Thursday, June 29, 2006
Οδός κάπου, πρώτο νεφούρι δεξιά

Magnoliaφωτογραφία :djen

Χρόνια προσπαθούσα να πιαστώ απ' τους στήμονες,
ακόμη κι όταν έσκυβα το κεφάλι ντροπιασμένη
για να πω στον καθηγητή ότι δεν έχω διαβάσει.
Μα πώς να του έλεγα ότι μιλούσα κάθε πρωί μ' ένα γιασεμί, μα πώς;
Πώς να το 'λεγα και σε μένα,
το πόρισμα έλεγε πως ήμουν μία τρελή ακόμη.
Έκανα ένα κρεμαστό σπίτι κάτω από τους στήμονες,
ας είν' καλά και τα σέπαλα,
κουρτίνες, αλεξήλια της ομορφιάς μου,
να μείνω άσπρη, να μείνω αμόλυντη καθώς έλεγε η προαιώνια γιαγιά.
Ποια Τοσοδούλα, ποιος Κοντρορεβυθούλης,
έκανα σ' όλα τα παραμύθια διάρρηξη και
ζούσα κάτω από κάτι στήμονες.
Δεν το 'ξερε ούτε η έγνοια, ούτε η περιέργεια, ούτε κι η τυχαία ματιά
πως μέσα σε ένα λουλούδι ζούσα εγώ,
κανείς δεν τό 'ξερε,
κανείς δεν αναρωτιόταν πού να πήγαινα άραγε μετά το σχολείο
ή γιατί δεν πήγαινα ποτέ μαζί με τα παιδιά να πιάσουμε πεταλούδες
ή γιατί ποτέ δεν ζητωκραύγασα στα βασανιστήρια που υπέμεναν οι γαλές,
απ' τις διαθέσεις λιλιπούτειων βαρβάρων, λέγαν μόνο:
τι παράξενο παιδί.
Παιδί, ούτε καν κορίτσι, κοπελιά, κοκόνα, τσούπα ή κουκλίτσα. Παιδί.
Μεταξύ μας, στην Τοσοδούλα δεν είχα κάνει απλώς ανελέητη διάρρηξη,
ασκούσα περίτρανα ένα βέτο,
την ήθελα με πιο πολλές εκπλήξεις,
να σηκώνεται, λέει, το πρωί και να τσακώνεται με τους κάστορες
που της ροκανίζουν το σπίτι, "δεν είναι αυθαίρετο", να φωνάζει
και να ρωτά
την πορτοκαλιά πότε παντρεύεται,
το νερό τι θέλει πάλι,
τη μέλισσα τι γράφει σήμερα η εφημερίδα,
την έχιδνα αν είναι στις καλές της.
Πιο μαχητική, όχι τόσο αθώα, όχι τόσο μικρή,
να, πιο αληθινή,
να την βρει ο πρίγκηπας, ας πούμε,
την ώρα που φυσάει τη μύτη της στο πρώτο ανοιξιάτικο κρυολόγημα.
Κάπως έτσι,
δεν είπα ποτέ στον καθηγητή ότι ξέρω τα πάντα για το μίσχο, το στήμονα, το σέπαλο,
δεν είπα.
Κι ας έβλεπα τόσα γύρω από το σπίτι μου
κι ας έβλεπα τις αλανιάρες φυστικιές να γκαστρώνονται μονάχα με το φύσημα του ανέμου, κι ας.
Παρά μονάχα προφασίστηκα έναν πονοκέφαλο,
έγινα μικρή, πολύ μικρούλα, σχεδόν τοσοδούλα
διότι ήξερα, πια, πολύ καλά:
Είναι πιο εύκολο να 'σαι μικρός όταν η ζωή σου όλη εκτυλίσσεται μέσα σε ένα καρυδότσουφλο,
με τον πρίγκηπα να καταφτάνει στα σίγουρα, τελικά.

 
posted by mistounou at 8:41 AM | Permalink | 4 comments
Monday, June 26, 2006
Κοίτα ψηλά

