«Για πόσο καιρό θα ταξιδεύουμε, ΑΠΤΟ;», ρώτησα με τη δίψα να λυσσομανάει μέσα στο στόμα μου. Είχα θρονιαστεί στην πλώρη του φ, κι ευτυχώς σε αντίθεση με τις κανονικές φελούκες, το ΑΠΤΟ είχε ένα πανί κι ένα κατάρτι για να προχωράει. Δε χρειαζόταν να κάνω κουπί, θα ‘ταν σίγουρα πολύ κουραστικό. Το ΑΠΤΟ, όμως, είχε ένα κακό. Ήταν λιγομίλητο και, για να πω την αλήθεια, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ξεστομίσει κουβέντα. «Πες μου, ΑΠΤΟ, για πόσο καιρό ακόμα;». Φλαπ, φλαπ, να σκάνε τα κυματάκια στην πρύμνη της φελούκας κι αστραπιαία σκέφτηκα πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με μία τρικυμία αυτό το μικρό βαρκάκι. «Σαν καρυδότσουφλο είναι!», αναλογίστηκα, «μέσα σε εκατομμύρια τόνους νερού, εγώ κι ένα καρυδότσουφλο…», συμπλήρωσα και γέλασα μυστικά. Το ΑΠΤΟ, λες και μ’ άκουσε, έδωσε μια και γόργεψε την πορεία του, ως να ‘θελε να με διαψεύσει.
Μμμ…πού είναι η αυλή του Δέλτα; Την πεθύμησα κιόλας. Είχε στήσει και μία αυτοσχέδια κούνια που δανείστηκε από το Λάμδα, για να ‘ρχονται τα παιδιά να αιωρούνται όταν το θέλουν. Σιγά σιγά, όλα τα γράμματα ζήτησαν από το Λάμδα μια ίδια κούνια για τις αυλές τους, εκτός από το Ωμέγα.
Το Ωμέγα, είχε παντρευτεί την Ώρα, την ομορφότερη κοπέλα της πολιτείας. Κι επειδή η Ώρα ήταν πάντα σε εγρήγορση, ήταν πάντα στο κατόπι των ανθρώπων, συμφώνησαν να μην έχουν ένα σπίτι με θεμέλια, αλλά να ζουν σε ένα σύννεφο και να περιφέρονται κατά πώς το θέλουν. Συμφώνησε το Ωμέγα, κι ας ήθελε να έχει κι εκείνο μια μικρή αυλή με κούνια για τα παιδιά της πολιτείας, συμφώνησε διότι αγαπούσε την Ώρα του τόσο, μα τόσο πολύ…Και γρήγορα, άρχισε να τη βοηθά. Τόσο παρόν το Ωμέγα στης Ώρας τα περπατήματα που, πολύ συχνά πια, οι άνθρωποι στην πολιτεία των λέξεων όταν την έβλεπαν να περνά, δοκίμαζαν μια μεγάλη έκπληξη. Κι αυθόρμητα, κάθε στους έκπληξη, συνοδευόταν από ‘να ωμέγα: «Ω, πέρασε η ώρα!», «Ω, τι θα κάνω τώρα;», «Ω, τι ωραία μπόρα!», «Ω, τι όμορφη χώρα…». Κάτι τέτοιο, αλλά η ουσία ήταν ότι το ζευγάρι εκείνο, δική του αυλή να μπαίνουν τα παιδιά, δεν είχε.
Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, όλα τα γράμματα ένιωθαν ότι οι αυλές τους ωχριούσαν μπροστά σε αυτή που είχε φτιάξει το Δέλτα. Πραγματικά. Δεν είχε κάνει κάτι ιδιαίτερο το Δέλτα, απλά, η αυλή του είχε το προνόμιο να βρίσκεται στα περίχωρα της πολιτείας, άρχιζε από τους πρόποδες του βουνού κι έφτανε ως την ακροθαλασσιά. Και δυο ποτάμια, κατέβαιναν απ’ το βουνό κάθε που έλιωναν τα χιόνια του Χειμώνα, συναντιόνταν στην αυλή του Δέλτα, προχωρούσαν ορμητικοί μέσα από βραχάκια κι αυλάκια μεγάλα, φώλιαζαν πιο ήρεμοι σε μια λίμνη, ξεχείλιζαν έπειτα αργά αργά ώσπου με μια απαλή κι αδιόρατη κίνηση έρρεαν να γίνουν ένα με την αρμύρα. Εκεί, στο ξεχείλισμα απάνω, εκεί έτυχε τα νερά να ‘ναι πολύ ρηχά, στέκονταν όλα τα παιδιά και χαιρετούσαν τα γλυκά νερά, να ‘χουν καλό ταξίδι.
