με λίγο ήλιο και περισσή αναμονή
αυτά, τα ιδρωμένα γράμματα,
με περισσή αναμονή να ξαποστάσουν.
Δεν εξατμίζεται η ανάμνηση του αγώνα,
ό,τι και να κάνω.
Μα έστω, τα χρώματα των φθόγγων μου
να στεγνώσουν.
Στάξανε, λέει, σ’ εκείνο το χαρτί,
τα αιμοσταγή τα γράμματα,
με περισσή αυταρέσκεια,
λιγάκι περισσότερο να το ποτίσουν.
Φέρτε μου λίγο χαρτί.
Σα να σώθηκε το άλλο
και κοκκίνισε.
Σα να μαρτύρησε παραπάνω
απ’ όσο έπρεπε.
Φέρτε μου λίγο χαρτί.
Είναι που θέλω να καταγράψω τις κουβέντες των σοφών.
Στάχυα άυλα σε σφιχτό δεμάτι.
Λίγο χαρτί, να το κάνω σαϊτα εκσφενδονιζόμενη
στα μπλεγμένα μαλλιά της πλανόδιας αλήθειας.
Είναι που θέλω να την κάνω να γελάσει.
Είναι που δεν μπορώ να την κάνω να μιλήσει.
Λίγο χαρτί.
Να το δέσω στα κάγκελα
της πλαϊνής της πόρτας.
Με του βοριά τα μιλήματα, ανακωχή
να κάνω. Λίγο χαρτί.
Λίγο χαρτί.
Χωνάκι στα βουβά αυτιά μου, αυτό,
λίγο χαρτί,
ν’ ακούσω των μυρμηγκιών τα σκιρτήματα,
του Μόχθου τα βήματα,
των ρωγμών τα ανοίγματα
και τις φλογέρες.
Λίγο χαρτί για του παιδιού τα κλάμματα,
λίγο. Λίγο χαρτί.
Αχ, πώς να σας πω τι θέλω να κάνω τώρα;
Λίγο χαρτί ν’ αφήσω πάνω του Τελεία.
Λίγο, έστω λίγο, τα μνημεία των ερώτων μου
να στήσω μεθοδικά. Και τελικώς,
ακανόνιστα σχεδόν να τα ξεχάσω.
Πώς να σας πω τι γράφω τώρα;
Λίγο χαρτί σου λέω και κλαίω,
έστω λίγο, να συμπυκνώσω μέσα του το «α».
Το «α» του αναιρώ και του αρχίζω.
Το «α» του πονάς και του αγαπάς.
Όλα τα «α» από τα λεμονάνθια,
στο μέσα τους κρυμμένα τα λάμδα των λαθών,
τα μι των «μη» και το θήτα της κάθε μου θητείας.
Λίγο χαρτί για τους ερωτευμένους φθόγγους μου,
αυτούς που λησμόνησαν κιόλας πώς γράφονται
και θυμούνται αβάσταχτα πώς αντηχούν στις στοές των αιώνων.
Λίγο χαρτί σου λέω και κλαίω, λίγο.
Έστω λίγο;
Είναι που θέλω να ιστορήσω πώς έμαθα να δένω τους φιόγκους.
Αυτούς που ανάρτησα σε ξένες πλεξούδες,
στο μουσείο του Πόνου.
Λίγο χαρτί, πρέπει να φύγω.
Να σφουγγίσω τις άχνες της εξώπορτας,
μη γλιστρήσω πάλι σαν γυρίσω,
μην γλιστρήσω.
Είναι που σφάλισα τα παραθυρόφυλλα,
είναι που λάτρεψα τα ακροκέραμα
και τις δαντέλες της γιαγιάς μου. Ναι.
Είναι που έμεινε χειμαρρώδες το παράπονο του δρόμου.
Λίγο χαρτί και ποιος μ’ ακούει;
Φέρτε μου λίγο. Λίγο χαρτί.
Για να πλανέψω τα αλαφροπάτητα γατιά που θα περάσουν.
Και τα πουλιά να φιλέψω.
Με λίγο χαρτί μεταλλαγμένο σε ψίχουλα ζεστά.
Λίγο ψωμί, λίγο χαρτί, για τις φτερούγες
της ψυχής μου.
Ευχαριστώ.
μαγευομαι