Friday, September 30, 2005
Εικόνες
1). Μποτιλιάρισμα. Στο διπλανό αυτοκίνητο, ένα ζευγάρι. Άντρας και γυναίκα, σιωπηλοί, χαμένοι στα δικά τους αυτοερωτήματα. Και πίσω, ένα παιδί. Δεν θυμάμαι καν αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, θυμάμαι μόνο το χαμόγελό του. Του χαμογέλασα κι εγώ. Άπλωσε τα χεράκια του στο τζάμι, σα να ‘θελε να με αγγίξει, ή να παίξει με την κομματιασμένη εικόνα μου. Αυτήν που καταφέρνει να φανερωθεί ανάμεσα από τα αλλεπάλληλα μεσοδιαστήματα των δέκα δακτύλων. Έφυγαν μπροστά και το πιτσιρίκι μου χαμογέλασε και πάλι. Θα ‘θελα να είχε πει:

[«Καλημέρα!»] → Ένας ήχος δικός μου.

2). Μεσημέρι. Ηρεμία. Όλο το χωριό κοιμάται. Περιφέρομαι στην άδεια ταβέρνα, η μαγείρισσα με άφησε να προσέχω. Πήγε να δει αν ξύπνησε το μωρό. Κοιτάζω τις σωρούς από φρεσκοπλυμένα μαχαιροπήρουνα. Απλωμένα πάνω σε καθαρά πανιά βαμβακερά, έτοιμα να σκουπιστούν.

-Γεια σου.

Γυρίζω και βλέπω στην πόρτα έναν άνδρα ψηλό. Γνωστή φυσιογνωμία στο χωριό. Μελαχροινός. Στενόμακρο πρόσωπο κι ένα πυκνό μούσι να αντιτίθεται στο άτριχο κεφάλι.

-Τι κάνεις; Μόνη σου είσαι;

Δεν μιλάω. Τον κοιτάω μονάχα. Τον κοιτάω ακόμη κι όταν γυρίζει και κλειδώνει την πόρτα. Ακόμη τον κοιτάω, όταν έχω παγώσει από τα πανικόβλητα ερωτηματικά του μυαλού μου: Γιατί κλειδώνει; Δεν είναι δικό του το μαγαζί, τι θέλει; Γιατί κλειδώνει; Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Τον κοιτάω ακόμη κι όταν κάθεται σε μια καρέκλα.

-Έλα εδώ, κάτσε.

Προχωράω σαν υπνωτισμένη και κοιτάω τα χέρια του που χτυπάνε προκλητικά τα γόνατά του, υποδεικνύοντας πού πρέπει να πάω να καθίσω.

-Έλα, μην φοβάσαι.

Στέκομαι. Ακίνητη. Με αρπάζει και μ’ ακουμπάει στα πόδια του.

-Θες να σου πω ένα παραμύθι;

Δεν απαντώ. Κατεβαίνω μονάχα όσο πιο γρήγορα μπορώ και φτάνω γρήγορα στην πόρτα. Ξεκλειδώνω. Προλαβαίνω να ξεστομίσω:

-Πρέπει να πάω στη μάνα μου!

Θα ‘θελα να είχα πει και κάτι ακόμη:

[«Άντε και γαμήσου!»] → Ένας ήχος δικός μου.

3). Πανικός. Ο θείος κι η θεία πρέπει να πάνε στον οδοντίατρο. Κι ο νιογέννητος γιος, μέσα στα φασκιά του τα μοσχοβολιστά, δε λέει να σταματήσει το κλάμα. Ώρες τώρα. Δεν ξέρουν τι να κάνουν.

-Πηγαίνετε.

-Μα πώς να σ’ αφήσουμε μόνη με το μωρό; Δε βλέπεις που κλαίει συνέχεια;

«Πηγαίνετε», είπα. «Θα τα καταφέρω».

Φύγανε. Κι έκλαιγε. Πολύ. Δεν τον λυπήθηκα, ούτε στενοχωρήθηκα, ούτε αγχώθηκα. Έμεινα ήρεμη. Και δίχως να τον αγγίξω καν, άρχισα να λικνίζω την κούνια του ελαφρά στο ρυθμό του αγαπημένου μου τραγουδιού: «Ο Κεμάλ» του Μάνου και του Νίκου. Ένα τραγούδι για την αλήθεια του κόσμου, τόσο σκληρό και τόσο τρυφερό μαζί. Το ιδανικό νανούρισμά μου.
Σώπασε το μικρούλι. Κι ανοιγόκλεινε τα μάτια του από την ηδονική θαλπωρή που νιώθαμε κι οι δύο. Και κατάπινε ευτυχισμένα την ηρεμία που μόλις θήλασε. Και χαμογελούσα εγώ, τόσο πλήρης, τόσο δυνατή, που είμαι σίγουρη ότι μου μιλούσε. Έλεγε:

[«Πόσο καιρό έχουν να σε νανουρίσουν κι εσένα;] → Ένας ήχος δικός μου.

4). Φοράω τζην και μπλουζάκι μακό. Τα φώτα κλειστά, έτσι όπως ορίζουν τα πάρτι των γυμνασιόπαιδων. Μονάχα οι στύλοι της ΔΕΗ και το φεγγάρι να φωτίζουν την πίστα. Μια πίστα ατελείωτη σ’ ένα μικρό σαλόνι. Παρατηρώ τα ζευγάρια, χωμένη βαθιά στην πολυθρόνα της πεισματικής αποχής. Κάθομαι «μάγκικα», έχω αφήσει απ’ έξω τη γυναίκα κι έχει υπερισχύσει ένας αφελής τσαμπουκάς. Το ένα πόδι επάνω στο άλλο και παρατηρώ τις μεγαλύτερες, αυτές που στέκονται στο μεταίχμιο της εφηβείας και της ενηλικίωσης και κινούνται νωχελικά. Γοητεύουν τους παρτεναίρ με τις κινήσεις τους, κι εγώ, το «αντράκι», απ’ έξω χαμογελάω κοροϊδευτικά κι από μέσα λαχταράω να κάνω το ίδιο.

