Είναι δύο. Εκείνος που ακούει κι εκείνος που δεν ακούει.
Εκείνος που απλώνεται στο έξω κι εκείνος που διπλώνεται στο μέσα.
Εκείνος που αφήνεται στο δικαίωμα κι εκείνος που συρρικνώνεται στο πρέπει. Είναι δύο.
Εκείνος που ανησυχεί μήπως τελειώσει η μπαταρία του κι εκείνος που μπορεί να ζήσει με την αυτάρκεια της σιωπής.
Εκείνος που τρομάζει μήπως διαλυθεί, βρεχτεί, σκουριάσει, πέσει, σφυρίξει το ακουστικό του κι εκείνος που ξεχνιέται και μπαίνει στο ντους με το αυτί ακόμη οπλισμένο.
Εκείνος που αντιλαμβάνεται κι εκείνος που προσδιορίζει.
Εκείνος που ακούει μια μουσική κι εκείνος που αγνοεί τα λόγια των τραγουδιών.
Εκείνος που θέλει να αφαιρείται κι εκείνος που αναγκάζεται να κοιτά λυσσασμένα τα χείλη των άλλων.
Εκείνος που εμπιστεύεται κι εκείνος που υποψιάζεται.
Εκείνος που τα αδιάπτωτα βουίσματα τα λέει "πουλιά σε δάσος" κι εκείνος που τα βουίσματα τα λέει "ανυπόφορα αδιάπτωτα".
Εκείνος που αυτοσαρκάζεται κι εκείνος που προσπαθεί. Είναι δύο.
Εκείνος που συγχωρεί κι εκείνος που θυμάται. Είναι δύο.
Έχουν από ένα μυαλό, από ένα ζευγάρι μάτια, από ένα ζευγάρι πόδια, από ένα ζευγάρι χέρια, από ένα χάδι έκαστος, από ένα φιλί, από ένα χαμόγελο, από μία πείνα, από μία δίψα, από μία αγάπη, όλα ξεχωριστά τα έχουν, συμμετρικά αραδιασμένα, σα σιαμαίοι είναι, μαζί και μόνοι, μόνοι και μονοί.
Είναι δύο. Και τροφοδοτούνται από μία καρδιά, δυστυχώντας, πού και πού, γι' αυτό το πράγμα. Είναι δύο και θα 'θελαν, καμιά φορά, να 'χουν ο καθένας την δική του καρδιά, έτσι, για να μπορεί να αποφασίσει ο καθένας τους πότε θα σταματήσει να αναπνέει, πότε θα κοιμηθεί, πότε θα ξυπνήσει.
Είναι δύο.
Ο ένας τραβάει μπροστά λέγοντας "τώρα θέλω ν' ακούσω τη θάλασσα, αφού μπορώ", ο άλλος ταυτόχρονα τρέχει προς τα πίσω, εκεί που είναι ο φίλος, ο κάθε φίλος, να κρεμαστεί απ' το στόμα του φίλου, να δει τι άραγε λέει και φωνάζει πεισμωμένος "τώρα θέλω να γνωρίσω έναν ακόμη άνθρωπο, αφού μπορώ".
Επιμένει ο ένας, ζητάει τη στιγμή του, θέλει να μείνει μόνος, κανείς -πιστεύει- κανείς στον κόσμο δεν θα μπορούσε να του προσφέρει τον ήχο της θάλασσας, καμία αγάπη, κανένα μηχάνημα, καμία ανάμνηση, μονάχα το εδώ, εδώ μπροστά στη θάλασσα μπορεί να ζήσει τώρα.
Επιμένει πιο πολύ ο άλλος, ο κουφός, ουρλιάζει κιόλας, ουρλιάζει μ' εκείνον τον τρόπο που έχουν οι πληγωμένοι, οι μη άρτιοι, οι ξεσηκωμένοι ενάντια στην αδυναμία, οι αφηνιασμένοι να υπερπηδήσουν το εμπόδιο, οι αγκιστρωμένοι στην ανάγκη τους να γίνουν δυνατοί, οι μικρούληδες, τελικά. Μικρούληδες γιατί πιστεύουν πως αν δε γυρίσουν να δουν τα χείλη, θα φύγουν οι φίλοι, τους έχει καλομάθει, άλλωστε, χρόνια τώρα, να γυρνάει αστραπιαία προς αυτούς μόλις ανασάνουν λίγο παραπάνω, ουρλιάζει κι είναι πιο δυνατός.
