Tuesday, April 10, 2007
Πινακωτή πινακωτή
...Έλα από τ' άλλο μου τ' αυτί!
 
posted by mistounou at 4:55 AM | Permalink | 3 comments
Thursday, December 14, 2006
stop spots

nyc bus stopφωτογραφία :skootie

Φρενάρει απότομα ο οδηγός. Μερικές φορές τρέχουν περισσότερο από όσο περιμένεις. Ένα μήλο πάει να κυλήσει, σκύβει να φτιάξει τη νάϋλον σακούλα με τα μήλα, την παραχώνει μέσα στα ραδίκια. Βολεύει όλες τις τσάντες ανάμεσα στα πόδια της και μπορείς να διακρίνεις εκείνο το καλτσάκι ως το γόνατο, που συνηθίζουν να φορούν οι μεγαλύτερες. Μάλλον δεν αντέχουν το καλσόν. Τουλάχιστον η γιαγιά μου αυτή την εντύπωση μου έχει δώσει. Η διπλανή της είναι πιο νέα. Το πολύ 45άρα. Δείχνει γυναίκα που υπήρξε πολύ όμορφη, με πλούσιο μπούστο και χείλια ζουμερά. Κι εκείνη με τα ψώνια της: λαχανικά, φρούτα, όλα στοιβαγμένα ανάμεσα στα πόδια της και μια μικρή τσαντούλα από εσωρουχάδικο που την κρατά στα χέρια. Την ξεχωρίζει, μάλλον, από όλα τα άλλα: εκείνη η σακούλα περιέχει κάτι που απευθύνεται αποκλειστικά στην ίδια, δεν είναι η ανάγκη, είναι η ομορφιά της. Είναι εκείνη, που διάλεγε μια ώρα πόσα den θα πρέπει να 'ναι το καλσόν για να ταιριάζει με το πράσινο ταγέρ της. Ποιος ξέρει, υποθέσεις είναι όλα. Υποθέσεις προσωπικές και υποθέσεις των άλλων.

-Δεν πρόλαβα να πάω στο Ι.Κ.Α. να κλείσω ραντεβού, λέει η μεγαλύτερη.
-Κι εγώ ήθελα να πάρω ένα μπουτάκι να το φτιάξω αύριο αλλά πού...Κόπηκαν τα χέρια με τόσα ψώνια. Αύριο, αύριο θα βγω πάλι.
-Έχω το ζάχαρό μου πάλι, τι να κάνω...
-(Γιατί πρέπει κάτι οπωσδήποτε να πει. Ίσως.) Ε, τι να κάνεις.
-Παίρνει κάνα μήνα το ραντεβού, τι πράγμα είν' αυτό.
-Ναι.
-Ευτυχώς, τον ξέρω τον γιατρό, μπαίνω έτσι μέσα και μου τα γράφει τα φάρμακα.
-Και γιατί δεν πήγες τότε;
-Μωρέ, θέλω να μου γράψει κάτι εξετάσεις, κατάλαβες;
-Τι να κάνεις, κυρά Κυπαρισσού...(Ξαφνικά) Πούουου!...Ξέχασα να περάσω από τα Dia να πάρω απορρυπαντικό...
-Α!...(πάει να τη διακόψει αλλά δεν προλαβαίνει)
-Πού...Θα κουβαλάω άλλα τόσα αύριο πάλι..
-Το Dia έχει πολύ φτηνά απορρυπαντικά.
-Ναι, ναι! Ειδικά για το πλυντήριο, κυρά Κυπαρισσού. Ειδικά για το πλυντήριο είναι τέλεια. Εγώ, άκουγα που λέγανε ότι δεν έχει καλά πράγματα, λέει, για τρόφιμα δεν ξέρω. Από τρόφιμα τίποτα δεν ξέρω, πού ξέρω 'γω τι βάζουν αυτοί μέσα, αλλά τα απορρυπαντικά είναι πολύ καλά!
-Ναι, ναι, ναι! Και τα χαρτιά τους είναι πολύ καλά.
-Κυρ...(πάει τώρα να την διακόψει εκείνη, αλλά η κυρά Κυπαρισσού έχει μπει σε οίστρο).
-Και για την τουαλέτα και για την κουζίνα κι οι χαρτοπετσέτες, εγώ δεν το 'ξερα, αλλά μου το 'πε κι η νύφη μου, είναι πολύ καλά κι από τότε τα παίρνω. Και φτηνά, έτσι;
-Α, κυρά Κυπαρισσού, εγώ χαρτιά, δεν παίρνω ό,τι κι ό,τι, α πα πα πα πα πα!
-(Σχεδόν προσβεβλημένη) Καλά είναι, αφού είναι καλά.
-Α, πα πα πα πα. (Με υπεροχή) Zewa.
-(Με αμήχανο χαμόγελο που μάλλον δείχνει ότι δεν ξέρει τι είναι αυτή η λέξη)...
-Μόνο Zewa! Το καλύτερο χαρτί, κυρά Κυπαρισσού, το πιο ακριβό, αλλά το καλύτερο.
-(Για να σώσει την αξιοπρέπειά της) Δε βαριέσαι, όλα το ίδιο είναι...
-(Τη διακόπτει και την αποστομώνει) Άκου να σου πω, κυρά Κυπαρισσού, εγώ στο παπί μου μόνο Zewa.
-Ναι (Με λίγη ντροπή χαμογελαστή).