-Χορεύεις;

Με ξύπνησε η φωνή του από τον λήθαργο. Μια φωνή να αμφιταλαντεύεται. Μια να πατάει στα μπάσα του μελλοντικού άντρα, μια να παραπατάει στις υψηλές τονικότητες του μπόμπιρα που δεν θα φύγει ποτέ.

-Όχι.

-Μα γιατί;

-Έτσι.

-Έλα, σήκω να χορέψουμε…

Αρνήθηκα ξανά. Κι επέμεινε. Κι αφού βρήκε χίλιους δυο τρόπους να με κάνει να γελάσω, κι αφού με έκανε και γέλασα κι αφού βυθίστηκα ξανά στην πολυθρόνα της Αποχής, ήρθε πάλι.

-Χορεύουμε;

-Ναι.

Κι ήταν σα να του ‘λεγα:

[«ΤΩΡΑ χρησιμοποίησες το σωστό πρόσωπο. Όχι «χορεύεις», αλλά «χορεύουμε»] → Ένας ήχος δικός μου.

5). Πρώτη ερωτική απόπειρα.

Εκείνος: Σ’ αγαπώ.
Εγώ: Κι εγώ.

[«Το ‘πες πρώτος, αλλιώς δεν θα σου το έλεγα…] → Ένας ήχος που δεν ξέρω αν ήταν δικός μου.

Κατοπινή ερωτική απόπειρα.

Εγώ: Σ’ αγαπάω.
Εκείνος: Κι εγώ.

[«Δεν έχει σημασία ποιος θα το πει πρώτος…»] → Ένας ήχος που ήταν σίγουρα δικός μου.

Μια ακόμη ερωτική απόπειρα.

Εκείνος: Πού πονάς;
Εγώ: Εσύ;

[«Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα παραπάνω»] → Ένας ήχος δικός μου.

Και τα «Παιδικά παιχνίδια» με τη φωνή της Πρωτοψάλτη τραγουδισμένα, μόλις εξέπνευσαν. Σιωπή.
 
posted by mistounou at 7:26 AM | Permalink | 5 comments
Wednesday, September 28, 2005
Κάπως έτσι
Είμαι ανάμεσα. Ούτε καλά, ούτε άσχημα. Ανάμεσα. Που σημαίνει, ξαφνικά άδεια. Οκ, ίσως έπρεπε να γίνει κι αυτό. Να ακουμπάω το πληκτρολόγιο και να μου αρκεί και μόνο που το ακουμπάω. Να θέλω και να μη θέλω να πατήσω τα πλήκτρα. Να θέλω και να μη θέλω να μιλήσω.

Είμαι ανάμεσα. Άδεια. Που σημαίνει, έτοιμη περισσότερο από ποτέ να ζήσω.

Καλησπέρες.
 
posted by mistounou at 10:08 AM | Permalink | 8 comments
Tuesday, September 20, 2005
Τότε ήταν...

...που άρχισα να ζωγραφίζω τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου. Μου 'λεγες:
"Άστραψεν η ανατολή
κούνα παραμάνα το παιδί..."
Και πίστευα ακράδαντα πως ο ήλιος θα μοιάζει με τη λάμψη των ματιών σου. Ναι, ναι...πίστεψέ με, όταν μου τραγούδαγες ηρωικά και πονεμένα λόγια, εγώ χρωμάτιζα τον κόσμο με τις νότες εκείνες, κι ας μην ήταν δικές σου. Κι ας ήταν του Μαρκόπουλου το "Μιλώ για τα παιδιά μου", κι ας ήταν του Θεοδωράκη οι ανεξάντλήτες πηγές. Κι ας ήταν του Eric Clapton η νοσταλγία. Κι ας ήταν...Παρέα με το μελαγχολικό βλέμμα του Λάγιου, κι εσύ, με δίδασκες πώς να κλαίω ερωτευμένα. Πώς να στενάζω, όταν μπερδεύω την Υμα Σουμακ με τα πουλιά.

Με τις μουσικές του κόσμου σου με ταχτάρισες, με τις μουσικές εκείνες κι εγώ πορεύθηκα.

Μεγάλωσα. Πολύ. Τα αυτιά μου χρειάστηκαν μοτέρ, μηχανές και μπόλικη τεχνολογία για να σκιρτήσουν. Μα είμαι εδώ, άντρα, πατέρα, αδερφέ, φίλε μου αγαπημένε. Εσύ, το Άρεν να με σέρνεις στα φεστιβάλ της Νιότης κι εγώ, δίχως να ξέρω τίποτα άλλο για το κόκκινο χρώμα, έτρωγα ψημένο καλαμπόκι και "μαλλί της γριάς". Κάπου εκεί, ήταν, όταν γελούσες με την αφέλειά μου, κάπου εκεί. Όταν μπέρδευα τις πλεξούδες μου με ζάχαρη κι αλάτι, έτοιμη να παραδοθώ στα μπαχάρια του κόσμου. Έτοιμη να γευθώ τη νοστιμιά.

Μα γιατί μιλάω έτσι τώρα; Δεν ξέρω...Μα θυμάμαι πως μεγάλωσα κι άλλο λίγο.

Τότε ήταν, που, ξαφνικά -εντελώς ξαφνικά- η νοστιμιά έγινε και πίκρα. Έγινε, λέει, γλυκόξινη, στυφή, εμετική, αόριστη, έντονα ξινή, με καπνό, φωτιά, στάχτες αλλεπάληλες και λιογέρματα γεμάτη. Όλα αυτά με τη σειρά, καλέ μου, όλα αυτά κι άλλα τόσα που ποτέ δεν θα σου πω. Μου 'λεγες: "Πρέπει να δοκιμάσεις πολλά", τότε που ήσουν πατέρας. Μα έκανες ένα λάθος, μεγάλο. Είμαι του "όλα ή τίποτα" κι έσπευσα να διαπιστώσω τι άραγε να σημαίνουν τα τρία πρώτα γράμματα: ΟΛΑ...