Looking Upφωτογραφία :artofgold

Σα να λέμε "σήκω ψηλά". Δεν έχει και μεγάλη διαφορά, έτσι; Κι αν πολλοί κοιτώντας ψηλά θυμούνται πως την ίδια ώρα εκείνοι είναι κάτω και τι ωραία που θα ήταν να μπορούσαν να πετούν, εσένα σου συμβαίνει κάτι άλλο. Είσαι ήδη εκεί πάνω, στο σινεμά σου, μαζί με τις κοπέλες που θαύμασες και τους ήρωες που περιεργάστηκες πολύ, τότε που ήσουν παιδάκι. Υπάρχουν πολλών ειδών γέφυρες, οι μουσικές, οι ψυχές, τα τόξα, οι ζωγραφιές, τα λόγια, τα γέλια, τα πρωινά καμώματα της γάτας σου, οι σβούρες, τα ποδήλατα, οι μυρωδιές των κήπων, το τσιγάρο σου, το μαξιλάρι σου. Έχεις κι άλλη μία: το βλέμμα. Κοιτάς κάπου κι άξαφνα είσαι εκεί.
Γι' αυτό σου λέω, κοίτα ψηλά. Μη με κοιτάς, άκου με μόνο. Άκουσέ με που σου λέω.

 
posted by mistounou at 1:49 PM | Permalink | 5 comments
Wednesday, June 14, 2006
Μαύρο συνολάκι και πατρόν το χώμα

Ερχόταν, συχνά πυκνά, κάτω από τα κλαδιά μου. Έπιανε με τα ροζιασμένα χέρια του τις τριχιές, έβαζε ένα τελάρο ανάποδα, ανέβαινε πάνω για να φτάσει καλύτερα το καλό μου κλαδί. "Άντρα μου, δεν θα κρατάει καλά τα παιδιά, τούτο το κλαδί, είσαι σίγουρος;". Ήταν. Πολύ ήταν. Έκανε θηλιές δύο, ετοιμαζόταν καλά, ο οριακός στραγγαλισμός του κλαδιού, εις διπλούν τρυφερός, ναι. Στο όριο, λίγο ακόμη και θα το πνίξει το δέντρινο χέρι, κορμό, αρτηρία, ό,τι θέλεις πές το. Κοκκίνιζαν τα μάγουλά του απ΄την προσπάθεια, σφιγγόταν το δέρμα γύρω απ' τα χείλια, άσπριζε το δέρμα, λες κι έχασκε φως από πίσω του, στράβωνε το στόμα και το μυαλό αγκυλωμένο: πρέπει να τα δέσω γερά. Μια κουνια να κρέμεται κάτω απ' τα μαλλιά μου, φύλλα, προεκτάσεις, ό,τι θέλεις πες το.

Και μετά, έρχονταν τα παιδιά. Ιδιαιτέρως εκείνη. Εκείνη κι εγώ, δυο εκείνες, δυο γυναίκες, δυο. Ήταν λίγο πιο βαριά απ' τον αέρα της, μα ποτέ δε μ' ένοιαξε, ήταν αντίβαρο, τελικά, στην ερημιά μου, περιέργεια, ελευθερία, ό,τι θέλεις πες το. Την άκουγα να μιλάει, μόνη της ή στα διερχόμενα τρακτέρ ή στις βρωμούσες που τόσο πολύ φοβόταν μην την ακουμπήσουν και δεν τη θέλει κανένα αγόρι μετά. Περίεργη φωνή, εναλλασσόμενη, με μπέρδευε, με τρέλαινε, "τι νιάνιαρο είναι αυτό; τι γυναικάρα; τι αφελής, τι βαθιά, μα τι;". Τη συγχωρούσα πάντα για τις αλλαγές της, γιατί σε κάτι ώρες μυστικές, σιωπηλές, μεσημεριανές, ό,τι θέλεις πες τες, ήταν η μόνη που χάιδευε τα δάκρυά μου. "Κλαίει η καρυδιά, γιαγιά;". "Κλαίει, παιδί μου, κλαίει. Έτσι και της χαράξεις το κορμί, τρέχει ένα ζουμί, σκούρο, σαν αίμα". Δηλαδή, μάτωνα, για να λέμε την αλήθεια κι εκείνη, εκείνη ήταν η μόνη που κοιτούσε τις ουλές μου "Γιώτα" και "Τάκης". Οργιζόταν, μονάχα εκείνη, που μαύρη η ώρα κι η στιγμή, δυο αθώοι θύτες έγραψαν, με ανοιχτήρι μπουκαλιών, τα ονόματά τους επάνω μου. Αθώοι, διότι ομολόγησαν επ' αυτοφώρω. Σε κάτι ώρες ακόμη πιο μυστικές, φωναχτές, σκέψεις, ό,τι θέλεις πες το, νομίζω πως περίμενε την αδερφή ψυχή της.

