Χρόνια προσπαθούσα να πιαστώ απ' τους στήμονες,
ακόμη κι όταν έσκυβα το κεφάλι ντροπιασμένη
για να πω στον καθηγητή ότι δεν έχω διαβάσει.
Μα πώς να του έλεγα ότι μιλούσα κάθε πρωί μ' ένα γιασεμί, μα πώς;
Πώς να το 'λεγα και σε μένα,
το πόρισμα έλεγε πως ήμουν μία τρελή ακόμη.
Έκανα ένα κρεμαστό σπίτι κάτω από τους στήμονες,
ας είν' καλά και τα σέπαλα,
κουρτίνες, αλεξήλια της ομορφιάς μου,
να μείνω άσπρη, να μείνω αμόλυντη καθώς έλεγε η προαιώνια γιαγιά.
Ποια Τοσοδούλα, ποιος Κοντρορεβυθούλης,
έκανα σ' όλα τα παραμύθια διάρρηξη και
ζούσα κάτω από κάτι στήμονες.
Δεν το 'ξερε ούτε η έγνοια, ούτε η περιέργεια, ούτε κι η τυχαία ματιά
πως μέσα σε ένα λουλούδι ζούσα εγώ,
κανείς δεν τό 'ξερε,
κανείς δεν αναρωτιόταν πού να πήγαινα άραγε μετά το σχολείο
ή γιατί δεν πήγαινα ποτέ μαζί με τα παιδιά να πιάσουμε πεταλούδες
ή γιατί ποτέ δεν ζητωκραύγασα στα βασανιστήρια που υπέμεναν οι γαλές,
απ' τις διαθέσεις λιλιπούτειων βαρβάρων, λέγαν μόνο:
τι παράξενο παιδί.
Παιδί, ούτε καν κορίτσι, κοπελιά, κοκόνα, τσούπα ή κουκλίτσα. Παιδί.
Μεταξύ μας, στην Τοσοδούλα δεν είχα κάνει απλώς ανελέητη διάρρηξη,
ασκούσα περίτρανα ένα βέτο,
την ήθελα με πιο πολλές εκπλήξεις,
να σηκώνεται, λέει, το πρωί και να τσακώνεται με τους κάστορες
που της ροκανίζουν το σπίτι, "δεν είναι αυθαίρετο", να φωνάζει
και να ρωτά
την πορτοκαλιά πότε παντρεύεται,
το νερό τι θέλει πάλι,
τη μέλισσα τι γράφει σήμερα η εφημερίδα,
την έχιδνα αν είναι στις καλές της.
Πιο μαχητική, όχι τόσο αθώα, όχι τόσο μικρή,
να, πιο αληθινή,
να την βρει ο πρίγκηπας, ας πούμε,
την ώρα που φυσάει τη μύτη της στο πρώτο ανοιξιάτικο κρυολόγημα.
Κάπως έτσι,
δεν είπα ποτέ στον καθηγητή ότι ξέρω τα πάντα για το μίσχο, το στήμονα, το σέπαλο,
δεν είπα.
Κι ας έβλεπα τόσα γύρω από το σπίτι μου
κι ας έβλεπα τις αλανιάρες φυστικιές να γκαστρώνονται μονάχα με το φύσημα του ανέμου, κι ας.
Παρά μονάχα προφασίστηκα έναν πονοκέφαλο,
έγινα μικρή, πολύ μικρούλα, σχεδόν τοσοδούλα
διότι ήξερα, πια, πολύ καλά:
Είναι πιο εύκολο να 'σαι μικρός όταν η ζωή σου όλη εκτυλίσσεται μέσα σε ένα καρυδότσουφλο,
με τον πρίγκηπα να καταφτάνει στα σίγουρα, τελικά.