Monday, November 28, 2005
Η πολιτεία των λέξεων
Οι λέξεις έχουν μία πολιτεία. Έζησα για πολύ καιρό εκεί, ώσπου ήρθε η ώρα του ξενιτεμού. Μου είπαν: "Ο Άλφα-Ωμέγα, θέλει να του φέρεις ένα πανί".

Πανί; Τι πανί; Τι χρώμα κι από τι; Και γιατί πανί; Και τι το θέλει; Και γιατί εγώ; Και πού θα το βρω; Και πως; Και πότε; Μα...

"Ο Άλφα-Ωμέγα θέλει να του φέρεις ένα πανί".
Τίποτ' άλλο δεν είπαν. Τίποτα. Από πού ν' αρχίσω, έλεγα, από πού; Δεν έχω στοιχεία, ούτ' αποδείξεις. Ένα τίποτα και μια εντολή μoνάχα.

Την επομένη κιόλας έπρεπε να φύγω. Ξέρετε, ο χρόνος στην πολιτεία των λέξεων είναι αλλιώς. Ανήκει στο Έψιλον. Ξημερώνει κάθε που γεννιέται μια επιθυμία, νυχτώνει κάθε που ξεστομίζεις "ελευθερία". Και είναι λίγο παράξενο, διότι σε κάθε σπίτι όλα αλλάζουν. Εκεί, ο γέρος χουχουλιάζει ρουφώντας το τσάι του, αλλού το παιδί ονειρεύεται πως χαμογελά στα φασκιά ένα "θέλω να σκορπίσω στον ουρανό χαρταετούς". Βράδυ στο μυαλό της μικρής Εμμέλειας κι ας είναι η ηλιαχτίδα της γειτονιάς, αυτή που τη μέλλουν όλα, αυτή που φροντίζει για όλα. Είναι που ήθελε όλη μέρα να κάνει τη μπέμπα να σταματήσει να κλαίει και μόλις σκέφτηκε πως πρέπει να την αφήσει ν' αποφασίσει μόνη της πότε θα πάψει, σουρούπωσε. Στέκει στο πλάι του δρόμου, γερμένη στην τοίχο, θαρρείς ότι πελάτες περιμένει, μα τίποτα αυτή. Για αυτήν είναι βράδυ στο μυαλό της. Πόσο καιρό είχε να βραδιάσει στο μυαλό της, πόσο. Την επομένη έπρεπε να φύγω.

Μόλις ξημέρωσε, τώρα που θέλω να φύγω κι ας είν' για την Εμμέλεια βράδυ, κι ας ειν' για τη μπέμπα πρωί, κι ας είν' για τον καμπουριασμένο ράφτη, καιρούς και καιρούς τώρα, μεσημέρι.

Τώρα πρέπει να φύγω. Η Φυγή, δεν έχει και πολλές φελούκες στο λιμάνι. Βλέπετε, δεν φεύγουν και πολλοί από τούτη δω την ονειρεμένη πολιτεία. Πού να βρεις έναν Άλφα-Ωμέγα να είναι τα πάντα, να σε πείθει ότι δεν πρέπει ποτέ να υπακούς, να περπατάει δίπλα σου όταν το θες, να σου μιλά όταν δεν το περιμένεις, να ξέρει για σένα, την Εμμέλεια, τη Φυγή, τη μπέμπα, τον ράφτη τον καμπουριασμένο, το γέρο που χουχουλιάζει, το παιδί που ονειρεύεται χαρταετούς, πιο πολλά από όσα ξέρει ο καθένας σας για τον εαυτό του. Και να το νιώθεις καλά πως, σε τούτη εδώ την πολιτεία, αυτός που είναι τα πάντα, για τον δικό του εαυτό δεν ξέρει τίποτα. Σαν αερικό ο ΑΩ, διαπερνά την πολιτεία και την αφουγκράζεται και, τελικά, όλοι όσοι τον έθεσαν σαν κάτι που λέγεται αρχηγός, σκέφτηκαν ταυτόχρονα και μυστικά ότι αυτό θα ήθελαν: Έναν να τους αφουγκράζεται αδιάλειπτα. Κι ήταν η πρώτη φορά που ξημέρωσε για όλους την ίδια στιγμή. Ήταν η πρώτη φορά.