Μου 'λεγες: "Σ' αγαπάω!", τότε που ήσουν εραστής. Και ποτέ σου δεν έμαθες ότι δεν χρειάστηκε να μου το αποδείξεις. Ποτέ...Είναι που, ζωγράφιζα τον κόσμο με την λάμψη των ματιών σου, μου ήταν αρκετό ένα τριαντάφυλλο, μια μυρωδιά αγαπημένη, ένα τραγούδι από σένα φάλτσο, ένα γέλιο περιπαικτικό -ας είναι και περιπαικτικό-να σε βλέπω να τεντώνεσαι χουζουρεύοντας δίπλα μου και εσύ. Εσύ και όλα.

Μεγάλωσα κι άλλο. Τότε ήταν, που έκανα αρκετή παρέα με την σιωπή. Την αγάπησα, το ξέρεις; Κι απαιτώ να είναι πάντα φυλαγμένη και ιερή. Σιώπησα, όμως, τόσο πολύ που έμεινα βουβή ακόμα κι όταν δεν έπρεπε. Ή μάλλον, ακόμα κι όταν δεν μου έπρεπε. Τότε ανακάλυψα πως θέλει τέχνη, θάρρος και ευαισθησία για να είναι κανείς μαχητής. Τότε έμαθα, πως είμαι πολύ μικρή ακόμη.

Κι άλλο μεγάλωσα, κι άλλο, κι άλλο. Λεπτό το λεπτό, στιγμή τη στιγμή, αιώνα τον αιώνα. Μεγάλωνε το σώμα μου και μίκραινε των ματιών μου η άπλα. Φοβήθηκα τόσο, που ζήτησα για πρώτη φορά τα δικά σου τα πινέλα. Μου είπες: "Πάψε να χρωματίζεσαι από τους άλλους", όταν ήσουν αδερφός, "τους καμβάδες της ζωής σου μονάχα εσύ ορίζεις".

Μα δεν μπορούσα. Το παραδέχομαι, δεν μπορούσα. Ήθελα, αλλά πράγματι δεν μπορούσα.

Παρατηρητής, θα ήταν το όνομά μου, αν δε με φώναζαν:
-Άρτεμηηηηηηηηηηηηηηηηη! (με ακούς;)
-Αρτεμη...(μη σ' ακούσουν!)...
-Αρτεμούλα...(με άκουσες;)
-Άρτεμη! (θα με ακούσεις!)
-Άρτεμη. (θα με ακούσεις τώρα!)
-...Άρτεμη...(σε άκουσα...)
-Άρτεμη; (καλά άκουσα;)
-Άρτεμη...(σε ακούω)
-Άρτεμη...(σα να το ακούω...)
-Άρτεμηηηηηηηηηηηηη...-λυγμός- (γιατί δεν με ακούς;)

Παρατηρητής. Χμμ...το βρήκα: Σιωπηλός Παρατηρητής.

Αυτό με θυμάμαι να κάνω πάντα, από τότε που άρχισα να ζωγραφίζω τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου, μπαμπά. Εσύ, που άλλαξες χιλιάδες πρόσωπα, έγινες αδερφός, φίλος, εραστής, περαστικός, εχθρός, συνάδελφος, παρτεναίρ μαζί μου στην σκηνή του κόσμου. Το άρεν στοιχείο, το εξισορροπητικό, το ζωοποιό, το ακαταλαβίστικο, το συχνά οδυνηρό, το μαγευτικό, το απαραίτητο, το απλό. Απλά, αυτό που είναι και τίποτα άλλο.

Κι ας φώναζα τη μαμά, τα βράδια που φοβόμουν. Κι ας αγκάλιαζα τη γιαγιά λίγο περισσότερο. Κι ας μου κρατούσε τα εγκαταλειμένα χέρια η αδερφική φίλη, όταν με πλήγωνες. Κι ας μπορώ να πω πιο πολλά με τα κορίτσια στο γραφείο. Κι ας γελώ εις βάρος σου συχνά.

Και τότε, μεγάλωσα ακόμη πιο πολύ. Τότε ήταν, που έμαθα ότι μπορούμε να ζωγραφίζουμε και παρέα.
 
posted by mistounou at 7:15 AM | Permalink | 12 comments
Friday, September 16, 2005
Βροχή ή όταν ο Θεός κλαίει...
-Γιαγιά, γιατί βρέχει;

-Εμ, τι να κάνουμε παιδάκι μου; Να μη βρέξει; Άμα δεν βρέξει, τι θα γίνουν τα σπαρτά και τα δέντρα;

-Όχι...εννοώ πώς γίνεται και βρέχει;

-Θα σου πω εγώ!

Ο μπάρμπας, καθόταν στο διπλανό τραπεζάκι βουτώντας ψωμί σε μια κούπα κρασί. Τραχύ πρόσωπο, ταλαιπωρημένο από την συνεχή έκθεση στη μανία του καιρού. Με μάλλινο πανωφόρι, όπως αυτά που συνηθίζουν να ρίχνουν στις πλάτες τους οι βοσκοί και από μέσα να ξεδιακρίνει μάλλινη άσπρη φανέλα. Κι ένα μουστάκι ατιθάσευτο, να ανακινείται μαζί με τα λόγια.

-Όταν βρέχει, ο Θεός κάνει το ψιλό του.

-Το ποιο;

-Τι είναι αυτά που λες στο παιδί, χριστιανέ μου! -πετάχτηκε η γιαγιά.

-Δηλαδή, γιαγιά, όταν χιονίζει, ο Θεός τι κάνει;

Αμήχανη σιωπή...