Δεν κοιτάω άλλο, δεν κοιτώ. Θέλω ν' ακούσω την πόλη τώρα. Τρέχω να προλάβω το Γρηγόρη, μη σβήσει πριν περάσω απέναντι. Τρέχω να βολευτώ σε μια θέση στο μετρό. Τρέχω να παραχωρήσω τη θέση μου σε κάποιον άλλον που την έχει ανάγκη ή τρέχω να γλιτώσω το βλέμμα μου από τη γιαγιά που με κοιτά με περιφρόνηση για την αγένειά μου να μην σηκωθώ. Είμαι κουρασμένη και πεισμωμένη. Δε σηκώνομαι με τίποτα, κακιώνω, διεκδικώ, απολαμβάνω την κεκτημένη θέση μου και πότε πότε λιώνω από τύψεις. Θα 'πρεπε ίσως να σηκωθώ, αλλά τι με κοιτά έτσι; Την καλοσύνη δεν την απαιτείς, τον σεβασμό δεν τον απαιτείς. Τα έχεις χάσει κιόλας και τα δύο, τώρα που το απαίτησες, δε σηκώνομαι, άντε σήκω. Και τρέξε. Να προλάβεις το ραντεβού. Να ζεσταθείς γιατί κρυώνεις. Να μπεις μέσα πριν τους τίτλους της αρχής. Να μη βρεχτείς πολύ απ' την απρόσμενη βροχή. Να πας στην τουαλέτα. Να βγεις πρώτος στη σειρά. Στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, στην αίτηση για δουλειά, στη συνέντευξη, στις προθεσμίες. Πιστεύεις στο timing, αυτό είναι όλο. Πιστεύεις τόσο πολύ σε αυτό, που θέλεις να είσαι εκεί όταν έρθει. Μα δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις ποιο από όλα τα timings θα είναι το καλύτερο ή έστω, σχετικά, αρκετά, λίγο -έστω λίγο- καλό για σένα.
Αναρωτιέσαι συνεχώς ποιο να 'ναι, ποιο να 'ναι, ποιο. Και μέχρι να το βρεις, τρέχεις να είσαι πριν από τόσα και τόσα timings. Πιθανότητες για τον εαυτό σου δημιουργείς. Έστω κι αν χάσεις, θα 'χεις να λες "τουλάχιστον προσπάθησα, έτρεξα, έκανα κάτι". Κι αν κερδίσεις, θα 'χεις να λες -όχι τόσο σ' εσένα, αλλά να, σε έναν άλλον που λέει ότι δεν μπορεί άλλο να τρέχει- "ξέρεις πόσο έτρεξα εγώ για να είμαι εδώ, ξέρεις πόσο τρέχουν όλοι, ξέρεις;".
Όχι. Δεν ξέρω. Γιατί τρέχω. Τρέχω και δε βλέπω. Τρέχω κι ευτυχώς, είναι κάτι οδηγοί ευγενέστατοι. Σου ανοίγουν την πόρτα κι ας είσαι λίγο πιο κάτω από τη στάση. Και δεν την ανοίγουν μόνο σ' εσένα, την ανοίγουν σε όλο το ντουνιά που τρέχει με την ψυχή στο στόμα.
Α7. Κάνιγγος -Κηφησιά -Ν. Ερυθραία. Στο ανάποδο, όμως, στο γυρισμό. Κι έχεις τρέξει πολύ. Κι επειδή τρέχεις πολύ, είσαι όλη μέρα στο δρόμο. Κι επειδή είσαι όλη μέρα στο δρόμο κουβαλάς μαζί σου το σπίτι σου. Χελωνάκι υπερφυσικών ταχυτήτων. Κουβαλάς τη ζακέτα για την πρωινή υγρασία κι ας είναι ζέστη τώρα. Το σκουφί σου, μην τυχόν σηκωθεί αέρας και παγώσουν τα αυτιά σου. Το μπουκάλι με το νερό. Το φορτιστή σου. Δεν ξέρεις πού θα ξημερωθείς με άδεια μπαταρία. Τις σημειώσεις σου. Καμιά εφημερίδα. Την τσάντα σου. Τα χαρτομάντηλά σου. Δεν ξέρεις πού θα ξημερωθείς αν σε πιάσει κατούρημα. Κράκερς. Λεφτά. Εισιτήρια. Ψιλά. Θα 'θελες να 'χες και καμιά οδοντόβουρτσα. Δεν ξέρεις γενικώς. Δεν ξέρεις, αλλά τρέχεις. Και τώρα, μέσα στο Α7, στριμωγμένος. Από χαμηλά βγαίνει πολύ ζεστός αέρας, φουντώνουν τα πόδια σου. Από ψηλά σε παγώνει ο αέρας της Κηφησίας. Είσαι ακίνητος. Ανάμεσα σε δεκάδες μετανάστες. Τώρα το βλέπεις. Είσαι στριμωγμένος ανάμεσα σε δεκάδες μετανάστες. Μα πού πάνε όλοι μαζί, πού; Έχουν μια ηρεμία στα πρόσωπα, όπως κι εσύ. Κάπου έτρεχαν κι αυτοί, σε κανα πλουσιόσπιτο θα φροντιζαν τον κήπο ή ποιος ξέρει τι. Ίσως και το μεγάλωμα των παιδιών. Φιλιπινέζες, Ινδοί, Τανζανές, Σουδανοί, Πακιστανοί, Αλβανοί. Ρωσίδες, ποιος ξέρει από πού ακριβώς, που συζητούν ασταμάτητα και καταφέρνουν να είναι κοκκέτες. Νιγηριανοί με ξυρισμένα κεφάλια και ιμιτασιόν φίρμες να δεσπόζουν στα τζάκετς τους. Ουκρανές που κοιτούν στα πεταχτά αν είναι εντάξει τα νύχια τους. Πολωνοί που κρατιούνται γερά απ' τη χειρολαβή. Άνθρωποι μέσα σ' ένα λεωφορείο, δεν τρέχουν πια.
Τρέχει ο οδηγός λιγάκι παραπάνω σήμερα, ξεκουράζονται λιγάκι οι σπρήντερς, κανείς -ούτε και οι ίδιοι- δεν μπορεί να πει "γιατί δεν τρέχεις τώρα; πού είναι οι πιθανότητες που μάζεψες σήμερα; πού; πού είναι η δουλειά σου, πού είναι η δουλειά σου; δούλεψες;".
Όλοι το ίδιο, όλοι για μια στιγμή ανταγωνιστές για τη θέση που θ' αδειάσει, για την καλύτερη χειρολαβή, για την πλησιέστερη θέση προς την πόρτα, να βγεις πρώτος. Τώρα, όμως, δεν τρέχεις, τρέχει ο οδηγός λίγο παραπάνω και φρενάρει στο φανάρι, είσαι κουρασμένος σήμερα, θα 'θελες ν' αφήσεις την αδράνεια να σε πάρει, αδέσμευτο να σε πάρει, ν' ακουμπήσεις στα πλαϊνά κορμιά και να ξέρεις ότι θα σε προστατεύσει τούτο το σάρκινο τείχος, δε θα εκτιναχτείς, δε θα βγεις απ' το παράθυρο, δε θα γίνεις πολτός εσύ σήμερα στην άσφαλτο. Θα συνεχίσεις. Γιατί πρέπει. Και πρέπει να τρέξεις, μα τώρα. Τώρα είσαι ακίνητος και όρθιος. Ο συνωστισμός κι η αιφνίδια ακινησία οδηγεί τεράστιες γουλιές ιδρώτα να κατρακυλούν απ' την πλάτη σου στη μέση σου. Σε γαργαλούν. Και σ' εκνευρίζουν. Θα βγεις έξω μετά και θα πουντιάσεις. Θα κρυώσεις. Θα συναχωθείς. Δε θα μπορείς να τρέξεις και πολύ για καμια-δυο μέρες, no. Και ναι, όπως κι αν είσαι, σκέφτεσαι σε εκείνο το διάλειμμα του λεωφορείου, σκέφτεσαι πολύ.
Ιδέες, εικόνες, μνήμες, όνειρα, στόχοι, υποχρεώσεις, απροθυμία, ανικανότητα, ήττα, προσδοκίες, σκέφτεσαι. Ακόμη και το τι θα φας αύριο. Θες να φας αύριο. Θες να είσαι εδώ αύριο. Δεν πρέπει μόνο, θες. Θες.
Έχεις όρεξη ν' ακούσεις την πόλη και δεν έχεις. Έχεις όρεξη να ακούσεις τους ανθρώπους της, αλλά δεν έχεις όρεξη σήμερα για τα ντεσιμπέλ της. Ακουστικό στο off. Μονάχα τα προηγούμενα, δίχως ήχο.
Ένα μήλο πάει να ξεμυτίσει στη σακούλα. Ένα μήλο που δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Θα το φάει το βράδυ η κυρά Κυπαρισοού με κανέλα και μέλι, ωμά. Ή θα τα ψήσει για λίγο στο φούρνο, αφού τα αρωματίσει με βανίλια. Ποιος ξέρει. Εσύ, που διαβάζεις τα χείλια στα κλεφτά, κατάσκοπος από σένα για σένα, ξέρεις μονάχα ότι τη λεν Κυπαρισσού κι ότι δίνει τις δικές της μάχες για αξιοπρέπεια.

