-Τίποτε άλλο, από το νόημα των ματιών σου.
-…
-Κατά βάθος, «επίτηδες» και «κατά λάθος», είναι τα ίδια πράγματα. Απλά, κάποια μέρα ξυπνήσαμε και είπαμε ότι η μια λέξη είναι το ένα και η άλλη το άλλο. Κατά τα άλλα, αέρας είναι και τα δύο. Ήχοι. Κωδικοποιημένοι ήχοι. Έτσι είναι όλα.
-Όλα;
-Όλα.
-Μα, τότε, πριν γιατί με διόρθωσες; Αφού ήξερες τι εννοούσα.
-Γιατί, τελικά, πρέπει να ζήσεις με αυτούς τους κώδικες. Κι όσο πιο γενναίο είναι να τους αποκωδικοποιείς και να λύνεις τα κουβάρια τους, άλλο τόσο γενναίο είναι να τους ανατρέπεις.
-Κι εγώ τι από τα δύο να κάνω;
-Εσύ ξέρεις καλύτερα από εμένα.
-Ναι;
-Ναι.
-Νομίζω ότι πότε κάνω το ένα και πότε το άλλο. Και τώρα που μιλάμε, έχω την εντύπωση…
-Ναι;
-Ότι γίνονται και τα δύο μαζί.
-Γι’ αυτό σου φαίνεται ο ήλιος πιο γενναίος.
-Ουφ, ζεσταίνομαι, ζαλίζομαι, ζητάω ζωή σχεδόν…
-Δεν πρέπει. Με τα δικά μου μάτια, είσαι γενναία. Όπως τότε που ήσουν στον κάμπο και ο ήλιος σου φαινόταν «απλά ήλιος».
-Και με τα δικά μου μάτια; Με αυτά τι γίνεται τώρα;
-Άστα να ξεκουραστούνε λίγο. Σου δίνω για λίγο τα δικά μου.
Και τότε, λέει, κοιμήθηκα. Με το μισό κορμί διάτρητο από τον ήλιο και το άλλο μισό να χορταίνει από σκιά. Και μια Λιογέννητη, στο προσκεφάλι μου, που της χρωστούσα ένα γενναίο βλέμμα.
*σκάρπια=ο σκορπιός, έτσι όπως τον λέει η γιαγιά μου.
...και μια γενναία Άρτεμις έχω να συμπληρώσω.