Sunday, September 11, 2005
Ξένοι τόποι να γίνονται δικοί σου

Σαν κάτι να σου λέει, ότι αυτή η νέα εικόνα που απλώνεται μπροστά σου, δεν είναι αγαπημένη για το στοιχείο της έκπληξης που κρύβει, αλλά για κάτι πιο βαθύ. Είναι σα να νομίζεις ότι την αγαπάς, επειδή την ήξερες από πάντα.
Των ταξιδιών τα δώρα, ανύποπτα μέσα στης μνήμης την αυλή βολεύονται, δροσίζονται με την αύρα του βουνού, αναθαρρούν με τη θέα του πελάγου και νανουρίζονται με της γάτας το μουρμούρισμα.

Άξιοι και θαυμαστοί όσοι ταξιδεύουν με το μυαλό τους. Κάποιοι, έχτισαν στίχους για της Καραϊβικής τα ηλιοβασιλέματα, πλάι σ’ ένα μαγκάλι, μέσα σε ένα δωμάτιο που δεν άλλαξε ποτέ. Βιβλία, έγραψαν, για εξορμήσεις στη σελήνη και εναέριες πτήσεις που επιβεβαιώθηκαν αιώνες αργότερα. Έβαλαν τα ζώα να μιλούν, να ορίζουν τον κόσμο με τις αποφάσεις τους μέρμηγκες και λιοντάρια. Άξιοι και θαυμαστοί.

Όχι σαν κάποιους άλλους. Αυτούς, τους τυχερούς, που θα μπορούσαν να βγουν έξω από το πολυτελές ξενοδοχείο τους και να δουν γιατί το χαμόγελο των Μασάι, που στέκουν πιο πέρα ανάμεσα σε δυο φτωχικές παράγκες, είναι διαφορετικό. Να συνειδητοποιήσουν γιατί μία Αφρικανή νιώθει πάντα δυνατή και όμορφη. Γιατί αυτών των γυναικών τα παιδιά, οπλίστηκαν με περισσότερη φαντασία και ευρηματικότητα, παρά τις αντιξοότητες της ζωής τους. Όχι, όχι σαν αυτούς που, τελικά, μόνο τυχεροί δεν είναι.

Τα δώρα των ταξιδιών χαρίζονται απλόχερα μονάχα σε μάτια και καρδιές αγνές. Παρθένες, εντελώς, από οποιαδήποτε φράση που περικλείει το «εγώ ξέρω…», τόσο μακριά από οποιαδήποτε βεβαιότητα, τόσο κοντά στην δημιουργική αμφιβολία. Ή μάλλον, ζωογόνα περιέργεια, από εκείνην που έθρεψε τα κατορθώματα όλων των μεγάλων εξερευνητών. Ναι, και των ποιητών, οπωσδήποτε και των ποιητών.

Ένας παππούς, είδε τη θάλασσα για πρώτη φορά όταν είχε δεν είχε κλείσει τα σαράντα του χρόνια. Ήξερε, όμως, πως εκείνος ο ξακουστός Ποσειδώνας, θα πρέπει να κράταγε στα χέρια του κάτι παρόμοιο με την τσουγκράνα του που χρόνια τώρα «χτένιζε» τη γη και ξεδιάλεγε το βιος. Ήξερε, την απελπισία του Αη Νικόλα, να διαγράφεται στα μονίμως αρμυρισμένα πετραχήλια του. Και δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει γιατί ο αγαπημένος του Προφητηλίας έκανε τα μέρη του ευλογημένα, με ένα τάμα δοσμένο ολάκερο στην ζωή την ίδια.

Εκείνος ο παππούς, είχε δει τον κόσμο με το βλέμμα του αετού. Βίγλισε τους κάμπους, καθώς το επιβλητικό τούτο πτηνό τον είχε αδράξει, να τον πάει βορά στων παιδιών του τη φωλιά. Μετέωρη, έλεγε, τούτη η φωλιά, μεταξύ γκρεμού και ουρανού, να κρατιέται μονάχα από μια σπιθαμή βράχου στο μεταίχμιο του κενού. Κι εκεί, σαν άκουγε Μετέωρα, ήξερε τι μπορεί να σημαίνει.