-Το χοντρό του! Α, μπράβο, με έπιασες τώρα... -πετάχτηκε ο μπάρμπας περιχαρής- είδες που το κατάλαβες;

-Μη χειρότερα!...-πρόλαβε να ψελλίσει η γιαγιά πριν με αρπάξει άρον άρον από το μπράτσο- Έλα πάμε...

Περπατούσαμε, και στο μυαλό μου τριγύριζε η απορία πολλαπλασιασμένη...Δεν την γλίτωνε η γιαγιά, με τίποτα.

-Γιαγιά, αλήθεια είναι αυτά που είπε ο μπάρμπας;

-Άκου! Θα στο πω μια και καλή...Όταν οι άνθρωποι λένε τέτοια πράγματα όπως αυτά που έλεγε κι ο μπάρμπας, ο Θεός στεναχωριέται και κλαίει. Κι όταν κλαίει, βρέχει. Κατάλαβες;

-Ααα...μάλιστα. Κατάλαβα τώρα!
 
posted by mistounou at 12:13 PM | Permalink | 8 comments
Tuesday, September 13, 2005
Ένα υπέροχο κενό
Μόλις έφυγε και μ' άφησε με την εσώτερη γυναίκα να συνομιλώ.

-Τι λες;
-Ωραίος...
-Όταν λες, "ωραίος";...
-Με μάτια ζεστά...(δειλιάζει)
-...(σωπαίνει)
-Να, είναι που μου αρέσουν τα ζεστά μάτια. Τόσο θερμά ήταν, που δεν θυμάμαι το χρώμα τους. Και τα χείλη του...ξέρεις....(χαμογελάει ντροπαλά)...
-Τι;
-Είναι φτιαγμένα για να φιλούν...Το βρίσκεις χαζό, μήπως;
-Εσύ πώς το βρίσκεις;
-Νομίζω ότι λέω μαλακίες τώρα.
-...(την κοιτά με ένα βλέμμα σχεδόν παγωμένο, λες κι έγινε ξαφνικά καθρέφτης της που στάθηκε φωτογραφικά στο συναίσθημα της αλλοπρόσαλλης αμηχανίας)...
-Μα, αφού δεν πρόκειται να τον ξαναδώ, γιατί να φτιάξω σενάρια; Αν αρχίσω να χτίζω την εικόνα του με πινελιές δικές μου, θα μείνω με περισσότερες απορίες. Στο τέλος...αχ, δεν μπορώ! Πες κάτι...
-Τι αισθάνεσαι τώρα;
-Υπέροχα. Υπέροχα είναι που νιώθω το δέρμα μου να ριγά ξανά. Είχα τόσο καιρό, ξέρεις...(χαμογελά και κατεβάζει το βλέμμα της συνεσταλμένα)...
-Είχες καιρό να ερωτευτείς, ε; Το ξέρω. Κι επειδή; Ασ' το να γίνει, άφησέ το.
-Θα το αφήσω αν τον δω την επόμενη φορά. Τότε θα πω ότι ίσως να είναι η ώρα να ερωτευτώ και πάλι.
-Μα ποιον κοροϊδεύεις; Έχεις ερωτευτεί ήδη!
-Βλακείες, αύριο θα τον έχω ξεχάσει. Κι αν όχι αύριο, μεθαύριο. Αλλά, με τρώει η αγωνία...Τι λες να σκέφτηκε αυτός για μένα;
-Αυτό, εσύ το ξέρεις καλύτερα από εμένα.
-Εγώ, λεώ ότι του έμεινα αδιάφορη.
-Κι από πού το συμπέρανες αυτό;
-Όταν με χαιρέτησε, με φίλησε στο μάγουλο. Κι ένας ερωτευμένος, ή που δεν θα αντέξει το άγγιγμά σου, ή που θα σε αδράξει παθιασμένος.
-Πρώτη φορά σε είδε...u know;
-Τότε, αν είχε νιώσει όπως εγώ, δεν θα τολμούσε να με αγγίξει. Εγώ, αχ....τι κάθομαι και λέω...Τι κάθομαι και λέω!
-Εσύ...(σαν δασκάλα που σε βοηθάει να πεις το μάθημα, λέγοντάς σου την πρώτη λέξη της φράσης)...
-Εγώ...
-Ναι.
-Όταν νιώσω έτσι για κάποιον που τον βλέπω πρώτη φορά, μαγεύομαι. Είμαι σε άλλο χωροχρόνο. Πώς να το πω...Νιώθω ότι αν αγγίξω τον άλλον, θα χαθεί. Έτσι απλά. Θα χαθεί.
-Δεν είναι όλοι έτσι...Ήξερα κάποιον που ποθούσε έστω ένα άγγιγμα πριν φύγει. Ακόμη κι αν ήταν επιπόλαιο, ακόμη και τυχαίο. Είναι μερικοί, που φοβούνται περισσότερο από εσένα ότι θα χαθεί η συνεύρεσή σας, και τότε επειδή ακριβώς θα ήθελαν να σε έχουν ολόκληρη "κλέβουν" ό,τι μπορούν. Μπορεί αυτό το φιλί, να μην είναι και τόσο αθώο ή αδιάφορο-όπως θέλεις πες το- μπορεί να είναι ένα "αντίο" πολύ πιο τρυφερό από όσο φαντάζεσαι.
-Όχι.
-Όχι;
-Όχι.
-Μα και τι να θέλει από εμένα;
-Μα και γιατί να μη θέλει εσένα;
-Είμαι χοντρή.
-Επ! Τι έχουμε πει;
-Γιατί; Αφού έτσι είναι...
-Μπορεί να μην τον νοιάζει και τόσο. Κι εξάλλου, δεν είσαι χοντρή. Είναι υποκειμενικό αυτό-
-(την κόβει) και καθαρά υποκειμενικά είμαι χοντρή. Αν το πιστεύω εγώ, έτσι είναι.
-Έστω. Είμαι ο εαυτός σου και οφείλω να σεβαστώ ακόμη και τις εμμονές σου. Έχω φωνή, αλλά όχι πιο δυνατή από τη δική σου. Αν μιλάς, εγώ ψυθιρίζω, αν κλαις, εγώ βουρκώνω, αν γελάς, εγώ χαμογελώ, αν σωπαίνεις, εγώ τραγουδάω...Έστω, λοιπόν, είσαι χοντρή. Γιατί αποκλείεις το να έχει δει κάτι άλλο σε σένα;
-Σαν τι;
-Θες κομπλιμέντα τώρα;
-Έλα...μη μου το κάνεις αυτό!
-Όχι, πες μου μόνη σου, τι άλλο θα μπορούσε να δει σε εσένα αυτός ο άνθρωπος -και ο κάθε άνθρωπος. Εσύ θα μου πεις.
-...(σωπαίνει απογοητευμένη)
-Ακούω.
-Έχω ωραίο χαμόγελο. (Την κοιτά για να δει αν συμφωνεί, μα η άλλη στέκει ακλόνητη, δεν κάνει ούτε ένα νεύμα). Είμαι γλυκιά, πιστεύω, κι έχω όμορφο πρόσωπο...Σκατά!
-Δεν πρόκειται να κουραστώ...Εγώ, το παιχνίδι σου θα παίξω, αφού το θες. Αλλά εσύ θα είσαι αυτή που θα εξοντωθεί αν συνεχίσεις έτσι.
-Μου αρέσει! Αλλά δεν πρέπει να μου αρέσει...Θα πληγωθώ περιμένοντας τις πιθανότητες και τις συμπτώσεις.
-Όλα μια σύμπτωση είναι, μικρή μου. Τα πάντα.
-Και νιώθω τόσο άδεια, τώρα που έφυγε. Είχα μήνες πολλούς να μιλήσω με κάποιον και να ξεχάσω τα πάντα. Φύγαν όλα τα φαντάσματα και οι σκιές, ακόμη και συ, ήσουν άφαντη. Έδωσα ρεσιτάλ σήμερα, το ξέρεις; Ήμουν πρωταγωνίστρια, ήμουν εκεί μόνη, πλήρης, και η φωνή μου με κατέκλυσε, η παρουσία του με γέμισε κι ένιωσα αυτάρκης, μετά από τόσο καιρό ζωντανή.
-Δεν ήταν ωραίο;
-Ήταν, αλλά θέλω κι άλλο.
-Για σκέψου. Είσαι τυχερή. Έζησες. Με μια ματιά και λίγες κουβέντες, έζησες ολόκληρη ζωή. Δεν υπερβάλλω, απλά συμπύκνωσες μέσα σε δυο ώρες όλο το μέλλον κι όλο το παρελθόν που θα μπορούσατε να είχατε. Είσαι θαρραλέα. Και πάψε τώρα να καταρρίπτεις αυτό σου το κατόρθωμα, προχώρα. Πες "σήμερα είχα μία υπέροχη μέρα".
-Σήμερα έχω ένα υπέροχο κενό.
-Ναι, καιρός ήταν...
-...να κουβεντιάσουμε λίγο. Τα λέμε!
 
