...που άρχισα να ζωγραφίζω τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου. Μου 'λεγες:
Με τις μουσικές του κόσμου σου με ταχτάρισες, με τις μουσικές εκείνες κι εγώ πορεύθηκα.
Μεγάλωσα. Πολύ. Τα αυτιά μου χρειάστηκαν μοτέρ, μηχανές και μπόλικη τεχνολογία για να σκιρτήσουν. Μα είμαι εδώ, άντρα, πατέρα, αδερφέ, φίλε μου αγαπημένε. Εσύ, το Άρεν να με σέρνεις στα φεστιβάλ της Νιότης κι εγώ, δίχως να ξέρω τίποτα άλλο για το κόκκινο χρώμα, έτρωγα ψημένο καλαμπόκι και "μαλλί της γριάς". Κάπου εκεί, ήταν, όταν γελούσες με την αφέλειά μου, κάπου εκεί. Όταν μπέρδευα τις πλεξούδες μου με ζάχαρη κι αλάτι, έτοιμη να παραδοθώ στα μπαχάρια του κόσμου. Έτοιμη να γευθώ τη νοστιμιά.
Μα γιατί μιλάω έτσι τώρα; Δεν ξέρω...Μα θυμάμαι πως μεγάλωσα κι άλλο λίγο.
Τότε ήταν, που, ξαφνικά -εντελώς ξαφνικά- η νοστιμιά έγινε και πίκρα. Έγινε, λέει, γλυκόξινη, στυφή, εμετική, αόριστη, έντονα ξινή, με καπνό, φωτιά, στάχτες αλλεπάληλες και λιογέρματα γεμάτη. Όλα αυτά με τη σειρά, καλέ μου, όλα αυτά κι άλλα τόσα που ποτέ δεν θα σου πω. Μου 'λεγες: "Πρέπει να δοκιμάσεις πολλά", τότε που ήσουν πατέρας. Μα έκανες ένα λάθος, μεγάλο. Είμαι του "όλα ή τίποτα" κι έσπευσα να διαπιστώσω τι άραγε να σημαίνουν τα τρία πρώτα γράμματα: ΟΛΑ...
Μου 'λεγες: "Σ' αγαπάω!", τότε που ήσουν εραστής. Και ποτέ σου δεν έμαθες ότι δεν χρειάστηκε να μου το αποδείξεις. Ποτέ...Είναι που, ζωγράφιζα τον κόσμο με την λάμψη των ματιών σου, μου ήταν αρκετό ένα τριαντάφυλλο, μια μυρωδιά αγαπημένη, ένα τραγούδι από σένα φάλτσο, ένα γέλιο περιπαικτικό -ας είναι και περιπαικτικό-να σε βλέπω να τεντώνεσαι χουζουρεύοντας δίπλα μου και εσύ. Εσύ και όλα.
Μεγάλωσα κι άλλο. Τότε ήταν, που έκανα αρκετή παρέα με την σιωπή. Την αγάπησα, το ξέρεις; Κι απαιτώ να είναι πάντα φυλαγμένη και ιερή. Σιώπησα, όμως, τόσο πολύ που έμεινα βουβή ακόμα κι όταν δεν έπρεπε. Ή μάλλον, ακόμα κι όταν δεν μου έπρεπε. Τότε ανακάλυψα πως θέλει τέχνη, θάρρος και ευαισθησία για να είναι κανείς μαχητής. Τότε έμαθα, πως είμαι πολύ μικρή ακόμη.
Κι άλλο μεγάλωσα, κι άλλο, κι άλλο. Λεπτό το λεπτό, στιγμή τη στιγμή, αιώνα τον αιώνα. Μεγάλωνε το σώμα μου και μίκραινε των ματιών μου η άπλα. Φοβήθηκα τόσο, που ζήτησα για πρώτη φορά τα δικά σου τα πινέλα. Μου είπες: "Πάψε να χρωματίζεσαι από τους άλλους", όταν ήσουν αδερφός, "τους καμβάδες της ζωής σου μονάχα εσύ ορίζεις".
Μα δεν μπορούσα. Το παραδέχομαι, δεν μπορούσα. Ήθελα, αλλά πράγματι δεν μπορούσα.
Παρατηρητής, θα ήταν το όνομά μου, αν δε με φώναζαν:
-Άρτεμηηηηηηηηηηηηηηηηη! (με ακούς;)
-Αρτεμη...(μη σ' ακούσουν!)...
-Αρτεμούλα...(με άκουσες;)
-Άρτεμη! (θα με ακούσεις!)
-Άρτεμη. (θα με ακούσεις τώρα!)
-...Άρτεμη...(σε άκουσα...)
-Άρτεμη; (καλά άκουσα;)
-Άρτεμη...(σε ακούω)
-Άρτεμη...(σα να το ακούω...)
-Άρτεμηηηηηηηηηηηηη...-λυγμός- (γιατί δεν με ακούς;)
Παρατηρητής. Χμμ...το βρήκα: Σιωπηλός Παρατηρητής.
Αυτό με θυμάμαι να κάνω πάντα, από τότε που άρχισα να ζωγραφίζω τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου, μπαμπά. Εσύ, που άλλαξες χιλιάδες πρόσωπα, έγινες αδερφός, φίλος, εραστής, περαστικός, εχθρός, συνάδελφος, παρτεναίρ μαζί μου στην σκηνή του κόσμου. Το άρεν στοιχείο, το εξισορροπητικό, το ζωοποιό, το ακαταλαβίστικο, το συχνά οδυνηρό, το μαγευτικό, το απαραίτητο, το απλό. Απλά, αυτό που είναι και τίποτα άλλο.
Κι ας φώναζα τη μαμά, τα βράδια που φοβόμουν. Κι ας αγκάλιαζα τη γιαγιά λίγο περισσότερο. Κι ας μου κρατούσε τα εγκαταλειμένα χέρια η αδερφική φίλη, όταν με πλήγωνες. Κι ας μπορώ να πω πιο πολλά με τα κορίτσια στο γραφείο. Κι ας γελώ εις βάρος σου συχνά.
Και τότε, μεγάλωσα ακόμη πιο πολύ. Τότε ήταν, που έμαθα ότι μπορούμε να ζωγραφίζουμε και παρέα.
Σιωπή για μη χαλασω την γευση ,την ένταση αυτού που μόλις διαβασα.