Φρενάρει απότομα ο οδηγός. Μερικές φορές τρέχουν περισσότερο από όσο περιμένεις. Ένα μήλο πάει να κυλήσει, σκύβει να φτιάξει τη νάϋλον σακούλα με τα μήλα, την παραχώνει μέσα στα ραδίκια. Βολεύει όλες τις τσάντες ανάμεσα στα πόδια της και μπορείς να διακρίνεις εκείνο το καλτσάκι ως το γόνατο, που συνηθίζουν να φορούν οι μεγαλύτερες. Μάλλον δεν αντέχουν το καλσόν. Τουλάχιστον η γιαγιά μου αυτή την εντύπωση μου έχει δώσει. Η διπλανή της είναι πιο νέα. Το πολύ 45άρα. Δείχνει γυναίκα που υπήρξε πολύ όμορφη, με πλούσιο μπούστο και χείλια ζουμερά. Κι εκείνη με τα ψώνια της: λαχανικά, φρούτα, όλα στοιβαγμένα ανάμεσα στα πόδια της και μια μικρή τσαντούλα από εσωρουχάδικο που την κρατά στα χέρια. Την ξεχωρίζει, μάλλον, από όλα τα άλλα: εκείνη η σακούλα περιέχει κάτι που απευθύνεται αποκλειστικά στην ίδια, δεν είναι η ανάγκη, είναι η ομορφιά της. Είναι εκείνη, που διάλεγε μια ώρα πόσα den θα πρέπει να 'ναι το καλσόν για να ταιριάζει με το πράσινο ταγέρ της. Ποιος ξέρει, υποθέσεις είναι όλα. Υποθέσεις προσωπικές και υποθέσεις των άλλων.
-Δεν πρόλαβα να πάω στο Ι.Κ.Α. να κλείσω ραντεβού, λέει η μεγαλύτερη.
-Κι εγώ ήθελα να πάρω ένα μπουτάκι να το φτιάξω αύριο αλλά πού...Κόπηκαν τα χέρια με τόσα ψώνια. Αύριο, αύριο θα βγω πάλι.
-Έχω το ζάχαρό μου πάλι, τι να κάνω...
-(Γιατί πρέπει κάτι οπωσδήποτε να πει. Ίσως.) Ε, τι να κάνεις.
-Παίρνει κάνα μήνα το ραντεβού, τι πράγμα είν' αυτό.
-Ναι.
-Ευτυχώς, τον ξέρω τον γιατρό, μπαίνω έτσι μέσα και μου τα γράφει τα φάρμακα.
-Και γιατί δεν πήγες τότε;
-Μωρέ, θέλω να μου γράψει κάτι εξετάσεις, κατάλαβες;
-Τι να κάνεις, κυρά Κυπαρισσού...(Ξαφνικά) Πούουου!...Ξέχασα να περάσω από τα Dia να πάρω απορρυπαντικό...
-Α!...(πάει να τη διακόψει αλλά δεν προλαβαίνει)
-Πού...Θα κουβαλάω άλλα τόσα αύριο πάλι..
-Το Dia έχει πολύ φτηνά απορρυπαντικά.
-Ναι, ναι! Ειδικά για το πλυντήριο, κυρά Κυπαρισσού. Ειδικά για το πλυντήριο είναι τέλεια. Εγώ, άκουγα που λέγανε ότι δεν έχει καλά πράγματα, λέει, για τρόφιμα δεν ξέρω. Από τρόφιμα τίποτα δεν ξέρω, πού ξέρω 'γω τι βάζουν αυτοί μέσα, αλλά τα απορρυπαντικά είναι πολύ καλά!
-Ναι, ναι, ναι! Και τα χαρτιά τους είναι πολύ καλά.
-Κυρ...(πάει τώρα να την διακόψει εκείνη, αλλά η κυρά Κυπαρισσού έχει μπει σε οίστρο).
-Και για την τουαλέτα και για την κουζίνα κι οι χαρτοπετσέτες, εγώ δεν το 'ξερα, αλλά μου το 'πε κι η νύφη μου, είναι πολύ καλά κι από τότε τα παίρνω. Και φτηνά, έτσι;
-Α, κυρά Κυπαρισσού, εγώ χαρτιά, δεν παίρνω ό,τι κι ό,τι, α πα πα πα πα πα!
-(Σχεδόν προσβεβλημένη) Καλά είναι, αφού είναι καλά.
-Α, πα πα πα πα. (Με υπεροχή) Zewa.
-(Με αμήχανο χαμόγελο που μάλλον δείχνει ότι δεν ξέρει τι είναι αυτή η λέξη)...
-Μόνο Zewa! Το καλύτερο χαρτί, κυρά Κυπαρισσού, το πιο ακριβό, αλλά το καλύτερο.
-(Για να σώσει την αξιοπρέπειά της) Δε βαριέσαι, όλα το ίδιο είναι...