posted by mistounou at 11:54 AM | Permalink | 7 comments
Sunday, September 11, 2005
Ξένοι τόποι να γίνονται δικοί σου

Σαν κάτι να σου λέει, ότι αυτή η νέα εικόνα που απλώνεται μπροστά σου, δεν είναι αγαπημένη για το στοιχείο της έκπληξης που κρύβει, αλλά για κάτι πιο βαθύ. Είναι σα να νομίζεις ότι την αγαπάς, επειδή την ήξερες από πάντα.
Των ταξιδιών τα δώρα, ανύποπτα μέσα στης μνήμης την αυλή βολεύονται, δροσίζονται με την αύρα του βουνού, αναθαρρούν με τη θέα του πελάγου και νανουρίζονται με της γάτας το μουρμούρισμα.

Άξιοι και θαυμαστοί όσοι ταξιδεύουν με το μυαλό τους. Κάποιοι, έχτισαν στίχους για της Καραϊβικής τα ηλιοβασιλέματα, πλάι σ’ ένα μαγκάλι, μέσα σε ένα δωμάτιο που δεν άλλαξε ποτέ. Βιβλία, έγραψαν, για εξορμήσεις στη σελήνη και εναέριες πτήσεις που επιβεβαιώθηκαν αιώνες αργότερα. Έβαλαν τα ζώα να μιλούν, να ορίζουν τον κόσμο με τις αποφάσεις τους μέρμηγκες και λιοντάρια. Άξιοι και θαυμαστοί.

Όχι σαν κάποιους άλλους. Αυτούς, τους τυχερούς, που θα μπορούσαν να βγουν έξω από το πολυτελές ξενοδοχείο τους και να δουν γιατί το χαμόγελο των Μασάι, που στέκουν πιο πέρα ανάμεσα σε δυο φτωχικές παράγκες, είναι διαφορετικό. Να συνειδητοποιήσουν γιατί μία Αφρικανή νιώθει πάντα δυνατή και όμορφη. Γιατί αυτών των γυναικών τα παιδιά, οπλίστηκαν με περισσότερη φαντασία και ευρηματικότητα, παρά τις αντιξοότητες της ζωής τους. Όχι, όχι σαν αυτούς που, τελικά, μόνο τυχεροί δεν είναι.

Τα δώρα των ταξιδιών χαρίζονται απλόχερα μονάχα σε μάτια και καρδιές αγνές. Παρθένες, εντελώς, από οποιαδήποτε φράση που περικλείει το «εγώ ξέρω…», τόσο μακριά από οποιαδήποτε βεβαιότητα, τόσο κοντά στην δημιουργική αμφιβολία. Ή μάλλον, ζωογόνα περιέργεια, από εκείνην που έθρεψε τα κατορθώματα όλων των μεγάλων εξερευνητών. Ναι, και των ποιητών, οπωσδήποτε και των ποιητών.

