Ένα λιλιπούτειο διήγημα
-Μα γιατί με είπατε έτσι;
-Τι να κάνουμε ψυχούλα μου; Αφού όταν γεννήθηκες τα γεράνια μας ήταν ολάνθιστα. Το ‘θελε η μάνα σου…
-Χάθηκε καν’ άλλο;
-Ωραίο είναι, σώπα…
-Δεν μου αρέσει, είπα!
-Σώπα, λέω!…
-Ούτε γιορτή έχει, ούτε τίποτα. Άσε που με κοροϊδεύουν όλοι…
-…
Έραβε η γιαγιά. Η παλιά singer βογγούσε ρυθμικά μα παράταιρα από τα τζιτζίκια. Με τα γυαλιά στην άκρη της μύτης, σήκωνε πού και πού τα μάτια κι επόπτευε την εγγόνα. Μια στο ύφασμα, μια στη μικρή. Το βλέμμα για τις μακρινές αποστάσεις βοήθεια δεν ήθελε, είχε για ρότα μονάχα την έγνοια.
-Μην τα πειράζεις τα καρούλια, ντέι…
-Ουφ!…Πες μου κανένα παραμύθι…
-Δεν είναι ώρα τώρα…Δεν βλέπεις που δεν αδειάζω μήτε να κατουρήσω;
-Έλα γιαγιά…Πες μου τα «τρία γουρουνάκια»!
-Ωχού…
-Α!…Γιαγιά, τη μέρα που γεννήθηκα, έβρεχε;
Λαχταρούσε για λόγια η μικρή. Της άρεσε να βλέπει, μα πιο πολύ ν’ ακούει. Είχε ήδη φτιάξει ένα τραγούδι στο πεντάγραμμο του ρυθμού. Τα τζιζίκια λίγο ακανόνιστα, σαν ίσο ιεροψάλτη, πότε πότε πετούσαν εδώ κι εκεί κραυγές παρατεταμένες και ξάφνου σώπαιναν. Και ξανά, και πάλι. Η singer της γιαγιάς, ακούραστη όσο και η ανάγκη, της θύμιζε τις ιστορίες των καραβανιών. Φαντάστηκε αμυδρά πως κάπου εκείνη, μεγάλη πια, χορεύει σε μία σάλα με ένα φόρεμα μεταξωτό να φουρφουρίζει στενάζοντας. Όχι, δεν βλέπει το πρόσωπο του καβαλιέρου, παρά μονάχα τα χέρια του να της κρατούν σφιχτά την πλάτη.
-Γιαγιά, θα μου ράψεις ένα φόρεμα;
-Θα σου ράψω, θα σου ράψω…
Έχει σταματήσει η γιαγιά κι εξετάζει τις διαγραμμένες πορείες της κλωστής επάνω στο λινό. Κάτι μουρμουρίζει…
-Διψάω…
-Τώρα, περίμενε.
-Διψάω πολύ!
-…
-Αχ, γιαγιά, διψάω πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ!
-Τώρα, ντέι! Βρε σκότω για κορίτσι…
Βαριόταν η μικρούλα, μα δεν είχε και κανέναν άλλο να παίξει, κάτι έστω να κάνει. Αν ήταν πιο μεγάλη θα έκανε δουλειές, έλεγε η γιαγιά. «Θα μου ‘πλενες και κανα πιατάκι..» -«Μπορώ και τώρα γιαγιά! Να, θα βάλω ένα σκαμνί και θα φτάνω μετά τη βρύση!»… «Τι να κάνεις τώρα, μαναράκι μου, τι να κάνεις…Άμα μεγαλώσεις, θα ‘ρθει καιρός. Να, θα μου μαγειρεύεις κιόλα, ό,τι μπορείς…».
-Γιαγιά…
-Νέι.
-Πώς ήταν η μάνα μου;
Παύση. Έσφιξε τα χείλια κι άφησε έναν αμυδρό αναστεναγμό ν’ αποδράσει από τις χαραμάδες της καρδιάς της, η γριούλα. Πολυκαίρισε και αυτή. Πότε άθελα, πότε έτσι γιατί έπρεπε, η καρδιά της γυναίκας εκείνης ράγισε. Και ποτέ της δεν θεώρησε τούτο το πράγμα ως ανεπανόρθωτο κακό. Μονάχα, να, που πόναγε πολύ, αλλά έπειτα μπορούσε να δει κάτι πιο πολύ για τον κόσμο από εκείνες τις αδιόρατες χαραμάδες. Κρυφοκοίταζε μέσα από εκείνο το νοητό γυαλί του μέσα της κι έβλεπε. Έπαιζε κιόλας, σαν μικρό παιδί, με τα πρίσματα που άφηνε το κάθε κρούσμα. «Για κοίτα, πόσο αλλιώτικα φαίνονται τώρα τα μάτια του απέναντι. Τώρα μόλις είδα μια γυναίκα μέσα τους, τώρα μόλις!». Και για έναν ακόμη λόγο αγάπησε εκείνη την ραγισμένη καρδιά της: Ήταν πιο παραδομένη στο φως. Ήταν που, τώρα το φως έβρισκε τρόπο να διαπεράσει το έξω και να κατακλύσει το μέσα.
-Όμορφη ήταν η μάνα σου. Σαν κι εσένα.
Και πριν ο λυγμός προδοθεί, βάζει φωνή.
-Άντε, σύρε να φέρεις τα παραμύθια να μου διαβάσεις κανένα, αρχίζει το σχολείο από μεθαύριο! Μην πει ο δάσκαλος ότι ξέχασες να διαβάζεις κιόλα…
-Πάλι εγώ θα σου πω παραμύθια; Όλο εγώ σου τα λέω! Πες κι εσύ κανένα…
-Όταν αδειάσω θα σου πω. Τώρα, θα μου πεις εσύ. Να, εκείνο με την ξεροκέφαλη γυναίκα που δεν την έκανε ζάφτι ο άντρας της, θέλω να μου πεις.
-Καλά, πάω.
Και πήγε. Και μεγάλωσε. Και διαπίστωσε πόσο πιο όμορφο ήταν το σχολείο της ζωής της. Ένα σχολείο που δεν «αδειάζει» ποτέ. Κι αγάπησε όλα τα θρανία στα οποία εναπόθεσε την δική της λαχτάρα για γνώση. Εκείνη, ένα από τα χιλιάδες παιδιά που πάλεψε με την μεγάλη απώλεια της μάνας. Πάλεψε πλάι σ’ όλα τα άλλα, αυτά που τους έλειπαν και τους λείπουν πολύτιμα πράγματα: Ισότητα, Δικαιοσύνη, Υγεία, Αγάπη. Με όλα εκείνα που «δεν μπορούσαν», αλλά τελικά μπόρεσαν.
Καλή σχολική χρονιά!
Ωραίο ακούγεται το κοριτσάκι με το πρωτότυπο όνομα..
Ωραία και η γιαγιά του, παρόλλη την πίκρα της..
Τι να εξηγήσει στο παιδί τώρα..
Τα παιδιά είναι αθώα..άδολες ψυχές που ρωτούν..χωρίς να πιστεύουν ότι τον άλλον πονούν..
Ετσι είναι η ζωή χρυσή μου...
Ενα άδολο παιδί που μεγαλώνει.. για να μάθει πώς να μην είναι άδολο..