Γιαγιά...
...πες μου, γιαγιά, γιατί βάζεις τόσο μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι;
-Χριστόξυλο το λένε, τσούπα μου.
-Και τι είναι το χριστόξυλο;
-Το βάζουμε κάθε Παραμονή το βράδυ για να κρατάει το σπίτι ζεστό, να κάνει φως η φωτίτσα, που θα 'ρθει ο Χριστούλης. Και για να ξέρεις, κάθε που κλαδεύουμε τις ελιές, κρατάμε ένα μεγάλο ξύλο, να σαν κι αυτό και το βάζουμε στην άκρη για ευτούνη τη βραδιά.
-Α...
Πάντα τσακωνόμασταν με τον αδερφό μου, ποιος θα κοιμηθεί στον καναπέ που ήταν απέναντι από το τζάκι της γιαγιάς. Την αγαπούσαμε πολύ τη φωτιά. Σαν φοβόμασταν κάτι αλλοπρόσαλλα βράδια, σα μας ‘κλείναν το μάτι οι εφιάλτες, μισανοίγαμε τα βλέφαρα κι οι αναλαμπές της φωτιάς εκείνης μας ψυθίριζαν τρυφερά: "Είμαι εδώ, άρα κι εσύ είσαι εδώ". Ήταν μεγάλο πράγμα εκείνο.
Και κάτι άλλο ήταν: Το στολισμένο δεντράκι. Κάθε χρόνο το ίδιο κι αυτό, με τις ίδιες λάμπες, τις ίδιες γιρλάντες, όλα παλιωμένα και λίγο βαμβάκι φρέσκο κάθε χρονιά να παριστάνει επιτυχώς το χιόνι. Έτσι κι αυτό το δεντράκι, με τα λαμπάκια του διάχυτα, παρόμοια λόγια με τις φωτιές ξεστόμιζε, όχι μόνο όταν είχαμε εφιάλτες, αλλά και σε κάτι στιγμές που η μαγεία της θαλπωρής, μας έκανε να μην πιστεύουμε ότι όλο εκείνο το σκηνικό υπήρχε στ' αλήθεια.
Και κάτι ακόμη ήταν: Οι πρωινές φωνές του παππού που ετοιμαζόταν να πάει στο περιβόλι. Να μισοτσακώνονται με τη γιαγιά για το πόσα μπουκάλια κρασί πρέπει να φέρει το βράδυ, πόσο γάλα και "Νίκο, μην ξεχάσεις κείντη μυτζήθρα, να κάνουμε το βράδυ μακαρόνια. Α, και να φέρεις το χοιρινό να το ετοιμάσω για μεθαύριο. Νίκο! Που 'σαι ντέι, να φέρεις κι όσα αυγά θε λα χουν κάνει οι κότες, θέλω να φτιάξω τούρτα για το παιδί που γιορτάζει". "Ωχού, μωρέ γυναίκα κι εσύ", να απαντά ο παππούς δήθεν φουρκισμένος και να προσθέτει χαμογελαστά, περιπαικτικά "άμα τα θυμηθώ, τα θυμήθηκα...". "Το καλό που σου θέλω να τα θυμηθείς, γιατί τα θέλω λέω! Σήκω, βρε χριστιανέ, σήκω και μεσημέριασε! Βρε τι λέτε βρε, δέκα ώρες για να φάει τούτος ο άνθρωπος!" Έτσι, πέντε τα ξημερώματα, όποιο παιδί ήταν τυχερό κι είχε κοιμηθεί στον καναπέ του σαλονιού, απέναντι από το τζάκι, άκουγε αμυδρά τα μουρμουρίσματα. Το γαργάλαγε ανεπαίσθητα της ζωής η λάτρα. Κι άνοιγες το βλέφαρο, έτσι στα κρυφά, κι έβλεπες την αεικίνητη φιγούρα της γιαγιάς μου να περιστρέφεται σαν ηλεκτρόνιο γύρω από τον παππού-πυρήνα της ζωής της. Ήρεμος πυρήνας, ο παππούς μου, ποτέ δεν αναρωτήθηκε για την δύναμή του. Κι έτσι, άθελα, δίνει σε όλους την εντύπωση ότι έχει μια πλήρη άγνοια για τα πάντα, μα δεν έχει, μα δεν έχει.