Ένας παππούς, είδε τη θάλασσα για πρώτη φορά όταν είχε δεν είχε κλείσει τα σαράντα του χρόνια. Ήξερε, όμως, πως εκείνος ο ξακουστός Ποσειδώνας, θα πρέπει να κράταγε στα χέρια του κάτι παρόμοιο με την τσουγκράνα του που χρόνια τώρα «χτένιζε» τη γη και ξεδιάλεγε το βιος. Ήξερε, την απελπισία του Αη Νικόλα, να διαγράφεται στα μονίμως αρμυρισμένα πετραχήλια του. Και δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει γιατί ο αγαπημένος του Προφητηλίας έκανε τα μέρη του ευλογημένα, με ένα τάμα δοσμένο ολάκερο στην ζωή την ίδια.

Εκείνος ο παππούς, είχε δει τον κόσμο με το βλέμμα του αετού. Βίγλισε τους κάμπους, καθώς το επιβλητικό τούτο πτηνό τον είχε αδράξει, να τον πάει βορά στων παιδιών του τη φωλιά. Μετέωρη, έλεγε, τούτη η φωλιά, μεταξύ γκρεμού και ουρανού, να κρατιέται μονάχα από μια σπιθαμή βράχου στο μεταίχμιο του κενού. Κι εκεί, σαν άκουγε Μετέωρα, ήξερε τι μπορεί να σημαίνει.

Σαν άκουγε για πυραύλους, θυμόταν της δεντρογαλιάς το σαϊτεμα, σαν άκουγε για βόμβες, ήταν βέβαιος πως θα ‘μοιάζαν με εκείνες τις εκρήξεις των κουκουτσιών της ελιάς μέσα σε κάρβουνα πυρακτωμένα. Σαν του ‘λεγαν για τρέλα, θα μπορούσε να σου απαντήσει εκτενώς για το σάστισμα των ανθρώπων εμπρός στη Λάμια ή τη Νεράιδα. Και τίποτε, μα τίποτε δεν θα μπορούσε να του ήταν άγνωστο, έτσι, οπλισμένος με τη σοφία του να ανακαλύπτεις στον ίδιο δρόμο καινούρια βήματα. Η ίδια ανατολή, κάθε μέρα άλλη να δείχνει, το αιώνιο ηλιοβασίλεμα να αλλάζει χρώματα απ’ του μυαλού τις διαθέσεις.

Έχει δει πολλά, ο γνήσιος ταξιδευτής, κι ας μην έχει δει ποτέ του θάλασσα. Έτσι, κι εκείνος ο παππούλης, δημιουργούσε τα μυστήρια του Ορφέα με μια φλογέρα αυτοσχέδια και δεν χρειαζόταν καμμία επιστήμη για να τον πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο έβρισκε πιο γρήγορο δρόμο για της ψυχής του την πόρτα. Ολιγαρκής με ό,τι τον έτρεφε, ποτέ δεν αναρωτήθηκε για το παραπάνω. Έμεινε βραδιές και βραδιές να ερωτεύεται τα πεφταστέρια, ως άλλα πυροτεχνήματα, μονάχα που εκείνα ήταν πιο ευγενικά, πιο σεβάσμια στέκονταν στην αρμονία της νύχτας.

Και μετά, εκείνος ο παππούς, ταξίδεψε για την μετέωρη αυλή του πέρα. Κάπου εκεί θα κάθεται, βολεμένος κι αυτός, ως άλλο δώρο δικό μου. Δίχως ύλη, δίχως τίποτε απτό στα χέρια, μα μονάχα με την σοφία που κατέκτησε. Τόσο μικρή κι αυτή, τελικά, τόσο απαλλαγμένη από την περιρρέουσα γνώση που η γη του χάρισε στο διάβα, τόσο λίγη, μα τόσο πολύτιμη. Ένα «δεν ξέρω…» όλο κι όλο, στη χούφτα του να στρογγυλοκάθεται. Να λαμπυρίζει σαν άστρο, από εκεί, από το πέρα, έτσι για να το αφήσει μια μέρα να πέσει και να γίνει περιβόλι των ευχών μου.

Για μένα, ναι, αλλά και για όποιον άλλο είναι έτοιμος να περιμένει ετούτη την κατάκτηση. Ναι, εκείνος ο παππούς, με δίδαξε πως ίσως να μην πειράζει αν δε δω ποτέ τη θάλασσα.
 
posted by mistounou at 10:55 AM | Permalink | 4 comments
Saturday, September 10, 2005
Αναρωτιέμαι πώς μπορούν να είναι μερικοί τόσο δημοφιλείς
Στο σχολείο, είχα πάντα την εντύπωση ότι με ήξερε μόνο η διπλανή μου και οι καθηγητές -αναγκαστικά κι αυτοί...Καλή μαθήτρια, δε λέω, αλλά η λέξη "χαβαλές", δεν μου έλεγε τίποτα, ήμουν άκρως συνεσταλμένη και σοβαρή, κάτι που, τουλάχιστον για τους συμμαθητές μου αποτελούσε βασικό παράγοντα για να μην ασχολούνται μαζί μου. Τώρα, το ότι άπαξ και έκανε κάποιος λίγη παρέα με εμένα ανακάλυπτε ότι γελούσα χωρίς να τσιγκουνεύομαι και εκτιμούσα δεόντως το καλό χιούμορ, διόλου δεν με βοήθησε...Διότι, ως πεισματάρα ήθελα πάντα να το δουν οι άλλοι πρώτα. Το να αποκαλύψω πτυχές του εαυτού μου, αρεστές στους άλλους, για να με προσέξουν περισσότερο, μου φαινόταν πάντα σα να ζητιανεύω.