Ερχόταν κι εκείνος, αραιά και πού. Περνούσε το δρόμο που σκίαζα εκ γεννετής, ήταν θαύμα, ούτε φρέζες περνούσαν, ούτε τα εξονυχιστικά βλέμματα των γειτόνων, ούτε η αυστηρή απειλή του κυρ μπαρμπα Καρούτη που, ποτέ δεν αποφασίσαμε αν ήταν κύριος ή μπάρμπας, ξένος ή δικός. Μόνο οι δυο εκείνες κι αυτός, τρυφερό παιδί, σαν βαμβάκι, γελαστό, την ήθελε όπως ήταν. Έτσι, με το λιγδιασμένο κίτρινο σορτσάκι της και τα μαλλιά της που μυρίζαν γάλα, την ήθελε, με τις προεξοχές του λίπους στη διπλωμένη κοιλιά της, με τα γερά της πόδια, με τα χωματένια της δάχτυλα, με τ' άπλυτα δόντια, μύριζε ακόμη το στόμα της δυόσμο απ' τις μεσημεριάτικες μπουκιές, την ήθελε. Βλέπεις, ξέρεις, πιστεύεις, ό,τι θέλεις πες το, εκείνος ο μπαμπακιένιος πρίγκηπας που, τίποτε και ποτέ, δεν κρατούσε κάτι στα χέρια, ερωτευόταν τη θεά του καθισμένη στην κούνια, θρόνο, μαγεία, όπως θέλεις πες το.

Ερχόταν και η επιφάνεια, η εκ των έσω, όμως, αναδυόμενη επιφάνεια. Τα παιδιά, οι θείοι με τα δουλεμένα ακροδάχτυλα, οι θείες με τις μπιγκμπάμπολ για φίλεμα ή οι άλλες με το ωραίο, ξινισμένο ψωμί, ή ο άγριος Σωτήρος να μας πάρει το κουτάβι ή ο κυρ Μίμης που κρατάει τους ίδιους σπόρους ντοματιάς απ' το 1980 ή ο αιώνιος αχός του τρένου. "Ποιος θα 'ναι αρχηγός;". "Όποιος περάσει ξυπόλητος το κοντοκουρεμένο στάρι". "Πάμε να εξερευνήσουμε το πέρα δασάκι;". "Βαριέμαι". "Να τι είσαι, μια τεμπέλα είσαι, τίποτα άλλο δεν κάνεις, όλη μέρα στην κούνια". "Εδώ μ' αρέσει εμένα".

Ήρθε κι ένα φίδι, μια μέρα. Κάτω από την κούνια της, ήρθε, και τρόμαξε πολύ η γιαγιά, τη σταμάτησε βίαια την αιώρηση εκείνης, της είπε "Σώπα!". Δε φοβόταν, έλεγε εκείνη, ηδονίστηκε απ' τη χαρά να δείξει δυνατή, πως αγαπά τα φίδια έλεγε, πως ήταν όμορφο το λευκό και πορτοκαλί του χρώμα, πως δε φταίει, έλεγε. Το σκότωσε ο παππούς κι ας μεγάλωσε σε ένα σπίτι που χωρίς φίδι για στοιχειό, δεν πήγαινε καλά η χρονιά, πεινούσε, κακοπερνούσε χωρίς την εύνοια τούτου του στοιχειού.

Ήρθε και το φθινόπωρο. Τότε που φεύγαν τα παιδιά κι ησύχαζε η κούνια, βούβαινε, έπληττε, δυστυχούσε, ό,τι θέλεις πες το. Είχα έντονη φυλλόπτωση, πήγαινα στο γιατρό ματαίως, πρέπει να κάνω υπομονή μου έλεγε, μα τους καρπούς μου δεν άντεχα που τους παίρναν, αλάφρωνα πολύ, σχεδόν δεν υπήρχα, τι κι αν τρεφόντουσαν με δαύτους όλο το χειμώνα, ήμουν τόσο μόνη εγώ. Κι όλη η γη από κάτω μου μαύριζε, τους τιμωρούσα λίγο που με κλέβαν και τα παιδιά που φεύγαν, ό,τι έπεφτε από πάνω μου άφηνε μαύρο χνάρι. Παραπονιόταν, η γιαγιά, πώς άλλη καρυδιά να μαυρίζει έτσι το χώμα και την αυλή της δεν είχε ματαδεί, ας γκρίνιαζε, στο βάθος την αγαπούσα. Ήταν εκείνη.