Σαν άκουγε για πυραύλους, θυμόταν της δεντρογαλιάς το σαϊτεμα, σαν άκουγε για βόμβες, ήταν βέβαιος πως θα ‘μοιάζαν με εκείνες τις εκρήξεις των κουκουτσιών της ελιάς μέσα σε κάρβουνα πυρακτωμένα. Σαν του ‘λεγαν για τρέλα, θα μπορούσε να σου απαντήσει εκτενώς για το σάστισμα των ανθρώπων εμπρός στη Λάμια ή τη Νεράιδα. Και τίποτε, μα τίποτε δεν θα μπορούσε να του ήταν άγνωστο, έτσι, οπλισμένος με τη σοφία του να ανακαλύπτεις στον ίδιο δρόμο καινούρια βήματα. Η ίδια ανατολή, κάθε μέρα άλλη να δείχνει, το αιώνιο ηλιοβασίλεμα να αλλάζει χρώματα απ’ του μυαλού τις διαθέσεις.

Έχει δει πολλά, ο γνήσιος ταξιδευτής, κι ας μην έχει δει ποτέ του θάλασσα. Έτσι, κι εκείνος ο παππούλης, δημιουργούσε τα μυστήρια του Ορφέα με μια φλογέρα αυτοσχέδια και δεν χρειαζόταν καμμία επιστήμη για να τον πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο έβρισκε πιο γρήγορο δρόμο για της ψυχής του την πόρτα. Ολιγαρκής με ό,τι τον έτρεφε, ποτέ δεν αναρωτήθηκε για το παραπάνω. Έμεινε βραδιές και βραδιές να ερωτεύεται τα πεφταστέρια, ως άλλα πυροτεχνήματα, μονάχα που εκείνα ήταν πιο ευγενικά, πιο σεβάσμια στέκονταν στην αρμονία της νύχτας.

Και μετά, εκείνος ο παππούς, ταξίδεψε για την μετέωρη αυλή του πέρα. Κάπου εκεί θα κάθεται, βολεμένος κι αυτός, ως άλλο δώρο δικό μου. Δίχως ύλη, δίχως τίποτε απτό στα χέρια, μα μονάχα με την σοφία που κατέκτησε. Τόσο μικρή κι αυτή, τελικά, τόσο απαλλαγμένη από την περιρρέουσα γνώση που η γη του χάρισε στο διάβα, τόσο λίγη, μα τόσο πολύτιμη. Ένα «δεν ξέρω…» όλο κι όλο, στη χούφτα του να στρογγυλοκάθεται. Να λαμπυρίζει σαν άστρο, από εκεί, από το πέρα, έτσι για να το αφήσει μια μέρα να πέσει και να γίνει περιβόλι των ευχών μου.

Για μένα, ναι, αλλά και για όποιον άλλο είναι έτοιμος να περιμένει ετούτη την κατάκτηση. Ναι, εκείνος ο παππούς, με δίδαξε πως ίσως να μην πειράζει αν δε δω ποτέ τη θάλασσα.
 
posted by mistounou at 10:55 AM | Permalink |


4 Comments:


At 12:22 PM, Blogger mistounou

Ευχαριστώ avanti. Θα το αλλάξω το χρώμα.

 

At 2:23 PM, Blogger costas

Γιατί δεν βασιλεύουν πια μπουνάτσες
παρά φουρτούνες κι ανεμικές στους κάβους
οπου οι Μαινάδες πλένουνε τσιρίζοντας
και οι γλάροι μάχονται για ενα μικρό ψαράκι.
Δικές μου ακόμη οι θάλασσες που γέρνει ο ήλιος
και ντύνονται τα γρεμνά λέπια χρυσόψαρου
και πέφτει σαν τα φύλλα της λεύκας το φώς
σπαρταρώντας στην άκρη του νερού.

 

At 8:24 AM, Blogger elpinor

..εσυ τσιγαρο Καμελ θα καπνιζεις κι εγω σε μια γωνια θα πίνω ουίσκυ..

 

At 11:49 AM, Blogger mistounou

Κι εγώ, που σπάνια τόλμησα, θα σου ζητούσα ξαφνικά να με χορεψεις...

:)....

 
eXTReMe Tracker