 
posted by mistounou at 4:22 AM | Permalink | 11 comments
Wednesday, December 06, 2006
Αργά παιδιά

childrenφωτογραφία :elpinor

(Ή αλλιώς, να σταματήσουν τ' αυτοκίνητα να περάσουν τα παιδιά, να φρενάρει κι ο χρόνος, να φρενάρουν κι οι μεγάλοι, να τα κοιτούν στα μάτια το πρωί κι ας μαρσάρουν τα καθήκοντα. Ή αλλιώς, δύσκολο πράγμα, δυο άνθρωποι να κοιτούν το ίδιο ρολόι..)

Θυμάμαι εκείνη την ιστορία με τα έλατα που μου 'λεγες.
Όλες τις ιστορίες τις ελάτινες, τις θυμάμαι, η μια πίσω απ' την άλλη, θέλω δε θέλω, κι ας απεχθάνομαι να μυρίζω Χριστούγεννα από τόσο νωρίς.

Είχα μάθει να βλέπω τα Χριστούγεννα μία εβδομάδα πριν κλείσουν τα σχολεία. Άντε καμιά γιορτή, άντε και κανένα αγγελάκι στη χειροτεχνία, άντε και κάνα ποίημα οι μεγαλύτεροι. Με τις ευχές του δασκάλου, που τις άκουγα και δεν τις άκουγα, με τη βαλίτσα βιαστική, μισοκλεισμένη, που πάλι δεν πήρα πυτζάμες και θα φωνάζει η γιαγιά "που να 'βρω άλλες τώρα εγώ;", βουρ, τρέχοντας, ωσάν να ρίχνω μαύρη πέτρα προσωρινά, βουρ για τη γιαγιά με τις σπανακόπιτες και τις κλημεντίνες.

Βουρ, χωρίς να ακούω οδηγίες, δίχως να κοιτώ το δρόμο πριν περάσω απέναντι, άντε να ξεχνιόμουν στο καφενείο του Ισθμού που έκανε το λεωφορείο στάση, να καθόμουν μία ώρα στο ψυγείο με τα παγωτά και να μην ξέρω ποιο να διαλέξω, να θέλει να φύγει ο οδηγός, να με περιμένουν, να ειδοποιούν απ΄τα μεγάφωνα, να μην ακούω, μονάχα να σκέφτομαι "ξυλάκι ή κυπελάκι; Το κυπελάκι πιο εύκολο, θα μπορώ να το πάρω μέσα, μη μου φωνάζουν ότι θα πασαλείψω τίποτα, αλλά τι; Αυτό με το παιχνίδι ή το κοκτέηλ που μου παίρνει ο παππούς τα καλοκαίρια; Να 'παιρνα και τα δυο, αλλά δεν κάνει, δεν κάνει να φάω δυο παγωτά.."
-Πού είσαι; Φεύγει το λεωφορείο!!