Εκείνη που έρχεται, ακόμη κι αν δεν έρχεται ποτέ.

 
posted by mistounou at 2:31 AM | Permalink | 7 comments
Sunday, June 11, 2006
Έτσι είπε

Piano Perspectiveφωτογραφία :MarkyBon

Να μην πλύνει τα χέρια της σήμερα, είπε, άφησε τα ψάρια να τηγανιστούν από τη μια μεριά, το μωρό, ευτυχώς, κοιμάται, να μην πλύνει τα χέρια της, είπε, "ας παίξω τη Σονάτα Νο 2", είπε, "γιατί δε μου βγαίνει η τρίλια στο φα δίεση; και το τέμπο, πώς στο καλό θα το πάω στο 116; προλαβαίνω την τρίλια μέχρι να γυρίσω τα ψάρια, προλαβαίνω να κουρδίσω την καρδιά μου". Έτσι είπε και χώθηκε σε ένα λιόγερμα εγκαταλελλειμένων πλήκτρων, βομβαρδίστηκε από τις επιπλήξεις του προφέσορα "σκούπισε τα χέρια, διώξε τον ιδρώτα, διότι, εννοείται, θα πρέπει να υπάρχει πάντα αυτός, μην τολμήσεις αλλιώς", καταιγίστηκε από τα κέρματα των νοερών περαστικών που νόμισαν ότι ζητιάνευε εκεί στην άκρη ενός δρόμου, ζητιάνευε χρόνο, ζητιάνευε λίγο ρυθμό αυθόρμητο στα πόδια τους, την κατάλαβαν -δεν την κατάλαβαν, αυτοί, πάντως., λίγα κέρματα τα έριξαν μέσα στο καπελάκι.

Τρέχει η τρίλια, της φεύγει, λάκησε, που λένε κάποιοι, τι θα κάνει ακόμη δεν ξέρει, τα χέρια της είναι άπλυτα, δεν τα σκούπισε απ' τον ιδρώτα, εκείνη πάντα πίστευε πως είναι καλύτερα να γλιστράνε τα ακροδάχτυλα στα πλήκτρα, μα τώρα τι ψάχνεις, τα ψάρια πρέπει να τα γυρίσει κι η τρίλια άφαντη.

 
posted by mistounou at 11:05 AM | Permalink | 3 comments
Wednesday, June 07, 2006
Mαγειρική υπό το φως των κεριών