Ο ΑΩ, δεν είναι ακριβώς αρχηγός. Διότι ποτέ δεν ζητάει κάτι. Γι' αυτό, πόσο εξεπλάγην όταν μου είπαν ότι θέλει εγώ, (ποιος, εγώ!) να του φέρω ένα πανί. Δεν είναι αρχηγός, διότι τον αγαπούν όλοι ανεξαιρέτως. Δεν είναι αρχηγός, διότι είναι ο πιο φτωχός απ' όλους. Δεν είναι αρχηγός, διότι ποτέ του δεν έμαθε ότι όλοι τον έθεσαν μια στιγμή, ταυτόχρονα και μυστικά, μια στιγμή ξημερωμένη για όλους, σαν κάτι που λέγεται αρχηγός. Δεν είναι αρχηγός, διότι δεν έχει τίτλο. Όλοι τον λένε ΑΩ, κι όσα πιστεύουν για 'κείνον στάζουν απαλά από της φωνής τα ηχοχρώματα, απ' τις αναλαμπές των ματιών, απ' της καρδιάς τα ακανόνιστα φτερουγίσματα κι απ' των μωρών τη γαλήνη όσες στιγμές βρίσκονται σιμά του. Είναι κάτι σαν φύλακας. Με 24 κλειδιά να κρέμονται αρμαθιασμένα απ' τη φαρδιά του ζώνη, έχει σε ένα δάσος φυτεμένα 24 δέντρα. Κι όποτε ένα γράμμα το θελήσει να φύγει, να πάει πολύ μακριά, να βρει μελένια φύλλα, μαλαματένια νερά, απάτητα κεραμίδια κι υπόγεια βουνά, ξημερώνει, παίρνει το κλειδί του, πάει στο δέντρο του και 'κει, στις ρίζες, στα χαμηλά το φυτεύει.

Δεν παίρνει πολλούς καιρούς, δηλαδή, ακόμη ξημέρωμα είναι, και το γράμμα κουλουριασμένο στο χώμα, το περπατούν μυρμήγκια, το κατοικούν σιγά σιγά διαφόρων ειδών ζωύφια, έρχονται και τα γουρμασμένα κάστανα, μετά τα μισοφαγωμένα από τις μέλισσες μήλα, μετά τα ξεστρατισμένα από τον άνεμο λεμονάνθια, μετά τα γερασμένα ροδόφυλλα, μετά τα δολοφονημένα από επιπόλαια παιδικά χέρια πλατανόφυλλα, μετά τα ατίθασα σύκα, μετά τα μισοσαπισμένα μαρουλόφυλλα, ένα ένα, δέκα δέκα, χίλια ένα και το σκεπάζουν. Γίνεται χώμα κόκκινο, το γράμμα, είναι άντρας και γυναίκα της ρίζας.