Ωχ, ρεζίλι, 120 μάτια με κοιτούν ειρωνικά και γελώντας, ο οδηγός κάτι μουρμουράει, λουφάζω μέσα στο παλτό, πάει και το παγωτό, δεν πρόλαβα να διαλέξω. Ζέστη, φρεναρίσματα, ακατανόητα τραγούδια, ψιχάλες στο τζάμι, απ' τις αεροδυναμικές, απ' αυτές που ξεφεύγουν απ' την ταχύτητα κι ίσα που προφταίνουν να στρογγυλοκάτσουν, ο αέρας τις τεντώνει, τις τραβά εκβιαστικά προς την κατεύθυνση που θέλει, εμείς πάμε Άργος, αυτές πάνε, απλώς, πίσω.

Θα περιμένει η γιαγιά. Στα ΚΤΕΛ θα είναι, λέει. Ζεσταίνομαι. Τεντώνομαι και βολεύω το παλτό πάνω απ' τη θέση, σ' ένα ξεχαρβαλωμένο διχτάκι. Πράσινο είναι το παλτό μου, γλυκό πράσινο κι από μέσα άσπρη φόδρα, λίγο λευκό γουνάκι, ψεύτικο γουνάκι, στην κουκούλα. Αγαπημένο παλτό, μου θυμίζει τον Έκτορα κουτάβι, όταν δε μ' άφηνε να φύγω το πρωί, να τον κοιτώ να σουφρώνει τη μουσούδα και να σαλιώνει τη γωνίτσα του παλτού, να τον τραβάω -υποτίθεται- να δυσανασχτώ -υποτίθεται- να παίζω γελώντας με την καρδιά μου, όρεξη να 'χουν τα παιδιά γιατί η μάνα περιμένει βιαστική στο τιμόνι, να μπεις μέσα γρήγορα, να δει αν έπλυνες καλά τα δόντια σου, αν πήρες το κολατσιό μαζί σου, αν ξέρεις το μάθημα κι όλα τα άλλα. Κι όλα τα άλλα, εκτός από μια φωτογραφική μηχανή, ή έστω μνήμη, να φωτίσει τη στιγμή μου με ένα φλας που αρνείται τον χρόνο, ειρωνεύεται τα ρολόγια, απαρνείται την "ευσυνειδησία", διασκευάζει την έννοια του καθήκοντος, χαμογελά συνομωτικά στον οδηγό που περιμένει να ελευθερώσεις το δρόμο, να φορτώνει, αλαζονικά, τις βλακείες στα νιάτα, μόνο και μόνο για να μπορέσει να τρυπώσει μέσα τους κι αυτό.

Αγαπημένο πράσινο παλτό, σε ξέχασα στο ξεχαρβαλωμένο δίχτυ του λεωφορείου, τότε που η γιαγιά μου έγινε πιο σημαντική από σένα. Ίσως να νιωσα και τύψεις που ένα παγωτένιο δίλημμα πιο πριν, έγινε πιο σημαντικό απ' το λεωφορείο που με πήγαινε στη γιαγιά μου, μάλλον έπρεπε να ξεχάσω κάτι άλλο για χάρη της. Ωραία τα βόλεψα, αλλά μετά τα φιλιά άρχισαν οι φωνές και τα τηλεφωνήματα.
-Ένα παλτό, λέω, στο λεωφορείο των 6μιση για Άργους...
-Πράσινο! Πράσινο το παλτό!!
-Άμα δε σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα εσένα...
-...(Μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς!)

Εντάξει όλα. Το παλτό είναι στην κρεμάστρα κι εγώ κοιμάμαι πάνω σ' εκείνο το μακρύ σεντούκι που το βράδυ μεταμορφώνεται σε ντιβάνι μόνο για μένα. Τα φωτάκια, ολόϊδια τόσα χρόνια και το δέντρο απαράλλαχτο κι οι μπάλες -οι μικρές πάνω, οι μεγάλες κάτω- κι η βροχή η ασημένια και τα μπαμπάκια να παριστάνουν το χιόνι που ακόμη δεν έχει τύχει να παίξω μαζί του, όλα απαράλλαχτα, όλα.

Και το τζάκι να τρεμοσβήνει, με τις μανταρινόφλουδες να ξεραίνονται και να εκπνέουν στη θράκα, ν' απλώνουν το άρωμά τους στο δωμάτιο κι ένα κουκούτσι ελιάς που ξέμεινε, έσκασε μέσα στη φωτιά σαν βεγγαλικό αργοπορημένο, μέσα στη φωτιά κι αυτό, όλα στη φωτιά. Και τα βλέμματα στη φωτιά κι οι μουσικές στη φωτιά, κι οι ιστορίες στη φωτιά, όλα στη φωτιά, μαζί και το ψωμί που καψαλίζεται, λίγο τυρί στο πιάτο, λίγη πηχτή, θα φάμε και σήμερα, θα ζήσουμε και σήμερα, όλα στη φωτιά.

Να φτιάχνω μουσικές με το ρυθμό που είχαν τα λαμπάκια, πάντοτε το έκανα αυτό. Το πρωί εναρμονιζόμουν με την τονικότητα της ηλεκτρικής σκούπας, το μεσημέρι συγχρονιζόμουν με τη βρύση που στάζει, το απόγευμα με τα σκασίματα των ρετσινιασμένων ξύλων, το βράδυ νωρίς με τα αργίτικα τραγουδιστά τραβήγματα στο τέλος των προτάσεων, το βράδυ αργά με τα λαμπάκια.