φωτογραφία :Halix

Όταν θα πάει, πότε θα πάει, θα τη ρωτήσει για εκείνα τα τυροπιτάκια που τα έβαζε στρώσεις στρώσεις στο ταψί κι αναμεσα έριχνε τριμμένη μυτζήθρα, και μετά, το χαμόγελο είχε ένα μέτρο κι αυτό, είχε ένα μέγεθος που θα το ήθελε πιο μεγάλο, πιο μεγάλο,πιο.. Το μεσημέρι με τον αδερφό μου πήγαμε να ψαρέψουμε φούσκες, κατι κόκκινα θαλασσινά, που τα ξεκολλάγαμε απ'το βράχο και τ' ανοίγαμε με το μαχαίρι. Λοιπον, και το χαμόγελο του πατέρα μου θα το ήθελα πιο ανοιχτό και πιο μεγάλο, ας πούμε οτι η πρώτη κούρσα της ζωής μου είχε μισόκλειστα χαμόγελα, έτσι τα αισθανόμουν, δεν μου άνοιγαν την πόρτα, παρά μόνο ελάχιστες φορές, να δω έξω, να δω εκεί, αλλά, τότε, δεν ήταν πια χαμόγελα, ήταν κάτι που μ' έκανε να τρέμω. Μόνο το Σάββατο βράδυ, την ώρα που πνίγηκα μ' ένα κομμάτι κόκκαλο απ' το κρέας της σούπας κι η γιαγιά έχωσε το δάχτυλο μέσα και μου το 'βγαλε ένοιωσα μια ανοιχτή ζωή, πως ηταν εδώ η ζωή, και ήμουν κι εγώ εδώ, κι ήταν καλά. Δεν ήμουν ανάσκελα στο κρεββάτι να ψάχνω τα σχέδια του ταβανιού, και λίγη αχνή μουσική που, κι αυτή ήταν μισόκλειστη, δεν είχε πολλά να μου πει, ένας σαχλαμάρας εκφωνητής προσπαθεί να πει αστεία, δεν έχει ούτε ένα αστείο αυτό το απόγευμα, είμαι μόνη στο κρεββάτι. Η γιαγιά έχει αμπελοφάσουλα, μακρουλά σα φίδια, πράσινα, πιο πράσινα απ' το βράσιμο, μυρίζει η κατσαρόλα την ώρα που βράζει, το απόγευμα είναι πράσινο και άγουρο. Βάζει στα πιάτα ρίχνει λίγο λάδι, δεν θυμάμαι αν ψιλόκοβε σκόρδο, μετά τρίβει πάλι μυτζήθρα αλμυρή, γίνονται σαν μακαρονάδα τ' αμπελοφάσουλα κι εγώ μυρίζω αυτό το απόγευμα και δεν ξέρω, βεβαίως, πού οδηγεί.
Είμαστε, λοιπόν, στη σελίδα που ακόμη δεν άνοιξε καμιά πόρτα κι ό,τι έχω δει έξω δεν μου κάνει, δεν τρελαίνομαι με το έξω, μην πω το φοβάμαι. Μέσα είναι τα κεράκια, το λιβάνι, το καντήλι στο κοιμητήριο, κρατάω κι ένα τσιγάρο απ'την κασετίνα του παππού, την ώρα που εσύ πρέπει να ήσουν σε κείνο το πάρτυ στην ταράτσα της φοιτητικής εστίας κι άκουγες, χόρευες (;) "strange days". Εγώ, την ίδια ώρα κάπνιζα το πρώτο μου κλεφτό τσιγάρο, ανάβοντας από το καντήλι της προγιαγιάς μου, γύρισα σπίτι και δεν πλησίαζα κανέναν. Μετα, πήγαμε εκείνη την ωραία βόλτα στ' όνειρό μου, σε μέρη της Ανατολής που φύεται η ψηλη δεντρολιβανιά, ήταν γεμάτο τέτοια μοσχομυριστά δέντρα, εσύ έκανες βόλτα στην αγορά ν' αγοράσεις φιλιά και κεντημένες παντόφλες να μου φέρεις κι εγώ, σε κάτι υπαίθριες μπανιέρες δροσιζόμουνα, και μύριζα γαρδένια εφηβική και πάντα καλόβολη τ' απογεύματα να σου ανοίξει ένα παράθυρο σ' ένα κόσμο που, όταν είσαι μικρό και άγουρο και αφελές, τον πιστεύεις, να πάρει η ευχή..Τέλειωσε τ' όνειρο, ξύπνησα κι ήμουν ακόμη διακοπές στη γιαγιά μου που, τις τελευταίες μέρες πριν φύγουμε, πάντα έφερνε πιο πολλές γκαζόζες και πιο πολλά μεζεδάκια έφτιαχνε και πιο πολλή κατανόηση είχε. Όλες τις μέρες είχε κατανόηση, είχε, όμως, και σιωπή. Τι πόρτα ήταν αυτή η σιωπή; Ανοιχτή ή κλειστή; Ακόμα δεν το ξέρω, κι άμα ήταν ανοιχτή, πού έβγαζε, σε ποιο δωμάτιο της ψυχ'ης της, πού ήθελε να με βάλει και δεν μπ'ηκα; Κι άμα ήταν κλειστή, τι είχε εκεί στην σκοτεινιά κρατημένο; Το βράδυ, λοιπόν, εκείνο, λίγες μέρες πριν φύγουμε, έπαιζε στο ραδιόφωνο κάτι επικά του Θεοδωράκη που μ΄ανατρίχιαζε, χωρίς να ξέρω γιατί, κι εκείνη τηγάνιζε ψωμί με μικρά κομματάκια τυρί, μου αρέσει πολύ κι ας είναι μεζές για τα μεσημέρια. Για τα μεσημέρια που έχω χορέψει μαζί σου κάτι κέρινους χορούς, πού στέκονται αυτοί οι μεσημεριάτικοι χοροί που χορεύω φέτος τα μεσημερια, πού στέκομαι εγώ, άντε να βρεις τώρα, που είναι μεσημέρι Ιουνίου και κάνει ζέστη, τα κεριά λιώνουν στο συρτάρι, όσα απέμειναν, το νερό κρύο στο ψυγείο σου, που δεν δουλεύει καλά και όλο απόψυξη θέλει κι εμείς φάγαμε απόγευμα στο Πεδίο του Άρεως τηγανητό ψωμί και τυρί και πίναμε, εν έτει 2006, ούζα και κοιταζόμασταν κι είχε φυτρώσει μια χλωμή κέρινη γαρδένια στο πεζοδρόμιο, καθώς καπνίζαμε και όλο ζητάγαμε τον αναπτήρα του σερβιτόρου για ν' ανάψουμε, βοήθειά μας.

 
posted by mistounou at 1:57 AM | Permalink | 5 comments
eXTReMe Tracker