Αλλά, έβλεπα κάποια άτομα τα οποία, χωρίς να κάνουν κάτι ιδιαίτερο ήταν πάντα δημοφιλή. Όλοι τα γνώριζαν, οι μισοί τα ήθελαν στην ομήγυρή τους, οι άλλοι μισοί ήταν ήδη στην ομήγυρή τους. Μα τι; Τι έκαναν εκείνοι; Μήπως ήταν, απλώς, ο εαυτός τους; Ή μήπως δεν ήταν ο εαυτός τους; Ποτέ δεν το κατάλαβα.

Το ίδιο μοτίβο, συνεχίστηκε και στη μετέπειτα πορεία μου. Και σιγά σιγά κατάλαβα, ότι μπορεί να μην ήμουν η σούπερ δημοφιλής, ήμουν όμως ένα άτομο το οποίο όσοι είχαν καταλάβει και γνωρίσει καλά, το θεωρούσαν θετικό στοιχείο και αναγκαίο "κακό" στην καθημερινότητά τους. Πάλι, όμως, δημοφιλής δεν ήμουν. Και έβλεπα πάλι, κάποιους κάποιους να απασχολούν όλους τους υπόλοιπους, να θέλουν όλοι να τους κουτσομπολέψουν, να τους σχολιάσουν με οποιοδήποτε τρόπο, ας ήταν και αρνητικός. Ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω το μυστικό τους. Όχι, δεν ήθελα να το υιοθετήσω, απλά περίεργη ήμουν. Γιατί, οι δημοφιλείς, είναι λίγοι, ελάχιστοι...

Και στη δουλειά τα ίδια. Σε όποια δουλειά έπιασα. Και στη Σχολή. Σε όποια σχολή πήγα. Και στη γειτονιά. Σε όποια γειτονιά έμεινα. Παντού, η επέλαση των δημοφιλών. Τόσο με στοίχειωσε η απορία, που οι λογής λογής επώνυμοι στα ΜΜΕ, διόλου δεν με εκπλήσσουν πλέον. Αυτοί, είναι φως φανάρι το πώς τα κατάφεραν. Εγώ μιλάω για "κοινούς θνητούς" που έχουν πετύχει να έχουν στην ατζέντα τους 1000 τηλεφωνικές επαφές και να δέχονται τουλάχιστον 100 τηλεφωνήματα την ημέρα -χώρια τα μηνύματα...Και να σκεφτείς, ότι δεν είναι ούτε στελέχη σε πολυεθνική, απλοί άνθρωποι που μπορεί να κρατάνε ένα μαγαζάκι σε ένα δρομάκι, σε ένα χωριουδάκι. Μα πώς; Πώς;

Την απάντηση την πήρα, όταν μία μέρα, ένα αρκετά δημοφιλές άτομο μου είπε: "Κοίταξε, εγώ μπορώ να πάω παντού και να κάνω παρέα με οποιονδήποτε. Αν, τέλος πάντων, δεν μπορώ να πιω ένα καφέ με κάποιον που πραγματικά θέλω, θα τηλεφωνήσω στον τάδε, κι ας έχω να τον δω ένα χρόνο. Δεν έχω κολλήματα!"

Ω, ναι; Ναι...Ε, τότε, λυπάμαι...Λυπάμαι που δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι περνάω καλά με κάποιον που αν μη τι άλλο, για να μην τον έχω δει εδώ και ένα χρόνο, πα να πει, ότι δεν είμαστε πλασμένοι για να κάνουμε παρέα...Και δε λέω, να είναι ο άλλος π.χ. Αγγλία για σπουδές, λέω για ανθρώπους που ζουν στη δίπλα γειτονιά. Λυπάμαι, μα δεν μπορώ να χαραμίσω ούτε μία ώρα για να γεμίσω απλώς τη μοναξιά μου, πίνοντας καφέ, τσάι, κρασί ή ό,τι άλλο με κάποιον που δεν έχω πραγματικά κάτι να πω. Δεν θέλω, στο κάτω κάτω, απλώς κάτι να λέω, θέλω να επικοινωνώ. Κι όταν δεν υπάρχει κάποιος να επικοινωνήσω, έχω τον εαυτό μου. Μια χαρά τα λέμε! Του μιλάω, μου μιλάει, τον ρωτάω, μου απαντάει και ο διάλογος παίρνει την ανιούσα. Μα, να, που από την πολλή συζήτηση ξεχάσαμε τη σιωπή.

Έναν άνθρωπο να πάω για καφέ! Τώρα! Κι ας έχω να τον δω ένα χρόνο. Κι ας μην τον έχω δει ποτέ, βρε αδερφέ. Άνθρωπος να 'ναι, μου αρκεί, απλώς, να πίνει καφέ...

Μήπως έχω πρόβλημα; (Λέω, μήπως...)
 
posted by mistounou at 5:34 AM | Permalink | 12 comments
Wednesday, September 07, 2005
Η Γερανιώ
Ένα λιλιπούτειο διήγημα