Μάλλον ο ένας αφήνει τον άλλον, τον κουφό, να νομίζει ότι είναι πιο δυνατός, πρέπει να τον αφήσει να το νομίζει και μια ζωή του κάνει τα χατήρια, τον αφήνει, τον αφήνει, ώσπου ήρθε η μέρα της θάλασσας κι είδε ο ένας να είναι κυριολεκτικά πιο αδύναμος από τον άλλο, τον κουφό.
Πώς άλλαξαν τα πράγματα, σκέφτεται ο ένας, αφήνοντας τη θάλασσα στην αναμονή, χαρίζοντας το βλέμμα του, κείνο το βλέμμα που πριν λίγο μετρούσε ματαίως τα κύματα και του άρεσε που γινοταν το μέτρημα ματαίως, "πώς άλλαξαν τα πράγματα, με κάνει ο άλλος ό,τι θέλει, παραδίνομαι κάθε μέρα και δε θέλω να εξαφανιστώ, τι θα απογίνει κι ο άλλος χωρίς εμένα, τι;"
Δεν ακούει ο κουφός, αρκείται στα λόγια του φίλου και πόσο πλουτίζει και πόσο φτωχαίνει μέσα του, πόσο λίγος νιώθει γνωρίζοντας έναν ακόμη άνθρωπο, "δεν είμαι μόνος", σκέφτεται, "είναι κι άλλοι εδώ τελικά, οφείλω να μοιραστώ τον κόσμο με ακόμη έναν, ένας κάθε μέρα, αυγατίζει ο κόσμος κι όσο πιο σπουδαίος ο κόσμος, τόσο εγώ πρέπει να σωπαίνω, να μικραίνω, να μικραίνω, να χώνομαι μέσα του σα σπόρος, να εντάσσομαι, να φυτρώσω για να προσφέρω -αν προλάβω δηλαδή- κι εγώ κάτι".
Είναι δύο. Κι έτσι παλεύουν κι έτσι μονοιάζουν, γιατί, πώς να το κάνουμε, το βράδυ σωπαίνουν κι οι δυο κι ανασαίνουν παρέα. Συγχρονισμένα σωπαίνουν, με τον ίδιο ρυθμό και στην ίδια τονικότητα. Ανακαλύπτουν, λίγο πριν μπουν στο όνειρο, ότι σε τελική ανάλυση, αγαπούν κι οι δυο την ελαφρότητα του μπάσου και την τρυφερότητα του κρουστού. Αγαπούν κι οι δυο τον αέρα στο πρόσωπο, αγαπούν κι οι δυο τις πολυσήμαντες εικόνες, αγαπούν το μυστήριο που υπάρχει σε μία πινακίδα, αγαπούν κι οι δύο τις οδούς, όλες τις οδούς, κι όλες τις χιλιομετρικές αποστάσεις που τις χωρίζουν. Πώς να το κάνουμε, αγαπούν κι οι δύο ο ένας τον άλλον, εκείνος κι εκείνος, μόνοι και μονοί, αγαπιούνται τόσο που βυθίζονται ο ένας μέσα στον άλλον. Πώς να το κάνουμε, δε θα μπορούσαν ποτέ ν' αγαπηθούν έτσι αν δεν είχαν μια καρδιά να την μοιράζονται.
Να παλεύουν γι' αυτή, να τη θέλει ο καθένας για τον εαυτό του, τόσο αλαζόνες, μα τούτη η συνθήκη της μοιρασιάς να τους ενώνει τα βράδια, να μπαίνουν στα όνειρα μαζί, μόνοι, μονοί, σαν δύο, σαν ένα.
Σαν ένα.
Μακάρι να ήταν μόνο δύο. Σε κάθε περίπτωση πετάγεται και μια πολυδιάστατη μεταβλητή κάποιας συνάρτησης...
("λεγεών" είναι το όνομά μου είπε κάποτε, αλλά δεν ξέρω αν αληθεύει)