Μου 'λειπε το λίκνισμα και το νανούρισμα. Λικνιζόμουν μόνη μου, σαν το χαζό, πιπίλαγα και λίγο τον αντίχειρα, έκλεινα το ακουστικό, το έβαζα στο κουτάκι του κι έτσι βουτηγμένη σ' ένα μελένιο βούρκο από σιωπή, έβγαζα μακρόσυρτους ήχους, ίσα ίσα να τους νιώσω λίγο στο λαιμό μου και στο μέσα των αυτιών μου.

Ήταν η εποχή που ήμουν, απόλυτα και ξεκάθαρα, διττή. Ποθούσα τη μάνα και τον πρίγκηπά μου εξίσου. Τη μάνα να με κοιμίσει, το αγόρι να με ξυπνήσει. Κι έτσι, όπως κάθε βράδυ, φανταζόμουν πως θα ξαμοληθώ κι αύριο το πρωί με δυο μανταρίνια και δυο κομμάτια σπανακόπιτα στο χαρτί για κολατσιό, να πα' να παίξω με τις ώρες και πάλι. Έτσι, μπουκωμένη ήθελα να με ανακαλύψει, να του ρίξω με τις φλούδες στα μάτια -όπως λέει και το τραγούδι- να ζήσουμε στιγμές, δικές μας στιγμές και δικές μου αργότερα, γιατί ήταν σίγουρο πως θα χωρίζαμε κάπου. Κάποτε θ' άλλαζαν κι οι μπάλλες, άλλωστε, θ' αποφάσιζε κι η γιαγιά να πάρει καινούργιες.

 
posted by mistounou at 10:03 AM | Permalink | 10 comments
Wednesday, September 20, 2006
Θεσσαλονίκη με σουσάμι και μέλι

Sesame fingersφωτογραφία :gregoryperez

Κι έτσι, τελείως ξαφνικά, είδα μια πόρτα κόκκινη σ' εκείνο το παλιό σαλονικιότικο μπαρ. Μια πόρτα κόκκινη, χτυπημένη δω κι εκεί, να φαίνεται το μαύρο της αλλοτινό της χρώμα, να είναι κόκκινη και μαύρη μαζί και ξύλινη και ποτισμένη μουσικές και χαϊδεμένη απ' τα ερωτευμένα παραπατήματα των ζευγαριών και φθαρμένη και καινούργια, όλα μαζί σε μια πόρτα, έτσι όπως μονάχα η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να την προικίσει.

Είδα κι έναν μικρόκοσμο ακόμη. Εγώ εδώ, μεθυσμένη, εκεί ο άλλος που δεν ξέρει πως υπάρχω και πώς υπάρχω, να 'ναι εκεί ένας οποιοσδήποτε άλλος, λίγο δίπλα μου, μα στο εκεί του, με τη δική του μουσική εκεί, τις δικές του φωνές εκεί, τα δικά του φώτα, τη δική του μάνα. Εν' άρωμα της ζωής του ολόγυρα στον άλλον κι εγώ, ακριβώς δίπλα μεθυσμένη, να βλέπω τι σημαίνει να λες "μικρός ο κόσμος", "μεγάλος ο κόσμος" ένα βράδυ που το καλοκαίρι τέλειωνε στα χείλια ενός ιταλιάνου τραγουδιστή.

Ήταν φορές που κλαίγαν όλα. Άντε, πήγαινε και χώσου στις στοές, στις αγορές και δες κάτω από τα δέντρα, άντε και κοίτα καλά-καλά τα πεζούλια, δες και τα απλωμένα τραπέζια στην Αγορά του Μοδιάνο και πες μου, δεν κλαίνε όλα; Δεν κλαίει κι εκείνο το βιολί στο πλάι σου; Περαστικός μουζικάντης της ζωής σου θέλει να είναι εκείνος, μα τον θυμάσαι εσύ για το κλάμμα στα μάτια του, "ένα βιολί κλαίει" να λες και να γυρνάς αυτομάτως σε θερμοκρασίες αλλότριες, λυτρωτικές. Να μην ξεχωρίζεις ποιος κλαίει πιο πολύ, εκείνος ή το βιολί στα χέρια του, ο πόνος εκείνου, είναι που κλαίει ή το παράπονο του βιολιού για την απόλυτη υποταγή του; Σα να μην ξέρω..Ναι, δεν ξέρω, γιατί εκείνος ο μουζικάντης ήταν λουσμένος σε μια ταπεινότητα, μοσχοβολούσε χρόνια αμέτρητα και φτώχεια περήφανη, χόρευε τη ζητιανιά του στα δάχτυλα, τέντωνε την πείνα του στις χορδές, τον τραγουδούσε τον εαυτό του, ήταν ο εαυτός του, η μουσική του να εκπνέει από τις ρυτίδες, τόσο ένα όλα, τόσο πλήρη, τόσο συμπαγή, ευτυχισμένο, λοιπόν, όποιο βιολί στα χέρια του. Έτσι, κάπως έτσι ξαφνικά, μπερδεύτηκα γιατί το κλάμμα είχε μέσα του κάτι μεγάλες παύσεις ευτυχίας, κάτι εκρήξεις ηδονικές.