-(Τη διακόπτει και την αποστομώνει) Άκου να σου πω, κυρά Κυπαρισσού, εγώ στο παπί μου μόνο Zewa.
-Ναι (Με λίγη ντροπή χαμογελαστή).
Δεν κοιτάω άλλο, δεν κοιτώ. Θέλω ν' ακούσω την πόλη τώρα. Τρέχω να προλάβω το Γρηγόρη, μη σβήσει πριν περάσω απέναντι. Τρέχω να βολευτώ σε μια θέση στο μετρό. Τρέχω να παραχωρήσω τη θέση μου σε κάποιον άλλον που την έχει ανάγκη ή τρέχω να γλιτώσω το βλέμμα μου από τη γιαγιά που με κοιτά με περιφρόνηση για την αγένειά μου να μην σηκωθώ. Είμαι κουρασμένη και πεισμωμένη. Δε σηκώνομαι με τίποτα, κακιώνω, διεκδικώ, απολαμβάνω την κεκτημένη θέση μου και πότε πότε λιώνω από τύψεις. Θα 'πρεπε ίσως να σηκωθώ, αλλά τι με κοιτά έτσι; Την καλοσύνη δεν την απαιτείς, τον σεβασμό δεν τον απαιτείς. Τα έχεις χάσει κιόλας και τα δύο, τώρα που το απαίτησες, δε σηκώνομαι, άντε σήκω. Και τρέξε. Να προλάβεις το ραντεβού. Να ζεσταθείς γιατί κρυώνεις. Να μπεις μέσα πριν τους τίτλους της αρχής. Να μη βρεχτείς πολύ απ' την απρόσμενη βροχή. Να πας στην τουαλέτα. Να βγεις πρώτος στη σειρά. Στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, στην αίτηση για δουλειά, στη συνέντευξη, στις προθεσμίες. Πιστεύεις στο timing, αυτό είναι όλο. Πιστεύεις τόσο πολύ σε αυτό, που θέλεις να είσαι εκεί όταν έρθει. Μα δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις ποιο από όλα τα timings θα είναι το καλύτερο ή έστω, σχετικά, αρκετά, λίγο -έστω λίγο- καλό για σένα.
Αναρωτιέσαι συνεχώς ποιο να 'ναι, ποιο να 'ναι, ποιο. Και μέχρι να το βρεις, τρέχεις να είσαι πριν από τόσα και τόσα timings. Πιθανότητες για τον εαυτό σου δημιουργείς. Έστω κι αν χάσεις, θα 'χεις να λες "τουλάχιστον προσπάθησα, έτρεξα, έκανα κάτι". Κι αν κερδίσεις, θα 'χεις να λες -όχι τόσο σ' εσένα, αλλά να, σε έναν άλλον που λέει ότι δεν μπορεί άλλο να τρέχει- "ξέρεις πόσο έτρεξα εγώ για να είμαι εδώ, ξέρεις πόσο τρέχουν όλοι, ξέρεις;".
Όχι. Δεν ξέρω. Γιατί τρέχω. Τρέχω και δε βλέπω. Τρέχω κι ευτυχώς, είναι κάτι οδηγοί ευγενέστατοι. Σου ανοίγουν την πόρτα κι ας είσαι λίγο πιο κάτω από τη στάση. Και δεν την ανοίγουν μόνο σ' εσένα, την ανοίγουν σε όλο το ντουνιά που τρέχει με την ψυχή στο στόμα.
Α7. Κάνιγγος -Κηφησιά -Ν. Ερυθραία. Στο ανάποδο, όμως, στο γυρισμό. Κι έχεις τρέξει πολύ. Κι επειδή τρέχεις πολύ, είσαι όλη μέρα στο δρόμο. Κι επειδή είσαι όλη μέρα στο δρόμο κουβαλάς μαζί σου το σπίτι σου. Χελωνάκι υπερφυσικών ταχυτήτων. Κουβαλάς τη ζακέτα για την πρωινή υγρασία κι ας είναι ζέστη τώρα. Το σκουφί σου, μην τυχόν σηκωθεί αέρας και παγώσουν τα αυτιά σου. Το μπουκάλι με το νερό. Το φορτιστή σου. Δεν ξέρεις πού θα ξημερωθείς με άδεια μπαταρία. Τις σημειώσεις σου. Καμιά εφημερίδα. Την τσάντα σου. Τα χαρτομάντηλά σου. Δεν ξέρεις πού θα ξημερωθείς αν σε πιάσει κατούρημα. Κράκερς. Λεφτά. Εισιτήρια. Ψιλά. Θα 'θελες να 'χες και καμιά οδοντόβουρτσα. Δεν ξέρεις γενικώς. Δεν ξέρεις, αλλά τρέχεις. Και τώρα, μέσα στο Α7, στριμωγμένος. Από χαμηλά βγαίνει πολύ ζεστός αέρας, φουντώνουν τα πόδια σου. Από ψηλά σε παγώνει ο αέρας της Κηφησίας. Είσαι ακίνητος. Ανάμεσα σε δεκάδες μετανάστες. Τώρα το βλέπεις. Είσαι στριμωγμένος ανάμεσα σε δεκάδες μετανάστες. Μα πού πάνε όλοι μαζί, πού; Έχουν μια ηρεμία στα πρόσωπα, όπως κι εσύ. Κάπου έτρεχαν κι αυτοί, σε κανα πλουσιόσπιτο θα φροντιζαν τον κήπο ή ποιος ξέρει τι. Ίσως και το μεγάλωμα των παιδιών. Φιλιπινέζες, Ινδοί, Τανζανές, Σουδανοί, Πακιστανοί, Αλβανοί. Ρωσίδες, ποιος ξέρει από πού ακριβώς, που συζητούν ασταμάτητα και καταφέρνουν να είναι κοκκέτες. Νιγηριανοί με ξυρισμένα κεφάλια και ιμιτασιόν φίρμες να δεσπόζουν στα τζάκετς τους. Ουκρανές που κοιτούν στα πεταχτά αν είναι εντάξει τα νύχια τους. Πολωνοί που κρατιούνται γερά απ' τη χειρολαβή. Άνθρωποι μέσα σ' ένα λεωφορείο, δεν τρέχουν πια.