Κι έρχεται το Φθινόπωρο με το νερό. Και το γράμμα-χώμα, μουσκεύει, διαστέλλεται λασπερό και να 'σου η ρίζα πιο μέσα του ακόμη. Κι έρχεται ο Χειμώνας με το βοριά και το χιόνι. Πρώτα ο βοριάς, παίρνει τα όνειρα της κοιμωμένης ρίζας, τ' ανακατεύει, τα κάνει δίνες, ύστερα πλεξούδες, ύστερα κουλούρες, ύστερα ανυποψίαστους τυφώνες, ύστερα κρυσταλλένιες ανεμώνες. Μετά, το χιόνι. Σαν κρούστα που μόλις ζωγραφίστηκε σε μήλο ζαχαρωμένο και σε μυρωδάτη λεμονόπιτα, σαν βούτυρο επάνω σε ψωμί, και το γράμμα- χώμα, θα 'λεγες είναι σχεδόν ένα με τη ρίζα -όχι! κοίτα καλά, είναι ρίζα- κουρνιάζει πια στα ζεστά κι ας έχει πάνω χιόνι, κι ας έχει επάνω βράδυ στο μυαλό της Εμμέλειας. Κι έρχεται η Άνοιξη. Με αναστεναγμούς και πλάνο ήλιο. Αναστενάζει η Άνοιξη σαν χίλιοι μύριοι κραδασμοί της συμβαίνουν. Ο καμπουριασμένός ράφτης ανοίγει το παραθυρόφυλλο και τρίζουν οι μεντεσέδες. Οι κάλυκες απ' το φως ξεγελάστηκαν -κι ας είναι κρύο ακόμη, κι ας είναι βράδυ στο μυαλό της Εμμέλειας ακόμη, να, λοιπόν, γιατί ο ήλιος είναι πλάνος- αναθαρρούν, λοιπόν, οι κάλυκες κι ανοίγουν. Και τα τσόφλια σπάνε. Κρακ, κρακ, αμέτρητα κρακ, αμέτρητες εκρήξεις υπόκωφες και να 'σου νεοσσοί, νεογνά, γυρίνοι και φασκιωμένα νιογέννητα να σπαρταράνε τρυφερά και παιχνιδιάρικα. Και να, που το γράμμα-ρίζα είναι χυμός και ξάφνου πλανεμένος κι αυτός με τη σειρά του, ξημερωμένος από την θέλησή του να πετάξει που εκτοξεύτηκε ήδη στα ψηλά και χορεύει ηδονικά, στροβιλιστά στον απάνω κόσμο των κλωναριών. "Πού να πάω, πού να πάω;", ξεφωνίζει τρελαμένος", "λαβύρινθος οι κατευθύνσεις των κλωναριών και κοίτα να δεις που δεν θέλω μήτε ένα μίτο!" Δίνει μια το γράμμα-χυμός κι εκσφενδονίζεται στο μίσχο ενός από τα τόσα λουλούδια του λαβυρίνθου. Κει κουρνιάζει κι έτσι τροφαντό, αφήνει τη μέλισσα να το ξεζουμίζει όσο τραβάει η όρεξή της, το παιδί να χώνει τη μύτη του και να ρουφά το άρωμά του για όσο, μα όσο θέλει, τη γυναίκα να ξεπατικώνει την ομορφιά του και να βγαίνει το βράδυ με ματοτσίνουρα παρόμοια, τον άντρα ν' αδιαφορεί δήθεν επιδεικτικά, μα να λέει όλος καμάρι μέσα του:" Θα γίνεις καρπός και με σένα θα θρέψω τη γυναίκα μου και κείνη τα παιδιά μας, κι όλοι χορτάτοι θα μπορούμε όταν ξεμυτίσουν πάλι οι ανθοί να λέμε τα ίδια". Έτσι, τροφαντό το γράμμα-ανθός, δε φοβάται μη τυχόν στερέψει, δε φοβάται. Μα σαν έρχεται το Καλοκαίρι, από το γράμμα-ανθό, ποτέ καρπός δε βγαίνει. Κι απ' το λαβύρινθο τόσα τα φρούτα, όσα όλα μείον ένα. Το γράμμα-ανθός με το φως, με τον ήλιο, με τα συνεχή ξημερώματα των επιθυμιών του, εξατμίζεται. Πάει στα σύννεφα, πάει στα αερόστατα, πάει στα πουλιά, πάει στα άυλα κύματα, πάει δώθε, πάει πέρα, πάει καβάλα στον αγέρα. Είναι ήδη εκεί που ήθελε: Στο ταξίδι.

"Έι, ξύπνα! Πρέπει να φύγει η φελούκα", φώναξε η Φυγή. Ωραία φελούκα, σαν φ, με μια καρίνα που χώνεται βαθιά στο νερό και όρισε το Αβύθιστο Πλεούμενο Των Ονείρων. Μακρύ όνομα για φελούκα, μα ήταν απ' τις λίγες φορές που στην πολιτεία των λέξεων η Αλήθεια χρειάστηκε παραπάνω από μια λέξη για να στρογγυλοκάτσει άνετα. Η φελούκα για τους ταξιδιώτες που ταξιδεύουν κι ονειρεύονται, δε βυθίζεται ποτέ. Κι έτσι, την είπαν ΑΠΤΟ.

"Οκ", συναίνεσα, "φεύγω με το ΑΠΤΟ, μα...", καθώς ξεμάκραινα σκέφτηκα να ρωτήσω, "μήπως ξέρεις πού θα βρω το πανί του ΑΩ, Φυγή;". Είχε ήδη φύγει, σάμπως έκανε και τίποτ' άλλο; Όλο έφευγε...

Έτσι κι εγώ φεύγω. Αφήνω για πρώτη φορά την πολιτεία των λέξεων και ω...Τι ώρα είναι; Πρωί ή βράδυ;
 
posted by mistounou at 4:50 AM | Permalink |


4 Comments:


At 11:09 AM, Blogger elpinor

λουλουδια,πλοια, φρουτα ,βηματα ,νησια, γραμματα κι ενα βραδυ που χορευοντας με λογια στοργικα χαιρεταει ενα νοστιμο αχνιστο πρωι .

 

At 2:38 PM, Blogger Παπαρούνα

συνεχίζω να θαυμάζω τη γραφή σου...
Ίσως και γι αυτό να ήθελε ο ΑΩ να του πας εσύ το πανί. Ίσως γιατί χειρίζεσαι τόσο καλά τις λέξεις..

 

At 3:37 PM, Blogger snikolas

Εγώ περιμένω το post εκείνο που θα ανακοινώνει τον τίτλο του βιβλίου σου, για να πάω να το αγοράσω.

 

At 1:56 AM, Anonymous Anonymous

You have an outstanding good and well structured site. I enjoyed browsing through it »

 
eXTReMe Tracker