Και μετά, είδα μια κουζίνα. Με τα λεμόνια να κρέμονται σ' ένα κοφίνι συρμάτινο, να παίρνουν τον αέρα τους, ν' απλώνουν το κίτρινο επάνω από τον πάγκο του Αχινού, να σηματοδοτούν την οξύτητα της φαντασίας των μαγείρων του τόπου. Τώρα περνάει ένα ξέφρενο ακορντεόν και το σουσάμι να κριτσανίζει στα δόντια, έτσι όπως αγκαλιάζει την τρυφερή ξεκοκκαλισμένη σαρδελίτσα. Τώρα περνάει ένας μπόμπιρας με λιλιπούτειο ποδήλατο, με λύσσα γυρνάει τα πετάλια -σκέφτεται πως είναι καμικάζι, ίσως και κλέφτης που ξέφυγε από το δίκιο- και τα παντζάρια πώς έγινε και έμπλεξαν με μήλα και πατάτες;
Πες μου, πώς μπλέκουν όλα εδώ, εκείνος που πειράζει την εξάτμιση και γδέρνει θορυβωδώς τον αέρα, εκείνες οι κυρίες με τα σκυλάκια που τα πάνε βόλτα βραδινή, εκείνες οι απλόχωρες πλατείες για να παίρνουν ανάσα τα μάτια στον ουρανό, εκείνες οι πολυκατοικίες τόσο παλιές, μα τόσο παράξενα κολλημένες η μια με την άλλη, σα μωσαϊκό τοποθετημένο καθέτως, εκείνες οι κοπέλες με τα πληθωρικά βλέμματα, πώς μπλέκουν αυτά όλα, πώς γίνεται να περιμένει ένας κύριος με καπέλο να περάσει απέναντι όταν η φοιτήτρια παραδίπλα μόλις ανέβηκε στο τραπέζι να χορέψει και σήμερα; Δεν ξέρω. Τα καταφέρνουν, πάντως, και το μεράκι κάνει σταυροβελονιές στη γεύση, βάζει πινελιές στις βιτρίνες, τραγουδάει στους τρούλους και γυροφέρνει τις πωλήτριες των ζαχαροπλαστείων ντε και καλά να σε κεράσουν, ντε και καλά να σου ρίξουν στα πεταχτά λίγη ζάχαρη άχνη στο γλύκισμα, κρίμα είναι να φύγεις έτσι, μη φύγεις έτσι.

Ξαναπερνάει ο μπόμπιρας, τώρα απλώς κάνει ποδήλατο, βαρέθηκε να είναι κλέφτης. Μονάχα εγώ κλέβω τώρα περπατώντας στα κλεφτά την πόλη του, τον κλέβω κι εκείνον έτσι όπως την πήρα τη στιγμή του και την έκανα δική μου. Κι εκείνον τον άλλον, τον απέναντι, αυτόν με τη δική του μάνα που λέγαμε, κι αυτόν τον έκλεψα αισχρά, τον θυμάμαι. Όλα τα κλεψα, δίχως ενοχές μπήκα με το πρώτο σύνθημα που μου 'ρθε στο μυαλό, Αλή Μπαμπάς χωρίς σαράντα κλέφτες, Αλή Μπαμπάς ξετσίπωτος, με λίγο σουσάμι και πολλή απληστία, βούτηξα σ' ένα σαλονικιότικο βράδυ αυθαίρετα και αναδύθηκα πολύ πιο αχόρταγη, πολύ πιο πεινασμένη. Είναι που αρνούμαι να χαρίσω έστω ένα δευτερόλεπτο στη λήθη.

 
posted by mistounou at 3:41 PM | Permalink | 20 comments
Saturday, July 29, 2006
Σαν δύο, σαν ένα