-Μα γιατί με είπατε έτσι;
-Τι να κάνουμε ψυχούλα μου; Αφού όταν γεννήθηκες τα γεράνια μας ήταν ολάνθιστα. Το ‘θελε η μάνα σου…
-Χάθηκε καν’ άλλο;
-Ωραίο είναι, σώπα…
-Δεν μου αρέσει, είπα!
-Σώπα, λέω!…
-Ούτε γιορτή έχει, ούτε τίποτα. Άσε που με κοροϊδεύουν όλοι…
-…
Έραβε η γιαγιά. Η παλιά singer βογγούσε ρυθμικά μα παράταιρα από τα τζιτζίκια. Με τα γυαλιά στην άκρη της μύτης, σήκωνε πού και πού τα μάτια κι επόπτευε την εγγόνα. Μια στο ύφασμα, μια στη μικρή. Το βλέμμα για τις μακρινές αποστάσεις βοήθεια δεν ήθελε, είχε για ρότα μονάχα την έγνοια.
-Μην τα πειράζεις τα καρούλια, ντέι…
-Ουφ!…Πες μου κανένα παραμύθι…
-Δεν είναι ώρα τώρα…Δεν βλέπεις που δεν αδειάζω μήτε να κατουρήσω;
-Έλα γιαγιά…Πες μου τα «τρία γουρουνάκια»!
-Ωχού…
-Α!…Γιαγιά, τη μέρα που γεννήθηκα, έβρεχε;
Λαχταρούσε για λόγια η μικρή. Της άρεσε να βλέπει, μα πιο πολύ ν’ ακούει. Είχε ήδη φτιάξει ένα τραγούδι στο πεντάγραμμο του ρυθμού. Τα τζιζίκια λίγο ακανόνιστα, σαν ίσο ιεροψάλτη, πότε πότε πετούσαν εδώ κι εκεί κραυγές παρατεταμένες και ξάφνου σώπαιναν. Και ξανά, και πάλι. Η singer της γιαγιάς, ακούραστη όσο και η ανάγκη, της θύμιζε τις ιστορίες των καραβανιών. Φαντάστηκε αμυδρά πως κάπου εκείνη, μεγάλη πια, χορεύει σε μία σάλα με ένα φόρεμα μεταξωτό να φουρφουρίζει στενάζοντας. Όχι, δεν βλέπει το πρόσωπο του καβαλιέρου, παρά μονάχα τα χέρια του να της κρατούν σφιχτά την πλάτη.
-Γιαγιά, θα μου ράψεις ένα φόρεμα;
-Θα σου ράψω, θα σου ράψω…
Έχει σταματήσει η γιαγιά κι εξετάζει τις διαγραμμένες πορείες της κλωστής επάνω στο λινό. Κάτι μουρμουρίζει…
-Διψάω…
-Τώρα, περίμενε.
-Διψάω πολύ!
-…
-Αχ, γιαγιά, διψάω πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ!
-Τώρα, ντέι! Βρε σκότω για κορίτσι…
Βαριόταν η μικρούλα, μα δεν είχε και κανέναν άλλο να παίξει, κάτι έστω να κάνει. Αν ήταν πιο μεγάλη θα έκανε δουλειές, έλεγε η γιαγιά. «Θα μου ‘πλενες και κανα πιατάκι..» -«Μπορώ και τώρα γιαγιά! Να, θα βάλω ένα σκαμνί και θα φτάνω μετά τη βρύση!»… «Τι να κάνεις τώρα, μαναράκι μου, τι να κάνεις…Άμα μεγαλώσεις, θα ‘ρθει καιρός. Να, θα μου μαγειρεύεις κιόλα, ό,τι μπορείς…».
-Γιαγιά…
-Νέι.
-Πώς ήταν η μάνα μου;
Παύση. Έσφιξε τα χείλια κι άφησε έναν αμυδρό αναστεναγμό ν’ αποδράσει από τις χαραμάδες της καρδιάς της, η γριούλα. Πολυκαίρισε και αυτή. Πότε άθελα, πότε έτσι γιατί έπρεπε, η καρδιά της γυναίκας εκείνης ράγισε. Και ποτέ της δεν θεώρησε τούτο το πράγμα ως ανεπανόρθωτο κακό. Μονάχα, να, που πόναγε πολύ, αλλά έπειτα μπορούσε να δει κάτι πιο πολύ για τον κόσμο από εκείνες τις αδιόρατες χαραμάδες. Κρυφοκοίταζε μέσα από εκείνο το νοητό γυαλί του μέσα της κι έβλεπε. Έπαιζε κιόλας, σαν μικρό παιδί, με τα πρίσματα που άφηνε το κάθε κρούσμα. «Για κοίτα, πόσο αλλιώτικα φαίνονται τώρα τα μάτια του απέναντι. Τώρα μόλις είδα μια γυναίκα μέσα τους, τώρα μόλις!». Και για έναν ακόμη λόγο αγάπησε εκείνη την ραγισμένη καρδιά της: Ήταν πιο παραδομένη στο φως. Ήταν που, τώρα το φως έβρισκε τρόπο να διαπεράσει το έξω και να κατακλύσει το μέσα.
-Όμορφη ήταν η μάνα σου. Σαν κι εσένα.
Και πριν ο λυγμός προδοθεί, βάζει φωνή.
-Άντε, σύρε να φέρεις τα παραμύθια να μου διαβάσεις κανένα, αρχίζει το σχολείο από μεθαύριο! Μην πει ο δάσκαλος ότι ξέχασες να διαβάζεις κιόλα…
-Πάλι εγώ θα σου πω παραμύθια; Όλο εγώ σου τα λέω! Πες κι εσύ κανένα…
-Όταν αδειάσω θα σου πω. Τώρα, θα μου πεις εσύ. Να, εκείνο με την ξεροκέφαλη γυναίκα που δεν την έκανε ζάφτι ο άντρας της, θέλω να μου πεις.
-Καλά, πάω.
Και πήγε. Και μεγάλωσε. Και διαπίστωσε πόσο πιο όμορφο ήταν το σχολείο της ζωής της. Ένα σχολείο που δεν «αδειάζει» ποτέ. Κι αγάπησε όλα τα θρανία στα οποία εναπόθεσε την δική της λαχτάρα για γνώση. Εκείνη, ένα από τα χιλιάδες παιδιά που πάλεψε με την μεγάλη απώλεια της μάνας. Πάλεψε πλάι σ’ όλα τα άλλα, αυτά που τους έλειπαν και τους λείπουν πολύτιμα πράγματα: Ισότητα, Δικαιοσύνη, Υγεία, Αγάπη. Με όλα εκείνα που «δεν μπορούσαν», αλλά τελικά μπόρεσαν.

Καλή σχολική χρονιά!
 
posted by mistounou at 6:14 AM | Permalink | 3 comments
eXTReMe Tracker