Τρέχει ο οδηγός λιγάκι παραπάνω σήμερα, ξεκουράζονται λιγάκι οι σπρήντερς, κανείς -ούτε και οι ίδιοι- δεν μπορεί να πει "γιατί δεν τρέχεις τώρα; πού είναι οι πιθανότητες που μάζεψες σήμερα; πού; πού είναι η δουλειά σου, πού είναι η δουλειά σου; δούλεψες;".
Όλοι το ίδιο, όλοι για μια στιγμή ανταγωνιστές για τη θέση που θ' αδειάσει, για την καλύτερη χειρολαβή, για την πλησιέστερη θέση προς την πόρτα, να βγεις πρώτος. Τώρα, όμως, δεν τρέχεις, τρέχει ο οδηγός λίγο παραπάνω και φρενάρει στο φανάρι, είσαι κουρασμένος σήμερα, θα 'θελες ν' αφήσεις την αδράνεια να σε πάρει, αδέσμευτο να σε πάρει, ν' ακουμπήσεις στα πλαϊνά κορμιά και να ξέρεις ότι θα σε προστατεύσει τούτο το σάρκινο τείχος, δε θα εκτιναχτείς, δε θα βγεις απ' το παράθυρο, δε θα γίνεις πολτός εσύ σήμερα στην άσφαλτο. Θα συνεχίσεις. Γιατί πρέπει. Και πρέπει να τρέξεις, μα τώρα. Τώρα είσαι ακίνητος και όρθιος. Ο συνωστισμός κι η αιφνίδια ακινησία οδηγεί τεράστιες γουλιές ιδρώτα να κατρακυλούν απ' την πλάτη σου στη μέση σου. Σε γαργαλούν. Και σ' εκνευρίζουν. Θα βγεις έξω μετά και θα πουντιάσεις. Θα κρυώσεις. Θα συναχωθείς. Δε θα μπορείς να τρέξεις και πολύ για καμια-δυο μέρες, no. Και ναι, όπως κι αν είσαι, σκέφτεσαι σε εκείνο το διάλειμμα του λεωφορείου, σκέφτεσαι πολύ.
Ιδέες, εικόνες, μνήμες, όνειρα, στόχοι, υποχρεώσεις, απροθυμία, ανικανότητα, ήττα, προσδοκίες, σκέφτεσαι. Ακόμη και το τι θα φας αύριο. Θες να φας αύριο. Θες να είσαι εδώ αύριο. Δεν πρέπει μόνο, θες. Θες.
Έχεις όρεξη ν' ακούσεις την πόλη και δεν έχεις. Έχεις όρεξη να ακούσεις τους ανθρώπους της, αλλά δεν έχεις όρεξη σήμερα για τα ντεσιμπέλ της. Ακουστικό στο off. Μονάχα τα προηγούμενα, δίχως ήχο.
Ένα μήλο πάει να ξεμυτίσει στη σακούλα. Ένα μήλο που δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Θα το φάει το βράδυ η κυρά Κυπαρισοού με κανέλα και μέλι, ωμά. Ή θα τα ψήσει για λίγο στο φούρνο, αφού τα αρωματίσει με βανίλια. Ποιος ξέρει. Εσύ, που διαβάζεις τα χείλια στα κλεφτά, κατάσκοπος από σένα για σένα, ξέρεις μονάχα ότι τη λεν Κυπαρισσού κι ότι δίνει τις δικές της μάχες για αξιοπρέπεια.
Τι έγραψες πάλι!