Είναι δύο. Εκείνος που ακούει κι εκείνος που δεν ακούει.
Εκείνος που απλώνεται στο έξω κι εκείνος που διπλώνεται στο μέσα.
Εκείνος που αφήνεται στο δικαίωμα κι εκείνος που συρρικνώνεται στο πρέπει. Είναι δύο.
Εκείνος που ανησυχεί μήπως τελειώσει η μπαταρία του κι εκείνος που μπορεί να ζήσει με την αυτάρκεια της σιωπής.
Εκείνος που τρομάζει μήπως διαλυθεί, βρεχτεί, σκουριάσει, πέσει, σφυρίξει το ακουστικό του κι εκείνος που ξεχνιέται και μπαίνει στο ντους με το αυτί ακόμη οπλισμένο.
Εκείνος που αντιλαμβάνεται κι εκείνος που προσδιορίζει.
Εκείνος που ακούει μια μουσική κι εκείνος που αγνοεί τα λόγια των τραγουδιών.
Εκείνος που θέλει να αφαιρείται κι εκείνος που αναγκάζεται να κοιτά λυσσασμένα τα χείλη των άλλων.
Εκείνος που εμπιστεύεται κι εκείνος που υποψιάζεται.
Εκείνος που τα αδιάπτωτα βουίσματα τα λέει "πουλιά σε δάσος" κι εκείνος που τα βουίσματα τα λέει "ανυπόφορα αδιάπτωτα".
Εκείνος που αυτοσαρκάζεται κι εκείνος που προσπαθεί. Είναι δύο.
Εκείνος που συγχωρεί κι εκείνος που θυμάται. Είναι δύο.
Έχουν από ένα μυαλό, από ένα ζευγάρι μάτια, από ένα ζευγάρι πόδια, από ένα ζευγάρι χέρια, από ένα χάδι έκαστος, από ένα φιλί, από ένα χαμόγελο, από μία πείνα, από μία δίψα, από μία αγάπη, όλα ξεχωριστά τα έχουν, συμμετρικά αραδιασμένα, σα σιαμαίοι είναι, μαζί και μόνοι, μόνοι και μονοί.
Είναι δύο. Και τροφοδοτούνται από μία καρδιά, δυστυχώντας, πού και πού, γι' αυτό το πράγμα. Είναι δύο και θα 'θελαν, καμιά φορά, να 'χουν ο καθένας την δική του καρδιά, έτσι, για να μπορεί να αποφασίσει ο καθένας τους πότε θα σταματήσει να αναπνέει, πότε θα κοιμηθεί, πότε θα ξυπνήσει.
Είναι δύο.
Ο ένας τραβάει μπροστά λέγοντας "τώρα θέλω ν' ακούσω τη θάλασσα, αφού μπορώ", ο άλλος ταυτόχρονα τρέχει προς τα πίσω, εκεί που είναι ο φίλος, ο κάθε φίλος, να κρεμαστεί απ' το στόμα του φίλου, να δει τι άραγε λέει και φωνάζει πεισμωμένος "τώρα θέλω να γνωρίσω έναν ακόμη άνθρωπο, αφού μπορώ".
Επιμένει ο ένας, ζητάει τη στιγμή του, θέλει να μείνει μόνος, κανείς -πιστεύει- κανείς στον κόσμο δεν θα μπορούσε να του προσφέρει τον ήχο της θάλασσας, καμία αγάπη, κανένα μηχάνημα, καμία ανάμνηση, μονάχα το εδώ, εδώ μπροστά στη θάλασσα μπορεί να ζήσει τώρα.
Επιμένει πιο πολύ ο άλλος, ο κουφός, ουρλιάζει κιόλας, ουρλιάζει μ' εκείνον τον τρόπο που έχουν οι πληγωμένοι, οι μη άρτιοι, οι ξεσηκωμένοι ενάντια στην αδυναμία, οι αφηνιασμένοι να υπερπηδήσουν το εμπόδιο, οι αγκιστρωμένοι στην ανάγκη τους να γίνουν δυνατοί, οι μικρούληδες, τελικά. Μικρούληδες γιατί πιστεύουν πως αν δε γυρίσουν να δουν τα χείλη, θα φύγουν οι φίλοι, τους έχει καλομάθει, άλλωστε, χρόνια τώρα, να γυρνάει αστραπιαία προς αυτούς μόλις ανασάνουν λίγο παραπάνω, ουρλιάζει κι είναι πιο δυνατός.
Μάλλον ο ένας αφήνει τον άλλον, τον κουφό, να νομίζει ότι είναι πιο δυνατός, πρέπει να τον αφήσει να το νομίζει και μια ζωή του κάνει τα χατήρια, τον αφήνει, τον αφήνει, ώσπου ήρθε η μέρα της θάλασσας κι είδε ο ένας να είναι κυριολεκτικά πιο αδύναμος από τον άλλο, τον κουφό.
Πώς άλλαξαν τα πράγματα, σκέφτεται ο ένας, αφήνοντας τη θάλασσα στην αναμονή, χαρίζοντας το βλέμμα του, κείνο το βλέμμα που πριν λίγο μετρούσε ματαίως τα κύματα και του άρεσε που γινοταν το μέτρημα ματαίως, "πώς άλλαξαν τα πράγματα, με κάνει ο άλλος ό,τι θέλει, παραδίνομαι κάθε μέρα και δε θέλω να εξαφανιστώ, τι θα απογίνει κι ο άλλος χωρίς εμένα, τι;"
Δεν ακούει ο κουφός, αρκείται στα λόγια του φίλου και πόσο πλουτίζει και πόσο φτωχαίνει μέσα του, πόσο λίγος νιώθει γνωρίζοντας έναν ακόμη άνθρωπο, "δεν είμαι μόνος", σκέφτεται, "είναι κι άλλοι εδώ τελικά, οφείλω να μοιραστώ τον κόσμο με ακόμη έναν, ένας κάθε μέρα, αυγατίζει ο κόσμος κι όσο πιο σπουδαίος ο κόσμος, τόσο εγώ πρέπει να σωπαίνω, να μικραίνω, να μικραίνω, να χώνομαι μέσα του σα σπόρος, να εντάσσομαι, να φυτρώσω για να προσφέρω -αν προλάβω δηλαδή- κι εγώ κάτι".
Είναι δύο. Κι έτσι παλεύουν κι έτσι μονοιάζουν, γιατί, πώς να το κάνουμε, το βράδυ σωπαίνουν κι οι δυο κι ανασαίνουν παρέα. Συγχρονισμένα σωπαίνουν, με τον ίδιο ρυθμό και στην ίδια τονικότητα. Ανακαλύπτουν, λίγο πριν μπουν στο όνειρο, ότι σε τελική ανάλυση, αγαπούν κι οι δυο την ελαφρότητα του μπάσου και την τρυφερότητα του κρουστού. Αγαπούν κι οι δυο τον αέρα στο πρόσωπο, αγαπούν κι οι δυο τις πολυσήμαντες εικόνες, αγαπούν το μυστήριο που υπάρχει σε μία πινακίδα, αγαπούν κι οι δύο τις οδούς, όλες τις οδούς, κι όλες τις χιλιομετρικές αποστάσεις που τις χωρίζουν. Πώς να το κάνουμε, αγαπούν κι οι δύο ο ένας τον άλλον, εκείνος κι εκείνος, μόνοι και μονοί, αγαπιούνται τόσο που βυθίζονται ο ένας μέσα στον άλλον. Πώς να το κάνουμε, δε θα μπορούσαν ποτέ ν' αγαπηθούν έτσι αν δεν είχαν μια καρδιά να την μοιράζονται.
Να παλεύουν γι' αυτή, να τη θέλει ο καθένας για τον εαυτό του, τόσο αλαζόνες, μα τούτη η συνθήκη της μοιρασιάς να τους ενώνει τα βράδια, να μπαίνουν στα όνειρα μαζί, μόνοι, μονοί, σαν δύο, σαν ένα.
Σαν ένα.

 
posted by mistounou at 5:05 AM | Permalink | 24 comments
Sunday, July 16, 2006
Μικρόκοσμος

singing ajoshi at APAPφωτογραφία :superlocal

Για να δούμε τι έχει στο δωμάτιο:
τουλάχιστον έξι ποτήρια, έξι πιάτα ρηχά,
έξι πιάτα βαθιά, έξι πιάτα φρούτου,
όλα από έξι, μαχαίρια και σπαθιά,
όλα από έξι, σαν στρατιωτάκια
καινούργια κι ετοιμοπόλεμα,
αμόλυντα ακόμη,
δεν έχει κατατεθεί καν ο πρώτος τους μισθός.