Παίζαν τα παιδιά, μέσα στα ρηχά νερά πλατσουρίζοντας, βρέχοντας το ένα το άλλο, παίρνοντας χώμα από τις όχθες να τ’ ανακατέψουν με τα νερά, να κάνουν πηλό, να φτιάξουν χίλια μύρια. Ολόκληρα πήλινα χωριά στις όχθες των ποταμιών, δω και κει ανθρωπάκια με στραπατσαρισμένες μύτες, κουλουράκια και μπαστουνάκια γεμάτα αθώα αποτυπώματα παιδικά, έτσι, σαν υπογραφή του πλάστη έχασκε το αποτύπωμα σε κάθε δημιουργία. «Άμα κολλήσεις το μπαστουνάκι ανάποδα, από τη δεξιά μεριά του κουλουριού, έχεις μάνι μάνι ένα Άλφα!», είπε χαρούμενο το Δέλτα, καθώς έφερνε δυο κανάτες με λεμονάδα. Τρέχανε τα παιδιά –κι ακόμη θα τρέχουν…-γύρω από το Δέλτα, κρέμονταν απ’ τα πόδια του, ξεφώνιζαν, το φιλούσαν. «Άλφα δε φτιάξαμε, αλλά κοίτα, έχουμε γεμίσει τον τόπο με Δέλτα!». Κοίταζε συγκινημένο το Δέλτα–κι ακόμη θα κοιτάει…-και να που οι όχθες των γλυκών νερών είναι διάσπαρτες με άπειρα τριγωνάκια. Κι άφηναν, τα μωρά, τις πήλινες υπάρξεις, άλλες να στεγνώνουν στον ήλιο, άλλες να απειλούνται ανυποψίαστες από το πλησίασμα των νερών για να γίνουν ακαθόριστη θολούρα στο καθορισμένο υδάτινο ταξίδι. Να θαμπώνουν, να καφετίζουν αθέλητα απ’ τα πήλινα χωριά, τα νερά των ποταμιών, και τα νερά τους ποτέ δεν παραπονέθηκαν.
Λεμονάδα! Λεμόνι, νερό, ζάχαρη, σόδα και παγάκια! Αχ, σαν πηλός το σώμα ολάκερο, θέλει πού και πού να ξεδιψά, να βρέχεται για να πλαστεί καλύτερα στης ζωής τα χέρια. Αδέξια χέρια, είναι αλήθεια, αδέξια συχνά, μα στο τέλος με τούτη την αδεξιότητα βγαίνει το κάτι μαζί μ’ ένα λάθος. Σαν τα ανθρωπάκια με τις μύτες τις ζουληγμένες, σαν τα κουλούρια τα σημαδεμένα με αποτυπώματα. Και αυτά τα λάθη, τα γεννημένα απ’ της ζωής τα αδέξια χέρια, να φτιάχνουν το κάτι που, αν το λογαριάσεις καλά, συχνά πυκνά όταν σου λείψει, το πρώτο που ξεχνάς να θυμηθείς είναι εκείνα τα λάθη που το συνοδεύουν. Αλλά ξεχάστηκα, πάλι ξεχάστηκα…
Λικνίζομαι στο πέλαγο μαζί με το ΑΠΤΟ, τώρα. Δεν είμαι στην κούνια του Δέλτα. Δεν είμαι κάτω από μια Δρυ, δεν κάνω γύρω γύρω σαν τον Δερβίση, δεν διατάζω σαν τάχα αρχηγός, δεν διαφεντεύω τα ξημερώματα και τα σούρουπα, δεν δείχνω στην μπέμπα το δαχτυλίδι που φορώ, δεν δρέπω καρπούς από τα δέντρα της πολιτείας. Είμαι στην φελούκα. Μια στρυφνή φελούκα, όπως δείχνουν τα πράγματα, που δε λέει λέξη. Και διψώ…Διψώ; Όχι, δεν διψώ…Μα πώς γίνεται να μη διψώ; Δεν μπορώ να καταλάβω, πριν λίγο λυσσομανούσε η δίψα στο στόμα μου, τώρα το σάλιο δροσερό κυλά κι είναι τα σπλάχνα μου πηλός, έτοιμος για πλάσιμο. Μα πώς;
Φλαπ, φλαπ, τα κυματάκια στην πρύμνη της φελούκας κι έγειρα στο πλάι να κοιμηθώ λιγάκι. Πριν κλείσω τα μάτια, λίγο πριν, στο μεταίχμιο ενός ακόμη σούρουπου, ακούστηκε για πρώτη, πια, φορά του ΑΠΤΟΥ η φράση:
«Σε ξεδίψασαν οι αναμνήσεις».
«Τι είπες;», πετάχτηκα με τρόμο σχεδόν. Αλλά, σιωπή. Σα να μου ‘λεγε το αρκετά μυστηριώδες, όπως έδειχναν τα πράγματα, πλεούμενο, ότι τα λόγια δε χρειάζεται να λέγονται για να υπάρχουν. Απάντησα εγώ, επαναλαμβάνοντας: «Με ξεδίψασαν οι αναμνήσεις»…
Ξεδίψασα με τη λεμονάδα του Δέλτα, με τα ποτάμια στην αυλή, με τη δροσιά του σύννεφου, με τη σκιά του δέντρου, με ξεδίψασαν οι αναμνήσεις…
Φρουπ, φρουπ…φρουπ, φρουπ! Πετάρισε ρυθμικά το πανί, στο άκουσμα των τελευταίων σκέψεων. Και ξανά, φρουπ, φρουπ! Φρουπ, φρουπ, φρουπ φρουπ, «με ξεδίψασαν οι αναμνήσεις», φρουπ, φρουπ, φρουπ φρουπ…Μαζί με τα «φρουπ» κι η φράση, το ‘πα έτσι, το ‘πα αλλιώς, ώσπου έγινε μελωδία. Κι όρισα τα «φρουπ» να ακουμπούν στους δύο τόνους της φράσης:
«Με ξεδΙψασαν οι αναμνΗσεις». Κι έτσι, ξεδιψασμένα, τραγουδισμένα, μ’ ένα πανί για ταμπούρλο κι ένα ΑΠΤΟ άπιαστο, πορεύτηκα παραπέρα.
Μεγάλη και σπουδαία η δίψα για ζωή. Μακάρι να μην ξεδιψάγαμε ποτέ...