Κι άλλα πολλά ήταν. Οι φωνές των γυναικών της γειτονιάς που έρχονταν δειλά δειλά κάθε πρωινό, να πιούν καφέ, να κάτσουν μπροστά σε κείνο το λατρεμένο τζάκι. Ήταν κι η μυρωδιά της πορτοκαλιάς που στέκει στην πίσω αυλή, έμπαινε λαθραία η μυρωδιά κάθε που η γιαγιά άνοιγε την πόρτα για την πίσω αυλή. Ήταν κι οι σβέλτες κινήσεις του θείου μου του μικρού, έτσι, πάντα σβέλτος, κινούσε για τη δουλειά του. Αραιά και πού, όποιο παιδί κοιμόταν στον καναπέ, είχε την ευκαιρία να χωρέσει ανάμεσα στην αέναη σβελτάδα του μικρού θείου, στεκόταν παρά τη βιασύνη της και πείραζε τ’ ανίψι, του τσιμπούσε το μάγουλο, του ‘βαζε μια μικρή τριχούλα απ’ τα μαλλιά του στη μύτη, να το γαργαλήσει, να ξυπνήσει. Κι ήταν κι ο μεγάλος θείος, με την αιώνια γλύκα του, να μυρίζουν οι ωραίες κολώνιες του και κείνος ο θείος, παρά τα περισσότερα χρόνια του, να μας πειράζει πιο πολύ, πιο πολύ. Και να γελάμε, ξυπνώντας, να γελάμε. Και να μπαίνουμε, θέλοντας και μη, σε μια γοργή ροή. Τρέχαν όλοι, ο καθένας διαφορετικά κι εμείς τρέχαμε μιμούμενοι εκείνους. Μόνο ο παππούς δεν έτρεξε ποτέ του, κρατούσε την ισορροπία για όλους. Ναι, ήταν πυρήνας.
Ήταν και τα παραμύθια που κουβαλούσα. Βιβλία και βιβλία, με παραμύθια Ακαρνανικά, άλλα της Πελλοποννήσου, άλλα των νησιών, πάντως παραμύθια ήταν, είχαν λαογραφικά στοιχεία μέσα, μα πιο πολύ ιστορίες απλών ανθρώπων. Όχι δεν είχαν δράκους και πριγκηποπούλες τα παραμύθια εκείνα, ούτε παληκάρια δυνατά κι όμορφα, ούτε ζώα που μιλάνε, ούτε απαραίτητα ένα δίδαγμα για το τέλος. Μιλούσαν για ανθρώπους απλούς, μα πιο πολύ για τις αδυναμίες εκείνων των ανθρώπων. Και να σου, να μαζεύονται πάλι εκείνες οι γειτόνισσες, και να σου η γιαγιά, πάντα αεικίνητη, να μαγειρεύει στην κουζίνα της και να σου, εγώ, να δίνω τις πρώτες μου παραστάσεις καθώς καθόμουν μπροστά σε εκείνο το τζάκι.
Ήταν κι οι γεύσεις. Όποτε τις γεύομαι, Χριστούγεννα μου θυμίζουν. Σπανακόπιτα, κλημεντίνες, απαγορευμένοι κουραμπιέδες, λικέρ μαστίχα, στραγάλια, καψαλισμένο ζυμωτό ψωμί στη φωτιά, λίγο ουίσκι στα ποτήρια των φίλων, λίγος καφές για τις γυναίκες της γειτονιάς.
Και μόλις έπαιρνε να βραδιάσει, είχε ήδη έρθει ο ήρεμος παππούλης, με όλα τα καλά στα χέρια κι άθελα, πάντα κάτι είχε ξεχάσει από τις πρωινές παραγγελιές της γιαγιάς και δώστου ένας αγαπησιάρικος καυγάς να ξετυλίγεται σαν κουβάρι και δώστου να απλώνεται ο «μουτζούρης» στα πρόσωπά μας, όταν χάναμε στα χαρτιά και δώστου δελτία καιρού από την ΕΡΤ, αυτά που ήταν, λέει, «για τους αγρότες» κι ο παππούς να λέει «σσσς! Σώπα ν’ ακούσουμε!», περήφανος που η τηλεόραση μιλούσε για κείνον και δώστου πάλι τσακωμοί για τις πυζάμες που τις χάσαμε και δώστου διαφωνίες ομηρικές για το ποιος θα κοιμηθεί μπροστά στο τζάκι.
Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε με του Χριστού την ιστορία, ξέρω μόνο ότι τουλάχιστον εγώ, είχα μια ανεκτίμητη ευκαιρία. Την ευτυχία να γεύομαι αχόρταγα, να γεμίζω ευτυχία διαρκώς και να την έχω τώρα κομπόδεμα, κάθε που θέλω να γιορτάσω, να την έχω κρασί αστείρευτο κάθε που θέλω να μεθύσω, να την έχω. Απλώς, να την έχω.
Ανοιξες το κομποδεμα και για μας ,ωραιο χριστουγενιατικο δωρο λαβαμε.