Έχει και κάτι σκεπάσματα, δύο στον αριθμό,
είναι τα παλιά και τα καινούργια,
άλλο το ένα, άλλο το άλλο,
το παλιό έχει μι' ανάγκη μέσα του, είναι αυτό
που χρειάζεται,
μήπως και ξεμείνεις,
το καινούργιο, πορτοκαλί ολόφωτο, έχει χλιδή μέσα του,
με τούτα τα δυο σκεπάζομαι τα βράδυα
και πάντα
να δημιουργώ μια μήτρα γύρω μου με αυτά,
ένα κουκούλι.
Το παλιό με πολυκαιρίζει, μου λέει "έβγα",
το καινούργιο, το πορτοκαλί, τ΄ολόφωτο, μου λέει
"μείνε, είναι νωρίς ακόμη"
κι έτσι, πότε έτσι, πότε αλλιώς,
να ξημερώνομαι κάθε μέρα σε τούτο το δωμάτιο,
πότε γριά και πότε βρέφος,
πότε μπουσουλώντας και πότε κουτσαίνοντας.

Για να δούμε: έχει και το κρεβάττι, το επικαλυμμένο
με ψεύτικη ελευθερία,
φτου ξελευτερία να λένε τα όνειρα πάνω του
και να χορεύει το κορμί μου πάνω τους
και να δονείται η ψυχή μέσα στο κορμί
και να απλώνεται η ψυχή, λάδι ζεστό, σε τούτο το δωμάτιο
και να πληρώνεται ο χώρος και να παγιώνεται ο χρόνος,
να γίνεται κάτι σύμπυκνο εκεί, να κολλάω άκρη σ' άκρη,
γωνία τη γωνία σε τούτο το δωμάτιο,
να συναντώ τον κόσμο.

 
posted by mistounou at 8:41 AM | Permalink | 10 comments
Thursday, June 29, 2006
Οδός κάπου, πρώτο νεφούρι δεξιά

Magnoliaφωτογραφία :djen

Χρόνια προσπαθούσα να πιαστώ απ' τους στήμονες,
ακόμη κι όταν έσκυβα το κεφάλι ντροπιασμένη
για να πω στον καθηγητή ότι δεν έχω διαβάσει.
Μα πώς να του έλεγα ότι μιλούσα κάθε πρωί μ' ένα γιασεμί, μα πώς;
Πώς να το 'λεγα και σε μένα,
το πόρισμα έλεγε πως ήμουν μία τρελή ακόμη.
Έκανα ένα κρεμαστό σπίτι κάτω από τους στήμονες,
ας είν' καλά και τα σέπαλα,
κουρτίνες, αλεξήλια της ομορφιάς μου,
να μείνω άσπρη, να μείνω αμόλυντη καθώς έλεγε η προαιώνια γιαγιά.
Ποια Τοσοδούλα, ποιος Κοντρορεβυθούλης,
έκανα σ' όλα τα παραμύθια διάρρηξη και
ζούσα κάτω από κάτι στήμονες.
Δεν το 'ξερε ούτε η έγνοια, ούτε η περιέργεια, ούτε κι η τυχαία ματιά
πως μέσα σε ένα λουλούδι ζούσα εγώ,
κανείς δεν τό 'ξερε,
κανείς δεν αναρωτιόταν πού να πήγαινα άραγε μετά το σχολείο
ή γιατί δεν πήγαινα ποτέ μαζί με τα παιδιά να πιάσουμε πεταλούδες
ή γιατί ποτέ δεν ζητωκραύγασα στα βασανιστήρια που υπέμεναν οι γαλές,
απ' τις διαθέσεις λιλιπούτειων βαρβάρων, λέγαν μόνο:
τι παράξενο παιδί.
Παιδί, ούτε καν κορίτσι, κοπελιά, κοκόνα, τσούπα ή κουκλίτσα. Παιδί.
Μεταξύ μας, στην Τοσοδούλα δεν είχα κάνει απλώς ανελέητη διάρρηξη,
ασκούσα περίτρανα ένα βέτο,
την ήθελα με πιο πολλές εκπλήξεις,
να σηκώνεται, λέει, το πρωί και να τσακώνεται με τους κάστορες
που της ροκανίζουν το σπίτι, "δεν είναι αυθαίρετο", να φωνάζει
και να ρωτά
την πορτοκαλιά πότε παντρεύεται,
το νερό τι θέλει πάλι,
τη μέλισσα τι γράφει σήμερα η εφημερίδα,
την έχιδνα αν είναι στις καλές της.
Πιο μαχητική, όχι τόσο αθώα, όχι τόσο μικρή,
να, πιο αληθινή,
να την βρει ο πρίγκηπας, ας πούμε,
την ώρα που φυσάει τη μύτη της στο πρώτο ανοιξιάτικο κρυολόγημα.
Κάπως έτσι,
δεν είπα ποτέ στον καθηγητή ότι ξέρω τα πάντα για το μίσχο, το στήμονα, το σέπαλο,
δεν είπα.
Κι ας έβλεπα τόσα γύρω από το σπίτι μου
κι ας έβλεπα τις αλανιάρες φυστικιές να γκαστρώνονται μονάχα με το φύσημα του ανέμου, κι ας.
Παρά μονάχα προφασίστηκα έναν πονοκέφαλο,
έγινα μικρή, πολύ μικρούλα, σχεδόν τοσοδούλα
διότι ήξερα, πια, πολύ καλά:
Είναι πιο εύκολο να 'σαι μικρός όταν η ζωή σου όλη εκτυλίσσεται μέσα σε ένα καρυδότσουφλο,
με τον πρίγκηπα να καταφτάνει στα σίγουρα, τελικά.

 
posted by mistounou at 8:41 AM | Permalink | 4 comments
eXTReMe Tracker