Τώρα, για άλλη μια φορά, ακούγονται οι ήχοι των καραβανιών έτσι όπως μου τα χάρισε μοναδικά ο Ηλίας Βενέζης. Μπροστά τα αργά βήματα του καμηλιέρη και ξωπίσω μία ολόκληρη οικογένεια ήχων να ενορχηστρώνεται από τον ρυθμό της ανάγκης. Σε ένα μόνο θα σταθώ. Σε κείνο το μικρούλι, παιχνιδιάρικο "Εβλεντιρελίμ, Εβλεντιρερούμ...",. Πιτσιρικάς ήχος, να παραπαίει πίσω από της μάνας τα βήματα. Αχ, πόσο θέλει, να κάνει δεξιά για να τρέξει ελεύθερο στης ερήμου την άπλα. Πόσο θέλει να κάνει αριστερά για διαπιστώσει από τι να είναι εκείνες οι μαύρες σκιές που διαγράφονται στο έδαφος...Και πόσο θέλει να μείνει κοντά στην μυρωδιά της μάνας του, να πάει ευθεία, μαζί με τη μάνα, όπου πάει κι εκείνη. Όπου πάει εκείνη, να πηγαίνει κι αυτό, μωρό ακόμη, που χρειάστηκε να βάλει από τώρα προτεραιότητες.
Ακούγονται και οι σβουριχτές πορείες του "Γλάρου Ιωνάθαν". Οι νότες που φανερώνουν την μετάλλαξη της ματαιοδοξίας, σε ευγενή φιλοδοξία. Κι έπειτα, σε κατόρθωμα, κι έπειτα, σε προσφορά. Κι έπειτα, σε ανύψωση του Υπάρχω, σε Είμαι. Ο ήχος της σπασμένης φτερούγας με τρομάζει πολύ περισσότερο από την απουσία των συχνοτήτων που μου γνώρισε το φράγμα του φωτός. Ένα πουλί ελεύθερο, βρέθηκε ξαφνικά στη Χώρα του Παντός και το μόνο που το νοιάζει είναι να μου πει την δική του ιστορία. Σβουριχτές πορείες των όντων, να γράφουν λέξη λέξη τα παραμύθια του κόσμου.
Ακούγονται και τα σκυλιά που αλυχτάνε. Σε κάθε ποίημα, σε κάθε παιδικό μυαλό όταν φοβαται το σκοτάδι, σε κάθε μεσημέρι που όλα τα ζωντανά βρίσκουν τον τρόπο τους να συνομιλήσουν, σε κάθε ζευγάρωμα των περιστεριών, σε κάθε βίαιο αποχωρισμό του Γκιώνη από το ισόβιο ταίρι του. Ναι, ακούγεται τώρα, το αδιάκοπο κλάμμα του Γκιώνη. Επάνω στο κλαδί της λεύκας μου, όσο πιο κοντά μπορεί στο παράθυρό μου, κραυγάζει την απώλεια της γυναίκας του. Αυτής, που μέρες τώρα, βρήκε φωλιά στη σοφίτα του σπιτιού μου, να διώξει για λίγο τα στοιχειά, να γεννήσει και δύο παιδιά. Και να κλαίω. Μαζί με εκείνον τον εγκαταλειμμένο Γκιώνη και να μην μπορώ να βρω τρόπο να του πω πως, σε λίγο, θα γίνει τόσο χαρούμενος που μόνο την σιωπή θα αντέξει. Δεν μπόρεσα ποτέ να του το πω, αλλά μπόρεσα να τον ακούσω.
Ακούγονται κι οι μακρινές σερνάμενες φωνές των γυνακών που αντιλαλούν στα υψίπεδα. Καλημέρες και Ονόματα και κάτι ερωτήσεις για Ψωμί και Γιορτές κι Εκκλησιές να ακολουθούν φθίνουσες σπειροειδείς ρότες ως να φτάσουν σε μένα. Και να βγαίνω στον εξώστη, για να δω την γιαγιούλα μου να εκτοξεύει από τα σπλάχνα τις απαντήσεις και να απορώ πόσο μακριά μπορούν να πάνε. Πιο πέρα απ' την ψυχή μου; Κι αμέσως μετά, ένας ψίθυρος. Μιλάει στον άντρα της. Τον σύντροφο. Πόσο πιο κοντά μπορούν να έρθουν, ήχος και καρδιά; Εκείνοι έμαθαν, κι εγώ που δεν έμαθα ακόμη, ξέρω πώς τουλάχιστον μοιάζει.
Ακούγεται, συχνά πυκνά, και το αιώνιο επαναλαμβανόμενο μοιρολόι των κυμάτων. Στη θάλασσα πηγαίνω όταν είμαι θλιμμένη. Μου θυμίζει ο ρυθμός των ήρεμων κυμάτων της, το λίκνισμα της μητρικής αγκαλιάς που μου έλεγε να σωπάσω, μου έσβηνε το κλάμμα με λίγο ύπνο, λίγο ροδόνερο στο κούτελο και τρία παραμύθια. Στη θάλασσα πάω και πλένομαι με την προσωρινή της ηρεμία, αυτή που φυλάει με νύχια και με δόντια τις τρικυμίες και τις αδικοχαμένες τρίαινες ξεχασμένων θεών. Αυτήν που μυστικά κρατάει για τον εαυτό της, τόσες και τόσες άγκυρες, ξεστρατισμένες ισόβια από το σωστό λιμάνι.
Ακούγεται κι ο ήχος της βροχής. Μαζί της όλα όσα δεν μπόρεσα να ακούσω. Είτε επειδή δεν το μπόρεσα, είτε επειδή δεν το θέλησα, είτε επειδή το αμέλησα, είτε επειδή έπρεπε. Σαν το νερό, ανακυκλώνεται και το ποτάμι των ήχων μου. Ποτίζεται από κάτι απροσδιόριστο, θεριεύει από την συσσώρευση των "θέλω" μου, φουσκώνει από όλα τα "μπορώ", ξεχυλίζει από όλα τα "δεν μπορώ" κι εξατμίζεται από όλα τα "αγαπώ". Για να γίνει σύννεφο, να σκεπάσει τα κουρασμένα μου καραβάνια. Για να γίνει βροχή, να εισχωρήσει ως εκεί που κανείς δεν θα μπορέσει, τις ξεχασμένες άγκυρες να φιλήσει. Για να γίνει λίμνη ειδυλλιακή, μπας και μοιάσει στην αγκαλιά της μάνας, με λίγα τριαντάφυλλα στην άκρη, μπας και μοιάσει στο ροδόνερο. Για να γίνει ρυάκι, μπας και μπορέσει να ταξιδέψει πιο γρήγορα από την αγναντεμένη "Καλημέρα" της γιαγιάς μου. Για να γίνει ποτάμι. Ποτάμι ξανά. Κι εγώ, εκεί στις όχθες του, να θεραπεύομαι από το πέρασμά του.
Πρωτοβρόχια ζωής
Πρωτοβρόχια στιγμής